Με τον όρο «Άγραφος νόμος» χαρακτηρίζεται το σύνολο των κανόνων δικαίου που δεν υπάρχουν κάπου γραμμένοι. Παράδειγμα άγραφου νόμου είναι το έθιμο ή εθιμικό δίκαιο. Το εθιμικό δίκαιο αποτελείται από κανόνες που αφ' ενός μεν ισχύουν, χωρίς να έχουν τεθεί υποχρεωτικά από την Πολιτεία, αλλά έχουν διαμορφωθεί και επιβληθεί μετά από μακροχρόνια, αδιάκοπη και ομοιόμορφη εφαρμογή από τον ίδιο τον λαό ενός γεωγραφικού τόπου ή χώρας με την προϋπόθεση της απόδοσης σ΄ αυτούς ενσυνείδητης δεσμευτικής ισχύος. Θα πρέπει δηλαδή οι κανόνες αυτοί να εφαρμόζονται επί μακρό χρόνο με «συνείδηση δικαίου», υπό την αντίληψη ότι είναι δεσμευτικοί.

Στη σύγχρονη εποχή πάντως θεωρείται κατάκτηση της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου το γραπτό δίκαιο. Το γραπτό δίκαιο δημιουργεί στους πολίτες ασφάλεια δικαίου, επειδή όλοι μπορούν ανά πάσα στιγμή να ανατρέξουν στο κείμενό του και να δουν με ακρίβεια τι επιτρέπεται και τι απαγορεύεται. Ιδιαίτερα αντιληπτό γίνεται αυτό στο χώρο του Ποινικού Δικαίου, όπου «άγραφα» εγκλήματα θα έδιναν αφορμή για αυθαιρεσία του κράτους και ανασφάλεια μεταξύ των πολιτών. Γι' αυτό και στα περισσότερα κράτη ισχύει η αρχή nullum crimen nulla poena sine lege scripta (κανένα έγκλημα και καμία ποινή χωρίς γραπτό νόμο). Σήμερα όλα τα κράτη έχουν την Επίσημη Εφημερίδα (πρβλ. Εφημερίδα της Κυβερνήσεως), στην οποία δημοσιεύονται υποχρεωτικά όλοι οι νόμοι που ψηφίζει το Κοινοβούλιο και η οποία είναι προσβάσιμη σε όλους.

Αντίθετα το έθιμο είναι ιδιαίτερα διαδεδομένο στο Διεθνές Δίκαιο και εφαρμόζεται στις σχέσεις μεταξύ κρατών με τις ίδιες προϋποθέσεις που αναφέρθηκαν ανωτέρω (μακρόχρονη πρακτική και opinio iuris).

Στο ελληνικό Δίκαιο έθιμο δεν μπορεί να υπερισχύσει νόμου, ισχύει δηλαδή το συμπληρωτικό και όχι το καταργητικό έθιμο. Κανένα έθιμο επίσης δεν έχει ισχύ, αν συγκρούεται με τη δημόσια τάξη, με θεμελιώδεις δηλαδή κανόνες της έννομης τάξης (π.χ. βεντέτα). Η ισχύς του εθίμου ρυθμίζεται στον Γενικού Ιδιωτικού Δικαίου.