Άστορ Πιατσόλα

Αργεντίνος συνθέτης και μπαντονεονίστας

Ο Άστορ Πιατσόλα (ισπανικά: Ástor Pantaleón Piazzolla, Μαρ ντελ Πλάτα, 11 Μαρτίου 1921 - Μπουένος Άιρες, 4 Ιουλίου 1992) ήταν Αργεντίνος συνθέτης του τάνγκο και μπαντονεονίστας του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα. Οι συνθέσεις του έφεραν επανάσταση στο παραδοσιακό τάνγκο, ενσωματώνοντας σ' αυτό στοιχεία της τζαζ και της κλασικής μουσικής και δημιούργησαν το nuevo tango (νέο τάνγκο).[15] Βιρτουόζος μπαντονεονίστας, συχνά ερμήνευε τις συνθέσεις του με διάφορα μουσικά σχήματα. Στην Αργεντινή είναι γνωστός ως "El Gran Ástor" ("ο Μέγας Άστορ").

Άστορ Πιατσόλα
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Astor Pantaleón Piazzolla (Ισπανικά)
Γέννηση11  Μαρτίου 1921[1][2][3]
Μαρ ντελ Πλάτα[4]
Θάνατος4  Ιουλίου 1992[5][6][7]
Μπουένος Άιρες[8]
Τόπος ταφήςΚοιμητήριο Λα Τσακαρίτα και Cementerio Jardín de Paz[9]
Χώρα πολιτογράφησηςΑργεντινή
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΙσπανικά[10]
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότητασυνθέτης[11][12]
μπαντονεονίστας
διευθυντής ορχήστρας
συνθέτης μουσικών θεμάτων για κινηματογραφικές ταινίες
Αξιοσημείωτο έργοAdiós Nonino
Λιμπερτάνγκο
Estaciones Porteñas
Suite del Ángel
Five Tango Sensations
Le Grand Tango
d:Q5781046
María de Buenos Aires
Histoire du Tango
Suite Troileana
Double concerto for guitar and bandoneon
Fuga y misterio
Περίοδος ακμής1933 - 1992
Οικογένεια
ΤέκναDaniel Piazzolla
ΣυγγενείςDaniel Piazzolla (εγγονός)[13][14]
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΒραβεύσειςΒραβείο Σεζάρ Καλύτερης πρωτότυπης μουσικής επένδυσης (1986)
Ιστότοπος
fundacionastorpiazzolla.org.ar
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Το 1992, ο Αμερικανός κριτικός της μουσικής Χτίβεν Χόλντεν περιέγραψε τον Πιατσόλα ως "τον καλύτερο συνθέτη τάνγκο μουσικής παγκοσμίως".

Βιογραφία Επεξεργασία

Γεννημένος στο Μαρ ντελ Πλάτα της Αργεντινής το 1921 και το μοναδικό παιδί Ιταλών μεταναστών, του Βιτσέντε Πιατσόλα και της Ασούντα Μανέτι. Ο παππούς του Πανταλεόν Πιατσόλα, ναύτης και ψαράς στο επάγγελμα, μετανάστευσε στο Μαρ ντελ Πλάτα από το Τράνι, μια παραθαλάσσια πόλη στην νοτιοαναλική Απουλία, στα τέλη του 19ου αιώνα. Η μητέρα του ήταν η κόρη Ιταλών μεταναστών από την Τοσκάνη.

Το 1925 ο Άστορ Πιατσόλα μετακόμισε με την οικογένειά του στο Γκρίνουιτς Βίλατζ της Νέας Υόρκης, το οποίο εκείνη την περίοδο ήταν μια βίαιη γειτονιά, κατοικούμενη από γκάνγκστερ και σκληρά εργαζόμενους μετανάστες. Οι γονείς του εργάζονταν αρκετές ώρες κάθε μέρα και ο Πιατσόλα σύντομα έμαθε να φροντίζει ο ίδιος τον εαυτό του στον δρόμο παρόλο που κούτσαινε ελαφρά. Εκεί έμαθε να μιλά τέσσερις ξένες γλώσσες: ισπανικά, αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά. Στο σπίτι άκουγε τις επιτυχίες του πατέρα του στις ορχήστρες του Κάρλος Γαρδέλ και του Χούλιο Ντε Κάρο. Από μικρή ηλικία άκουγε τζαζ και κλασική μουσική, συμπεριλαμβανομένου του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ. Ξεκίνησε να παίζει μπαντονεόν το 1929 όταν ο πατέρας του είδε ένα τέτοιο σε ένα παλαιοπωλείο της Νέας Υόρκης.

Με την επιστροφή στην Νέα Υόρκη μετά από μια σύντομη επίσκεψή της στο Μαρ ντελ Πλάτα το 1930, η οικογένεια μετακόμισε στο νότιο Μανχάταν. Το 1932 ο Πιατσόλα συνέθεσε το πρώτο του τάνγκο, με τίτλο "La Catinga". Την επόμενη χρονιά έκανε μαθήματα μουσικής με τον Ούγγρο πιανίστα της κλασικής μουσικής Μπέλα Βίλντα, μαθητή του Σεργκέι Ραχμάνινοφ, ο οποίος τον δίδαξε να παίζει Μπαχ στο μπαντονεόν. Το 1934 συνάντησε τον Κάρλος Γαρδέλ, μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες στην ιστορία του τάνγκο, και έπαιξε έναν μικρό ρόλο στην ταινία του El día que me quieras. Ο Γαρδέλ προσκάλεσε τον νεαρό μπαντονεονίστα να τον ακολουθήσει στην περιοδεία του. Προς απογοήτευση του Πιατσόλα, ο πατέρας του αποφάσισε ότι δεν ήταν αρκετά μεγάλος για να πάει μόνος του. Το γεγονός ότι του απαγορεύτηκε η συμμετοχή στην περιοδεία του Γαρδέλ αποδείχθηκε προφητική, καθώς σε εκείνη την περιοδεία το 1935 ο Γαρδέλ και ολόκληρη η ορχήστρα του σκοτώθηκαν σε αεροπορικό δυστύχημα. Μετά από χρόνια, ο Πιατσόλα ανέφερε αστειευόμενος ότι εάν ο πατέρας του δεν ήταν τόσο προσεκτικός, ο ίδιος θα έπαιζε άρπα αντί για μπαντονεόν.

Καριέρα Επεξεργασία

Πρώιμη καριέρα Επεξεργασία

Το 1936 επέστρεψε οικογενειακώς στο Μαρ ντελ Πλάτα, όπου ξεκίνησε να παίζει σε ορχήστρες τάνγκο, ενώ την ίδια περίοδο ανακάλυψε στο ραδιόφωνο την μουσική του Ελβίνο Βαρντάρο. Η διάσταση που απέδωσε ο Βαρντάρο στο τάνγκο έκανε μεγάλη εντύπωση στον Πιατσόλα και μερικά χρόνια αργότερα έγινε βιολονίστας του Βαρντάρο στην Orquesta de Cuerdas και στο First Quintet.

Εμπνευσμένος από το προσωπικό τάνγκο στυλ του Βαρντάρο και σε ηλικία μόλις 17 ετών ο Πιατσόλα μετακόμισε στο Μπουένος Άιρες το 1938 όπου, το επόμενο έτος, πραγματοποίησε ένα όνειρό του όταν συμμετείχε στην ορχήστρα του μπαντονεονίστα Άνιμπαλ Τρόιλο, η οποία θα γινόταν μια από τις μεγαλύτερες ορχήστρες τάνγκο εκείνης της εποχής. Ο Πιατσόλα προσλήφθηκε ως προσωρινός αντικαταστάτης του Τότο Ροντρίγκες αλλά όταν ο τελευταίος επέστρεψε, ο Τρόιλο αποφάσισε να κρατήσει τον Πιατσόλα ως τέταρτο μπαντονεονίστα. Πέρα από μπαντονεονίστας, ο Πιατσόλα αντικαθιστούσε περιστασιακά τον Τρόιλο παίζοντας πιάνο στην θέση του. Από το 1941 κέρδιζε καλά χρήματα, αρκετά για να πληρώνει τα μαθήματα μουσικής που λάμβανε από τον Αλμπέρτο Χιναστέρα, σημαντικό Αργεντίνο συνθέτη κλασικής μουσικής. Ο πιανίστας Άρτουρ Ρούμπινσταϊν, τότε κάτοικος Μπουένος Άιρες, τον συμβούλευσε να μαθητεύσει κοντά στον Χιναστέρα και να έρθει σε τριβή με παρτιτούρες του Ίγκορ Στραβίνσκι, του Μπέλα Μπάρτοκ, του Μωρίς Ραβέλ και άλλων. Ο Πιατσόλα ξυπνούσε αρκετά νωρίς κάθε μέρα ώστε να παρακολουθεί την πρόβα της ορχήστρας του Teatro Colón ενώ συνέχιζε το πρόγραμμά του σε κλαμπ τάνγκο κατά την νύχτα. Κατά την διάρκεια της πενταετούς φοίτησής του δίπλα στον Χιναστέρα τελειοποίησε την ενορχήστρωση, την οποία αργότερα θεωρούσε ένα από τα δυνατά του σημεία. Το 1943 ξεκίνησε μαθήματα πιάνου με τον Αργεντίνο πιανίστα κλασικής μουσικής Ραούλ Σπίβακ, τα οποία συνέχισε για τα επόμενα πέντε χρόνια, και έγραψε τα πρώτα κλασικά έργα του: Preludio No. 1 for Violin and Piano και Suite for Strings and Harps. Την ίδια χρονιά παντρεύτηκε την πρώτη του γυναίκα, Ντέντε Βολφ, καλλιτέχνιδα, με την οποία απέκτησε δυο παιδιά, την Νταϊάνα και τον Ντάνιελ.

Καθώς ο καιρός περνούσε, ο Τρόιλο άρχισε να φοβάται ότι οι προοδευτικές μουσικές ιδέες του νεαρού μπαντονεονίστα ενδέχεται να υποτιμούσαν το ύφος της ορχήστρας του και να την έκαναν λιγότερο αρεστή στους χορευτές του τάνγκο. Εντάσεις υπήρξαν ανάμεσα στους δυο μπαντονεονίστες μέχρι που το 1944 ο Πιατσόλα ανακοίνωσε την πρόθεσή του να φύγει από την ορχήστρα του Τρόιλο και να γίνει μέλος της ορχήστρας του τραγουδιστή τάνγκο και μπαντονεονίστα Φρανσίσκο Φιορεντίνο. Ο Πιατσόλα ηγήθηκε της ορχήστρας του Φιορεντίνο μέχρι το 1946 και έκανε αρκετές ηχογραφήσεις μαζί του, συμπεριλαμβανομένων των δυο πρώτων ορχηστρικών τάνγκο του, La chiflada και Color de rosa.

Το 1946 ο Πιατσόλα δημιούργησε την προσωπική του Orquesta Típica, η οποία, παρόλο που είχε μια παρόμοια μορφή με άλλες ορχήστρες τάνγκο της εποχής, του χάρισε την πρώτη του ευκαιρία να πειραματιστεί με την προσωπική του προσέγγιση στην ενορχήστρωση και στο μουσικό περιεχόμενο του χορού τάνγκο. Την ίδια χρονιά συνέθσε το El Desbande, το οποίο θεώρησε πως ήταν το πρώτο του επίσημο τάνγκο. Έπειτα ξεκίνησε να συνθέτει μουσικά κομμάτια για ταινίες, ξεκινώντας με το Con los mismos colores το 1949 και το Bólidos de acero το 1950. Και οι δυο ταινίες σκηνοθετήθηκαν από τον Κάρλος Τόρες Ρίος.

Έχοντας φύγει από την πρώτη του ορχήστρα το 1950, εγκατέλειψε σχεδόν εξ ολοκλήρου και το τάνγκο καθώς συνέχισε να μελετά Μπάρτοκ και Στραβίνσκι καθώς και διεύθυνση ορχήστρας με τον Χέρμαν Σέρτσεν. Πέρασε αρκετό χρόνο ακούγοντας τζαζ μουσική και αναζητώντας ένα μουσικό ύφος που θα τον χαρακτήριζε, πέρα από τα όρια του τάνγκο. Αποφάσισε να παρατήσει το μπαντονεόν και να αφιερωθεί στην συγγραφή και στην μελέτη της μουσικής. Από το 1950 έχως το 1954 έκανε την σύνθεση σε μια σειρά έργων, τα οποία ξεκίνησαν να αναπτύσσουν το μοναδικό του μουσικό ύφος: Para lucirse, Tanguango, Prepárense, Contrabajeando, Triunfal, Lo que vendrá.

Σπουδές στο Παρίσι Επεξεργασία

Με την παρότρυνση του Χιναστέρα, στις 16 Αυγούστου 1953, ο Πιατσόλα συμμετείχε με την κλασική σύνθεση "Συμφωνία του Μπουένος Άιρες σε Τρεις Κινήσεις" στον διαγωνισμό σύνθεσης του Φαμπιάν Σεβίτζκι. Ο διαγωνισμός αυτός πραγματοποιήθηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου του Μπουένος Άιρες και η σύνθεση του Πιατσόλα παρουσιάστηκε από την ορχήστρα του Radio del Estado υπό τη διεύθυνση του ίδιου του Σεβίτζκι. Με το πέρας της συναυλίας, διαμάχη ξέσπασε στο κοινό, το οποίο προσβλήθηκε από την είσοδο δυο μπαντονεονιστών σε μια παραδοσιακή συμφωνική ορχήστρα. Ανεξάρτητα από αυτό το γεγονός, ο Πιατσόλα κέρδισε υποτροφία από το Γαλλικό Κράτος για να φοιτήσει στο Παρίσι δίπλα στη Γαλλίδα καθηγήτρια σύνθεσης και διευθύντρια ορχήστρας Νάντια Μπουλανζέ στο Ωδείο του Φονταινεμπλώ. Η διορατική Μπουλανζέ άλλαξε τη ζωή του σε μια μέρα, όπως διηγείται ο ίδιος ο Πιατσόλα:

Όταν τη συνάντησα της έδειξα συμφωνίες και σονάτες μου με το κιλό. Άρχισε να τις διαβάζει και ξαφνικά είπε το εξής φρικτό: ‘Είναι πολύ καλογραμμένα’. Και σταμάτησε, βάζοντας μια μεγάλη τελεία, τεράστια σαν μπάλα ποδοσφαίρου. Μετά από λίγο είπε: “Εδώ είσαι σαν τον Στραβίνσκι, σαν τον Μπάρτοκ, σαν τον Ραβέλ, αλλά ξέρεις τι; Δεν βρίσκω τον Πιατσόλα εδώ πέρα”. Κι άρχισε να διερευνά την προσωπική μου ζωή: τι έκανα, τι έπαιζα και τι δεν έπαιζα, αν ήμουν εργένης ή με κάποιον, ήταν σαν πράκτορας του FBI! Και της είπα με ντροπή ότι ήμουν μουσικός του τάνγκο. Στο τέλος της είπα, “Παίζω σε ‘νυχτερινό κέντρο”. Δεν ήθελα να πω “καμπαρέ”. Κι εκείνη απάντησε “Νυχτερινό κέντρο, ναι, δηλαδή καμπαρέ, έτσι δεν είναι;” “Ναι,” απάντησα, και σκέφτηκα “Θα τη χτυπήσω αυτή τη γυναίκα μ' ένα ραδιόφωνο στο κεφάλι...” Δεν ήταν εύκολο να της πει ψέματα κάποιος.
Συνέχισε να ρωτάει: “Λες ότι δεν είσαι πιανίστας. Τι όργανο παίζεις τότε;” Και δεν ήθελα να της πω ότι έπαιζα μπαντονεόν γιατί σκέφτηκα ότι “Θα με ρίξει κάτω από τον τέταρτο όροφο”. Τελικά ομολόγησα και μου ζήτησε να της παίξω λίγα μέτρα από κάποιο δικό μου τάνγκο. Άνοιξε ξαφνικά τα μάτια, μου άρπαξε το χέρι και είπε: “Βρε χαζέ, αυτός είναι ο Πιατσόλα!” Ύστερα πήρα όλη τη μουσική που είχα συνθέσει, δέκα χρόνια της ζωής μου, και την έστειλα στον διάολο μέσα σε δύο δευτερόλεπτα.

Το 1954 ο Πιατσόλα και η σύζυγός του άφησαν τα δυο παιδιά τους (την Νταϊάνα, ετών 11, και των Ντάνιελ, ετών 10) στους γονείς του Πιατσόλα και ταξίδεψαν στο Παρίσι. Ο Πιατσόλα είχε κουραστεί από το τάνγκο και προσπάθησε να κρύψει το παρελθόν του (τα τάνγκο του και τις μπαντονεόν συνθέσεις του) από την Μπουλανζέ, σκεπτόμενος ότι η μοίρα του βρισκόταν πάνω στην κλασική μουσική. Κατά την παρουσίαση του έργου του στην Μπουλανζέ, ο Πιατσόλα έπαιξε μερικά κομμάτια από τις κλασικές συνθέσεις του αλλά μόλις έπαιξε το τάνγκο του Triunfal, η Μπουλανζέ τον συνεχάρη και τον ενθάρρυνε να κυνηγήσει μια καριέρα στο τάνγκο, αναγνωρίζοντας ότι το ταλέντο του Πιατσόλα βρισκόταν εκεί. Αυτό το γεγονός αποτέλεσε μια ιστορική μέρα για τον ίδιο τον Πιατσόλα και ένα σταυροδρόμι για την καριέρα του.

Σπούδασε κλασική σύνθεση με την Μπουλανζέ, συμπεριλαμβανομένης της αρμονίας, η οποία κατείχε σημαντικό ρόλο στις μετέπειτα τάνγκο συνθέσεις του. Προτού φύγει από το Παρίσι, παρακολούθησε το οκτέτο του Αμερικανού τζαζ σαξοφωνίστα Τζέρι Μάλιγκαν, το οποίο τού έδωσε την ιδέα να δημιουργήσει το δικό του οκτέτο αμέσως μετά την επιστροφή του στο Μπουένος Άιρες. Συνέθεσε και ηχογράφησε μια σειρά από τάνγκο με την String Orchestra της Όπερας του Παρισιού και ξεκίνησε να παίζει το μπαντόνεον ενώ ήταν όρθιος, είχε το δεξί του πόδι πάνω σε μια καρέκλα και τους φυσητήρες του οργάνου μπροστά από τον δεξί του μηρό. Μέχρι τότε οι μπαντονεονίστες ήταν καθιστοί.

Nuevo Tango (Νέο Τάνγκο) Επεξεργασία

Επιστρέφοντας στην Αργεντινή το 1955, ο Πιατσόλα σχημάτισε την Orquesta de Cuerdas, στην οποία συμμετείχε ο τραγουδιστής Χόρχε Σομπράλ, και το Οκτέτο Μπουένος Άιρες για να παίζει τάνγκο. Με δυο μπαντονεονίστες (τον Πιατσόλα και τον Λεοπόλντο Φεντερίκο), δυο βιολονίστες (τον Ενρίκε Μάριο Φραντσίνι και τον Ούγκο Μπαράλις), ένα κοντραμπάσο (τον Χουάν Βασάλο), ένα τσέλο (τον Χοσέ Μπραγκάτο), ένα πιάνο (τον Ατίλιο Σταμπόνε) και μια ηλεκτρική κιθάρα (τον Οράσιο Μαλβιτσίνο), το οκτέτο του προετοίμασε την παραδοσιακή orquesta típica και δημιούργησε έναν νέο ήχο παρόμοιο με μουσική δωματίου, χωρίς την παρουσία τραγουδιστή αλλά με τζαζ ήχους. Αυτό αποτέλεσε στροφή στην καριέρα του και στην ιστορία του τάνγκο. Η νέα προσέγγιση του Πιατσόλα στο τάνγκο, το nuevo tango, τον έκανε μια αμφιλεγόμενη παρουσία στην πατρίδα του, τόσο σε μουσικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο. Ωστόσο, η μουσική του έλαβε θετική αποδοχή στην Ευρώπη και στη Βόρεια Αμερική, ενώ οι επανεκτελέσεις τάνγκο του αγκαλιάστηκαν από φιλελεύθερους εκπροσώπους της αργεντίνικης κοινωνίας, οι οποίοι επιζητούσαν αλλαγές στο πολιτικό σκηνικό της χώρας παράλληλα με την μουσική επανάσταση του Πιατσόλα.

Το 1958 εγκατέλειψε τόσο το οκτέτο όσο και την String Orchestra και επέστρεψε στη Νέα Υόρκη με την οικογένειά του όπου αναζήτησε μια μουσική καριέρα. Σε σύντομο χρονικό διάστημα δημιούργησε το δικό του συγκρότημα, το Jazz Tango Quintet, με το οποίο έκανε μόλις δυο ηχογραφήσεις καθώς οι προσπάθειές του να αναμείξει την τζαζ με το τάνγκο ήταν ανεπιτυχείς. Έμαθε τα νέα για τον θάνατο του πατέρα του τον Οκτώβριο του 1959 ενώ συμμετείχε σε συναυλία με τον Χουάν Κάρλος Κόπες και την Μαρία Νιέβες στο Πουέρτο Ρίκο και κατά την επιστροφή του στην Νέα Υόρκη λίγες ημέρες αργότερα, ζήτησε να μείνει μόνος στο διαμέρισμά του όπου σε λιγότερο από μια ώρα έγραψε το δημοφιλές τάνγκο του Adiós Nonino, προς τιμήν του πατέρα του.

Ο Κόπες και η Νιέβες ολοκλήρωσαν την περιοδεία Club Flamboyan στο Πουέρτο Ρίκο με το "Compañia Argentina Tangolandia". Ο Πιατσόλα ήταν ο καλλιτεχνικός διευθυντής αυτής της περιοδείας, η οποία συνεχίστηκε στη Νέα Υόρκη, στο Σικάγο και στην Ουάσινγκτον. Η τελευταία συναυλία, στην οποία εμφανίστηκαν και οι τρεις μαζί, ήταν μια εμφάνιση στο CBS, το μοναδικό έγχρωμο τηλεοπτικό κανάλι στις ΗΠΑ, στην εκπομπή Arthur Murray Show τον Απρίλιο του 1960.

Πίσω στο Μπουένος Άιρες αργότερα την ίδια χρονιά, ο Πιατσόλα ίδρυσε το πρώτο, και ίσως πιο δημοφιλές, κουιντέτο του, το οποίο αποτελούνταν αρχικά από ένα μπαντονεόν (Πιατσόλα), ένα πιάνο (Χάιμε Γκοσίς), ένα βιολί (Σιμόν Μπαχούρ), μια ηλεκτρική κιθάρα (Οράσιο Μαλβιτσίνο) και ένα κοντραμπάσο (Κίτσο Ντίας). Μεταξύ των συνόλων που ίδρυσε ο Πιατσόλα κατά την διάρκεια της καριέρας του, τα κουιντέτα του εξέφρασαν με τον καλύτερο τρόπο την προσέγγισή του στο τάνγκο.

Το 1963 ξεκίνησε το Nuevo Octeto και την ίδια χρονιά παρουσίασε για πρώτη φορά το Tres Tangos Sinfónicos, υπό την ορχηστρική διεύθυνση του Πολ Κλέκι, για το οποίο έλαβε βραβείο Χιρς.

Το 1965 κυκλοφόρησε το El Tango, ένας δίσκος στον οποίο συνεργάστηκε με τον Αργεντίνο συγγραφέα Χόρχε Λουίς Μπόρχες. Η ηχογράφηση περιλάμβανε το κουιντέτο του με τη συνοδεία ορχήστρας ενώ ο τραγουδιστής Εντμούντο Ριβέρο και ο Λουίς Μεντίνα Κάστρο αφηγήθηκαν τους στίχους.

Το 1966 τερματίστηκε η σχέση του με την Ντέντε Γουλφ και τον επόμενο χρόνο υπέγραψε ένα πενταετές συμβόλαιο με τον ποιητή Οράσιο Φερέρ με τον οποίο συνέθεσε την οπερέτα María de Buenos Aires, σε στίχους του Φερέρ. Το έργο έκανε πρεμιέρα τον Μάιο του 1968 με την τραγουδίστρια Αμελίτα Μπαλτάρ στον πρωταγωνιστικό ρόλο και την εισαγωγή ενός νέου ύφους τάνγκο, το Tango Canción ("Tango Song"). Λίγο καιρό αργότερα ξεκίνησε μια σχέση με την Αμελίτα Μπαλτάρ. Τον επόμενο χρόνο έγραψε το Balada para un loco σε στίχους του Φερέρ, το οποίο έκανε πρεμιέρα στο Πρώτο Ιβηροαμερικανικό Φεστιβάλ Μουσικής με την Αμελίτα Μπαλτάρ και τον ίδιο τον Πιατσόλα από την θέση των διευθυντών ορχήστρας. Ο Πιατσόλα βραβεύτηκε με το δεύτερο βραβείο και η σύνθεση αυτή αποδείχθηκε πως ήταν η πρώτη του διεθνής επιτυχία.

Το 1970 ο Πιατσόλα επέστρεψε στο Παρίσι όπου, μαζί με τον Φερέρ, έγραψε το ορατόριο El pueblo joven το οποίο έκανε πρεμιέρα στο Saarbrücken της Γερμανίας το 1971. Στις 19 Μαΐου 1970 έδωσε μια συναυλία με το Quinteto στο Teatro Regina στο Μπουένος Άιρες, όπου έκανε πρεμιέρα η σύνθεσή του Cuatro Estaciones Porteñas.

Πίσω στο Μπουένος Άιρες, ίδρυσε το Conjunto 9 (ή Nonet), ένα τμήμα μουσικής σύνθεσης, το οποίο αποτελούσε όνειρο για τον Πιατσόλα και στο οποίο συνέθεσε ένα μέρος της εξελιγμένης μουσικής του. Έβαλε πλέον στην άκρη το κουιντέτο του και πραγματοποίησε αρκετές ηχογραφήσεις με το νέο του δημιούργημα στην Ιταλία. Μέσα σε έναν χρόνο, το Conjunto 9 αντιμετώπισε οικονομικά προβλήματα και διαλύθηκε ενώ το 1972 ο Πιατσόλα συμμετείχε στην πρώτη του συναυλία στο Teatro Colón στο Μπουένος Άιρες, μαζί με άλλες ορχήστρες τάνγκο.

Μετά από μια περίοδο μεγάλης παραγωγής ως συνθέτης, υπέστη έμφραγμα το 1973 και την ίδια χρονιά μετακόμισε στην Ιταλία όπου ξεκίνησε μια σειρά ηχογραφήσεων οι οποίες διήρκεσαν πέντε χρόνια. Ο μουσικός εκδότης Aldo Pagani, στέλεχος της Curci-Pagani Music, προσεφερε στον Πιατσόλα ένα 15ετές συμβόλαιο στη Ρώμη για να ηχογραφήσει ό,τι μπορούσε ο τελευταίος να γράψει. Ο δίσκος Libertango ηχογραφήθηκε στο Μιλάνο τον Μάιο του 1974 και αργότερα την ίδια χρονιά χώρισε με την Αμελίτα Μπαλτάρ. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους ηχογράφησε τον δίσκο Summit (Reunión Cumbre) με τον σαξοφωνίστα Τζέρι Μάλιγκαν και μια ιταλική ορχήστρα που περιλάμβανε μουσικούς της τζαζ όπως τον μπασίστα Πίνο Πρέστι και τον ντράμερ Τούλιο ντε Πίσκοπο, στο Μιλάνο. Ο δίσκος περιλαμβάνει την σύνθεση Aire de Buenos Aires του Μάλιγκαν.

Το 1975 ίδρυσε το Electronic Octet, ένα οκτέτο που αποτελούνταν από μπαντονεόν, ηλεκτρικό πιάνο ή/και ακουστικό πιάνο, κιθάρα, ηλεκτρικό μπάσο, συνθεσάιζερ και βιολί, που αργότερα αντικαταστάθηκε από φλάουτο ή σαξόφωνο. Αργότερα την ίδια χρονιά, πέθανε ο Άνιμπαλ Τρόιλο και ο Πιατσόλα συνέθεσε στη μνήμη του το Suite Troileana, ένα έργο σε τέσσερα μέρη, το οποίο ηχογράφησε με το Conjunto Electronico. Την ίδια περίοδο ο Πιατσόλα ξεκίνησε συνεργασία με τον τραγουδιστή Χοσέ Ανχέλ Τρέλες με τον οποίο είχε κάνει έναν αριθμό ηχογραφήσεων.

Τον Δεκέμβριο του 1976 ο Πιατσόλα συμμετείχε σε μια συναυλία στο Teatro Gran Rex στο Μπουένος Άιρες, όπου παρουσίασε το έργο του, “500 motivaciones”, γραμμένο ειδικά για το Conjunto Electronico, και το 1977 συμμετείχε σε ακόμα μια αξέχαστη συναυλία στο Θέατρο Olympia στο Παρίσι, με μια νέα μορφή του Conjunto Electronico.

Το 1978 δημιούργησε το δεύτερο Quintet, με το οποίο έκανε περιοδεία σε όλο τον κόσμο επί 11 χρόνια και με το οποίο έγινε παγκοσμίως γνωστός. Επέστρεψε στη σύνθεση μουσικής δωματίου και συμφωνικής μουσικής.

Κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής δικτατορίας στην Αργεντινή από το 1976 μέχρι το 1983, ο Πιατσόλα έζησε στην Ιταλία αλλά επέστρεψε αρκετές φορές στην Αργεντινή, ηχογράφησε εκεί, και τουλάχιστον σε μία περίπτωση γευμάτισε με τον δικτάτορα Χόρχε Ραφαέλ Βιδέλα. Όμως η σχέση του με τον δικτάτορα πρέπει να ήταν όχι και τόσο φιλική, όπως περιγράφεται στο βιβλίο Astor Piazzolla, A manera de Memorias:

Ε: Έναν χρόνο πριν από το θέμα Los Largartos πήγατε στο σπίτι του Βιδέλα και γευματίσατε μαζί του, γιατί αποδεκτήκατε την πρόσκληση;
A: Τι πρόσκληση, αλήθεια! Στείλανε δυο τύπους με μαύρα κοστούμια και μια επιστολή που πάνω έγραφε το όνομά μου η οποία έλεγε ότι ο Βιδέλα με περίμενε κάποια συγκεκριμένη μέρα σε κάποιον συγκεκριμένο τόπο. Κάπου έχω ένα βιβλίο, με φωτογραφίες όλων των καλεσμένων: Ελάδια Μπλάκες, Ντανιέλ Τινάιρε, Όλγα Φέρι, ο συνθέτης Χουάν Κάρλος Ταουριέγιο, ήταν ζωγράφοι, ηθοποιοί [...]
- Astor Piazzolla, A manera de Memorias, Libros Perfil 1998, ISBN 950-08-0920-6, σ. 85

Ο Πιατσόλα έδωσε την τελευταία συναυλία του στις 3 Ιουνίου 1990 στην Αθήνα.[16] Η συναυλία ηχογραφήθηκε, με διευθυντή ορχήστρας τον Μάνο Χατζιδάκι και την Ορχήστρα των Χρωμάτων.[16] Ήταν η τελευταία ζωντανή/συναυλιακή ηχογράφηση του Πιατσόλα και θεωρείται εξαιρετικής σημασίας.[16] Δυο μήνες αργότερα έπαθε θρόμβωση στο Παρίσι και πέθανε δύο χρόνια αργότερα, όντας σε κώμα, στο Μπουένος Άιρες.[16]

Το 1995 η οικογένειά του έλαβε το βραβείο Κόνεξ του πιο σημαντικού μουσικού της δεκαετίας στην Αργεντινή. Από τους συνεχιστές του, ο Μαρσέλο Νίσινμαν είναι ο πιο γνωστός αναδιαμορφωτής της μουσικής τάνγκο στη νέα χιλιετία.

Μουσική Επεξεργασία

 
Ο Άστορ Πιατσόλα και ο Οράσιο Φερέρ γύρω στο 1970.

Το nuevo tango του Πιατσόλα ξεχώριζε από το παραδοσιακό τάνγκο λόγω της ενσωμάτωσης στοιχείων τζαζ, της χρήσης περίπλοκων συγχορδιών και διαφωνιών - ετεροφωνιών, της χρήσης αντίστιξης, και των μακρών συνθετικών μορφών. Ο Πιατσόλα εισήγαγε επίσης μουσικά όργανα που δεν χρησιμοποιούνταν στο παραδοσιακό τάνγκο, όπως το φλάουτο, το σαξόφωνο, την ηλεκτρική κιθάρα, ηλεκτρικά όργανα, το βιμπράφωνο και τα τύμπανα.

Ο Πιατσόλα έπαιξε με διάφορα σχήματα: με την Ορχήστρα (1946), το "Οκτέτο Μπουένος Άιρες" (1955), το "Πρώτο Κιντέτο" (1960), το "Νονέτο" (1971), το "Δεύτερο Κιντέτο" (1978) και το "Σεξτέτο" (1989). Εκτός από τις πρωτότυπες συνθέσεις και διασκευές που παρείχε, ήταν ο μαέστρος και μπαντονεονίστας σε όλα τα σχήματα. Ηχογράφησε επίσης τον δίσκο Summit με τον βαρύτονο σαξοφωνίστα Τζέρι Μάλιγκαν. Ανάμεσα στις πάμπολλες συνθέσεις του περιλαμβάνονται ορχηστρικά έργα όπως το "Concierto para Bandoneón, Orquesta, Cuerdas y Percusión", το "Doble-Concierto para Bandoneón y Guitarra", το "Tres Tangos Sinfónicos" και το "Concierto de Nácar para 9 Tanguistas y Orquesta", κομμάτια για σόλο κλασική κιθάρα—τα "Cinco Piezas", καθώς και μουσική για τραγούδια τα οποία είναι ακόμη πολύ γνωστά στη χώρα του, όπως το "Balada para un loco" (Μπαλάντα για έναν τρελό) και το "Adiós Nonino" (αφιερωμένο στον πατέρα του) το οποίο ηχογράφησε πολλές φορές με διάφορους μουσικούς και διάφορα σχήματα. Οι βιογράφοι υπολογίζουν ότι ο Πιατσόλα συνέθεσε γύρω στις 3.000 κομμάτια από τα οποία ηχογράφησε περίπου τα 500.

Το 1984 εμφανίστηκε με το Quinteto Tango Nuevo στο Βερολίνο της Δυτικής Γερμανίας και στην τηλεόραση στην Ουτρέχτη της Ολλανδίας. Το καλοκαίρι του 1985 συμμετείχε στο Almeida Theatre στο Λονδίνο για μια σειρά συναυλιών, διάρκειας μιας εβδομάδας. Στις 6 Σεπτεμβρίου 1987, το κουιντέτο του έδωσε μια συναυλία στο Σέντραλ Παρκ της Νέας Υόρκης, η οποία ηχογραφήθηκε και το 1994 κυκλοφόρησε σε ψηφιακό δίσκο με τον τίτλο The Central Park Concert.

Κληρονομιά Επεξεργασία

Βλέπε επίσης Επεξεργασία

Εξωτερικοί σύνδεσμοι Επεξεργασία

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 27  Απριλίου 2014.
  2. 2,0 2,1 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. data.bnf.fr/ark:/12148/cb138984585. Ανακτήθηκε στις 10  Οκτωβρίου 2015.
  3. 3,0 3,1 «Encyclopædia Britannica» (Αγγλικά) biography/Astor-Piazzolla. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  4. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 11  Δεκεμβρίου 2014.
  5. «Astor Piazzolla; Tango Composer, Musician» (Αγγλικά) Λος Άντζελες. 11  Ιουλίου 1992.
  6. «Astor Piazzolla, 71, Tango's Modern Master, Dies» (Αγγλικά) The New York Times Company, A. G. Sulzberger. Μανχάταν, Νέα Υόρκη. 6  Ιουλίου 1992.
  7. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. 119262444. Ανακτήθηκε στις 17  Οκτωβρίου 2015.
  8. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 31  Δεκεμβρίου 2014.
  9. 9,0 9,1 (Αγγλικά) Find A Grave.
  10. CONOR.SI. 28710243.
  11. (Γαλλικά) B.R.A.H.M.S.. astor-piazzolla. Ανακτήθηκε στις 5  Απριλίου 2022.
  12. Operone. piazzolla. Ανακτήθηκε στις 5  Απριλίου 2022.
  13. www.lanacion.com.ar/espectaculos/musica/pipi-piazzolla-el-viaje-a-la-tierra-de-sus-ancestros-la-frase-de-su-abuelo-astor-que-lo-marco-y-las-nid15082023/. Ανακτήθηκε στις 15  Αυγούστου 2023.
  14. www.lanacion.com.ar/lifestyle/mi-abuelo-es-lo-maximo-de-la-musica-mundial-nid2097524/. Ανακτήθηκε στις 8  Σεπτεμβρίου 2023.
  15. «Το νέο Tango από τον Astor Piazzolla και η Μουσική των Τσιγγάνων». Cretalive. Ανακτήθηκε στις 9 Αυγούστου 2021. 
  16. 16,0 16,1 16,2 16,3 Greco, Pablito (2014). Tango FAQs & Facts. New York [u.a.]: SmilyTango Publications. σελ. 192. ISBN 9780988555976. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 29 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου 2019.