Ως αγένεια εννοείται η προσβλητική συμπεριφορά, η έλλειψη διακριτικότητας ή/και η παράβαση των κανόνων καλής συμπεριφοράς. Η συγκεκριμένη σημασία προέκυψε συνεκδοχικώς από την πρωτογενή ποσοτική σημασία τού όρου «αγέννεια» (ἀ + γέννα) στα Αρχαία Ελληνικά, όπου δηλώνει την ταπεινή καταγωγή προέλευσης κάποιου. Η πολιτιστικώς (γεωγραφικώς, κοινωνικώς και οικονομικώς/ταξικώς) ταπεινή καταγωγή θεωρείτο από τον αρχαίο κόσμο γενικώς ως συναφής τού γνωστικώς απαίδευτου, ηθικώς αγροίκου ανθρώπου και, κατ’ επέκταση, της παντελούς ευτέλειας ενός φρονήματος.

Αλλ'α, ενώ στον αρχαιοελληνικό πολιτισμό η αγένεια προέκυπτε περισσότερο είτε εκ του ευτελούς γένους λόγω τής υπερισχύουσας φυσιοκρατίας (βλ. Σοφοκλή, Φιλοκτήτης 384, Οιδίπους επὶ Κολωνώ 1397, Ευριπίδη, Ανδρομάχη 190, Αριστοφάνη, Βάτραχοι 731), είτε εκ της ελλείψεως γενναιότητας (λόγω τού ηρωικού ιδεώδους), στον Ιουδαϊσμό επικεντρωνόταν κυρίως ―χωρίς να απουσιάζει και η πρώτη αιτία (Α’ Κορ. 1, 28), δηλ. τής μη ευγενούς καταγωγής― στον τόπο τής καταγωγής ως πολι-τιστικώς αναξίου: «εκ Ναζαρέτ δύναταί τι αγαθόν είναι;» (Ιω. 1, 46).

Για την Παύλεια οικουμενική και Ορθόδοξη Πατερική Ηθική, όπου «ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην, ουκ ένι δούλος ουδέ ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν και θήλυ· πάντες γαρ υμείς είς εστε εν Χριστώ Ιησού» (Γαλ. 3, 28), η αγένεια δεν έχει ούτε φυσιοκρατι-κό/βιολογικό ή κοινωνικοοικονομικό (ταξικό), ούτε γνωστικό και πολιτιστικό νόημα, παρά μόνο θεολογικό, πνευματικό, ηθικό και υπαρξιακό. Με άλλα λόγια, το θέμα τής αγένειας εξαρτάται από την ελεύθερη βούληση του κάθε ανθρώπου. Αν ο άνθρωπος δεν παραιτηθεί από τα διάφορα πάθη (φιλαργυρία, αλαζονεία, γαστριμαργία, πορνεία κ.λπ.), δεν μπορεί να ελευθερωθεί από τούς πραγματικώς «αγενείς» τρόπους. Έρευνες έχουν δείξει ότι ο πλούτος (ιδίως ο νεοπλουτισμός) προκαλεί αγένεια, καθώς πολλές φορές αποκαλύπτει η γλώσσα τού σώματος (Kraus & Kelder), όπως τα παγώνια που φουσκώνουν τις ουρές τους, για να περάσουν μηνύματα του τύπου «δες πόσο ωραίος είμαι». Γιατί, βεβαίως, μόνο η εξωτερική (επίπλαστη) λεκτική ευγένεια (savoir-vivre) δεν λογίζεται ως αληθινή πνευματικώς (ποιοτική και βαθειά) ευγένεια.

Βιβλιογραφία Επεξεργασία

  • Αβούρης Σ. Ν., «Αγεννής», ΘΗΕ, 1 (1962), σ. 205.
  • Γαλίτης Γ. Α., «Αγενής», ΘΗΕ, 1 (1962), σ. 205.
  • Kraus M. & Kelder D., «Ο πλούτος φέρνει… αγένεια». otherside.gr. 12/02/2009.
  • Schmidt L., Η Ηθική των Αρχαίων Ελλήνων, εν Αθήναις 1901.
  • Τσιτσίγκος Σ. Κ., «Αγαπομανία», Μεγάλη Ορθόδοξη Χριστιανική Εγκυκλοπαίδεια, τ. Α’, σ. 113.