Αγγειονευρωτικό οίδημα ή Αγγειακό οίδημα ή απλώς Αγγειοοίδημα είναι το σαφώς περιγεγραμμένο, ενίοτε επώδυνο, οίδημα που προκύπτει αν, από αλλεργική αιτιολογία συνήθως, συμβεί κνιδωτική προσβολή των αγγείων και των ιστών (π.χ. τένοντες, έλυτρα, αρθρώσεις κλπ.) στον υποδόριο και στον υποβλεννογόνιο χώρο.

Αγγειονευρωτικό οίδημα
Αγγειονευρωτικό οίδημα
Ειδικότηταεπείγουσα ιατρική
Ταξινόμηση
ICD-10D84.1 , T78.3
ICD-9277.6, 995.1
OMIM606860 106100 610618
DiseasesDB13606
MedlinePlus000846
eMedicineemerg/32 med/135 ped/101
MeSHD000799

Το αγγειοοίδημα μπορεί να προκαλέσει οίδημα των βλεφάρων, των χειλέων, των αυτιών και άλλων περιοχών όπως τα χέρια, τα αντιβράχια, οι κνήμες, οι πτέρνες κλπ. Στην περίπτωση που εμφανιστεί στον λάρυγγα, ο κίνδυνος πρόκλησης ασφυκτικών φαινομένων γίνεται αυτονόητος. Γενικά, το αγγειοοίδημα διαρκεί από 24 έως 72 ώρες και υποχωρεί, όπως ακριβώς και η κνίδωση, χωρίς κανένα χρωματικό ή άλλο υπόλειμμα. Το αγγειοοίδημα συνήθως δεν είναι κνησμώδες και μπορεί να εμφανιστεί σε συνδυασμό με την κοινή κνίδωση ή μόνο του.[1]

Οικογενές αγγειοοίδημα Επεξεργασία

Το κληρονομικό αγγειοοίδημα αποτελεί μια σπάνια μορφή αγγειοοιδήματος πού εκδηλώνεται σε αρκετά μέλη της ίδιας οικογένειας, με εντόπιση του αγγειοοιδήματος στα άνω και κάτω άκρα και μαζί με γαστρεντερικές καιαναπνευστικές διαταραχές, αλλά χωρίς κνίδωση. Τα άτομα αυτά παρουσιάζουν ερεθισμό του πρωκτικού δακτυλίου με ένα κυκλικό πομφώδες περίγραμμα.[1]

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 Current Medical Diagnosis & Treatment, εκδόσεις Appletton και Lange , ΗΠΑ, 1998, σελίδα 150.