Η αθυμία είναι η έλλειψη ευδιαθεσίας, βαρυθυμία, δυσθυμία, ακεφιά, στενοχώρια. Στην αρχαιότητα, ο όρος κυριολεκτικώς σήμαινε την ψυχική κατάσταση χωρίς οργή ή πάθος, την έλλειψη θάρρους, την ανησυχία, τη λιποψυχία, την αποθάρρυνση και τη δειλία.

Συνώνυμα οι λέξεις ακεφιά, βαρυθυμία, κακοδιάθεση, κακοκεφιά.

Στην Ψυχιατρική και την Ψυχολογία, αθυμία σημαίνει την (παθολογική) απουσία συναισθημάτων, την αβουλία και τις μειωμένες επιδιώξεις, παρορμήσεις ή επιθυμίες, που ως συμπτώματα απαντούν σε διάφορες ψυχικές νόσους. Ειδικότερα, η αθυμία εκφράζει απλώς την έλλειψη διάθεσης και ευχάριστων συναισθημάτων μέχρι και την πλήρη αδιαφορία (απάθεια). Ο αυτός όρος μπορεί, επίσης, να δηλώνει συγγενή έλλειψη του θύμου αδένα.

Η αθυμία στη θεολογία Επεξεργασία

Ο όρος «αθυμία» προέρχεται από το στερητικό «α» και την λέξη «θυμός». Με τον όρο «θυμός» δεν εννοείται  η  οργή, αλλά η  ζωτική ενέργεια του θυμοειδούς μέρους της ψυχής, η οποία φέρει τον άνθρωπο να βρίσκεται σε ζωηρή και ενεργητική ψυχοσωματική διάθεση. Οπότε «αθυμία» είναι η νοσηρή εκείνη κατάσταση, η οποία παραλύει τα νεύρα της ψυχής και άρα τον όλο άνθρωπο. Αυτή η παράλυση του αφαιρεί την δύναμη και την δυνατότητα να κινηθεί προς τον Θεό Δημιουργό του, προς τον συνάνθρωπό του, αλλά και προς τον ίδιο τον εαυτό του, ώστε να δη τι του συμβαίνει η πως πορεύεται. Έτσι διαλύεται ως προσωπικότητα.[1]

Στην Π.Δ. γίνεται λόγος για «καρδίαν αθυμούσαν» (Δευτ. 28, 65), με την ψυχολογική σημασία τού όρου, δηλ. για μία βαριά θλίψη (Α’ Βασ. 1, 6). Ομοίως, ο όρος μπορεί να δηλώνει αποκαρδίωση και απογοήτευση για την ηθική και πνευματική κατάπτωση μιας κοινωνίας (Ψαλμ. 118, 53) ή να εκφράζει γενικώς τα δεινά και τη δυσχερή κοινωνικο-οικονομική θέση των πτωχών και αδικουμένων (Ησ. 25, 4). Στην Κ.Δ. απαντά, επίσης, το ρήμα «αθυμώ» (Κολ. 3, 21), με τη σημασία τού δειλιάζω και απελπίζομαι.

Για τους Ανατολικούς Πατέρες τής Εκκλησίας (Μάξιμο Ομολογητή, Ιωάννη Δαμασκηνό, Αντώνιο Μοναχό κ.ά.), που συνδέουν την αθυμία με τη λύπη και την ακηδία, η εν μέτρω αθυμία είναι δοσμένη από τον Θεό στην ανθρώπινη φύση (Ιω. Χρυσ., MPG 63, 685), όταν διαπράττουμε αμαρτία (MPG 47, 491), για να μας σμιλεύει τον χαρακτήρα (MPG 52, 596-597) και να μας διατηρεί σε πνευματική εγρήγορση. Εντούτοις, κατά τον ιερό Χρυσόστομο, η αθυμία πολλές φορές προέρχεται από τον κόρο, σχετιζόμενη έτσι με την ανία.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Τσιτσίγκος Σ. Κ., «Αθυμία», τ. Α’, σ. 394, Αρτέμη Ε. Α., «Η ευθυμία στη σκέψη τού ιερού Χρυσοστόμου και οι τρόποι αποφυγής τής αθυμίας», ΚΟΙΝΩΝΙΑ 2 (2003) 169-177· Παπαδόπουλος Ν. Γ., Λεξικό τής Ψυχολογίας, Αθήνα 2005· Τσιτσίγκος Σ. Κ., Η ψυχή τού ανθρώπου κατά τον ιερό Χρυσόστομο, Αθήνα 2000.

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Κωστόπουλος, Κύριλλος, Αρχ., Δρ., (5 Μαΐου 2023). «Η αθυμία και η θεραπεία της». Πεμπτουσία. Ανακτήθηκε στις 7 Μαΐου 2023.