Το αντιζωδιακό φως (διεθνώς Gegenschein, από τον γερμανικό όρο) στην Αστρονομία είναι ένα αμυδρό διάχυτο φως που αυξάνει ελαφρώς την επιφανειακή λαμπρότητα του νυκτερινού ουρανού κατά την κατεύθυνση αντίθετα από τον Ήλιο. Το αντιζωδιακό, όπως και το ζωδιακό φως, είναι λαμπρότερο κοντά στο επίπεδο της Εκλειπτικής και προέρχεται από παρόμοια αιτία. Ανακαλυφθηκε το 1854 από τον Δανό αστρονόμο Τέοντορ Μπρόρσεν. Ονομάζεται επίσης ανθηλιακό φως, από την κατεύθυνση προς την οποία παρατηρείται.

Το αντιζωδιακό φως πάνω από το αστεροσκοπείο Παρανάλ.

Παρατήρηση Επεξεργασία

Το αντιζωδιακό φως δεν είναι τόσο έντονο όσο το ζωδιακό. Στην πραγματικότητα, είναι τόσο αμυδρό, ώστε είναι αδύνατη η παρατήρησή του αν υπάρχει σεληνόφως ή φώτα πόλεων,ή εάν συγχέεται με τον Γαλαξία. Εμφανίζεται ως μία ωοειδής περιοχή λιγότερο «μαύρη» από τον νυκτερινό ουρανό, με πλάτος λίγες μοίρες και μήκος 10° ως 15° κατά μήκος της εκλειπτικής.

Εξήγηση Επεξεργασία

Παρόμοια με το ζωδιακό φως, το αντιζωδιακό είναι στην πραγματικότητα ηλιακό φως που ανακλάται από τα σωματίδια της διαπλανητικής σκόνης, παρομοίως εξωτερικά από την τροχιά της Γης.

Τα σωματίδια αυτά δεν είναι τόσο πολλά σε μεγαλύτερες ηλιοκεντρικές αποστάσεις, ούτε το φως του Ήλιου είναι στην περιοχή τους τόσο έντονο, και για τους λόγους αυτούς το αντιζωδιακό φως δεν είναι τόσο έντονο όσο το ζωδιακό. Ωστόσο, ενισχύεται επειδή 1) ο κάθε κόκκος σκόνης δείχνει τη φωτισμένη πλευρά του προς τη Γη και 2) η οπισθοσκέδαση του φωτός οδηγεί σε ενισχυτική συμβολή του.

Δείτε επίσης Επεξεργασία

Εξωτερικοί σύνδεσμοι Επεξεργασία