Ο αττικισμός ως φαινόμενο ξεκίνησε από Ρωμαίους και Έλληνες λογίους και δασκάλους του 1ου αι. π.Χ.[1] οι οποίοι θεωρούσαν πως η καθομιλουμένη ελληνιστική κοινή της εποχής αποτελούσε παρηκμασμένη και εκβαρβαρισμένη μορφή της αττικής διαλέκτου και μη μπορώντας να αποδώσει ικανοποιητικά τον πνευματικό λόγο έπρεπε να αποφεύγεται η χρήση της.[2] Το ρεύμα του αττικισμού ενισχύθηκε και διαδόθηκε με αποτέλεσμα να κυκλοφορήσουν και εγχειρίδια με οδηγίες για τη ορθή χρήση της Αττικής. Ένα τέτοιο γράφτηκε και από τον γραμματικό Φρύνιχο, λεξικογράφο της ρωμαϊκής εποχής.[3]

(δείτε επίσης: Ελληνικό αλφάβητο)
Πρωτοελληνική (περ. 3000 π.Χ.)
Μυκηναϊκή (περ. 1600–1200 π.Χ.)
Ομηρική (περ. 1200–800 π.Χ.)
Αρχαία ελληνική (περ. 800–300 π.Χ.)
Διάλεκτοι:
Αιολική, Αρκαδοκυπριακή,
ΑττικήΙωνική, Δωρική, Παμφυλιακή, Ομηρική
Μακεδονική

Ελληνιστική Κοινή (περ. από 330 π.Χ. ως 700)


Ιδιώματα: Ασιανισμός, Αττικισμός


Μεσαιωνική ελληνική (περ. 700–1700)
Νέα ελληνική γλώσσα (από το 1700)
Ιδιώματα: Δημοτική, Καθαρεύουσα, Αττικισμός
Διάλεκτοι:
Καππαδοκική, Κατωιταλική , Κρητική, Κυπριακή, Ποντιακή, Ρωμανιώτικη, Τσακωνική

Άλλες μορφές (από 19ο/20ό αιώνα)
Ελληνικός κώδικας Μπράιγ,
Ελληνική νοηματική γλώσσα,
Κώδικας Μορς

Με αρχικό έναυσμα την αντίθεση τους στο λογοτεχνικό και ρητορικό φαινόμενο του ασιανισμού, οι αττικιστές επέκτειναν την αντίθεση τους στο σύνολο της ελληνιστικής κοινής και εισήγαγαν συνειδητά τη διγλωσσία στον ελληνικό κόσμο, καθώς επέβαλαν μια απομίμηση της κλασικής Αττικής, η οποία αντιπαρατέθηκε με την ήδη κυρίαρχη δημώδη προφορική, τη ζωντανή γλώσσα της εποχής τους.[4] Μεγάλες ομοιότητες παρουσιάζει το φαινόμενο με την επινόηση και σταδιακή εγκαθίδρυση της καθαρεύουσας τον 18ο αιώνα από τον Αδαμάντιο Κοραή ως ενδιάμεσης επιλογής μεταξύ των αρχαϊστών (ελλ.κοινή και αττικιστές της περιόδου) και των δημοτικιστών τον 19ο αιώνα, και στη συνέχεια στο γλωσσικό ζήτημα που ξέσπασε στις αρχές του 19ου αιώνα και αποτέλεσε σημαντική ιδιομορφία της ελληνικής κοινωνίας.

Μετά τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου, το κράτος των Μακεδόνων βασιλέων του υιοθέτησε την αττική διάλεκτο για τις διοικητικές, εμπορικές και διπλωματικές του ανάγκες. Η αττική διάλεκτος διαμορφώνεται σταδιακά σε νέα μορφή ελληνικής γλώσσας, την Ελληνιστική ή Κοινή, η οποία καθόρισε αργότερα τη γλώσσα των μεσαιωνικών χρόνων και τη νεοελληνική γλώσσα.

Οι κοσμοϊστορικές πολιτικές αλλαγές, η επικράτηση νέας θρησκείας, η αλλαγή δημόσιας-ιδιωτικής ζωής και η μεταβολή νοοτροπίας ανθρώπων υπήρξαν οι κύριες αιτίες διαμόρφωσης της Κοινής, που υπέστη αλλοιώσεις τόσο στη φωνητική όσο και στη μορφολογία, τη σύνταξη και το λεξιλόγιο. Αργότερα, οι Αλεξανδρινοί γραμματικοί επινόησαν τους τόνους και, πιστεύοντας ότι με τη χρήση της Αττικής θα συνεχιζόταν η παράδοση στη συγγραφή έργων ανάλογων της κλασικής περιόδου, δίδαξαν τον αττικισμό, με αποτέλεσμα τη στροφή λογίων προς ένα τεχνητό γραπτό ιδίωμα, τη διγλωσσία και την επικράτηση του άκαμπτου αρχαϊσμού μεταγενέστερα.

Ενώ, αρχικά, για τη γραπτή και προφορική μετάδοση της διδασκαλίας του Χριστιανισμού χρησιμοποιήθηκε η Κοινή, στην οποία άλλωστε γράφτηκαν και η Παλαιά και Καινή Διαθήκη, αργότερα οι Τρεις Ιεράρχες χρησιμοποίησαν τον αττικισμό στον επίσημο εκκλησιαστικό λόγο ως προσπάθεια συμφιλίωσης και εξοικείωσης με την ελληνική παιδεία,[5] αλλά και ως μέσο έκφρασης των ανώτερων τάξεων που εισχωρούσαν αθρόα στη νέα θρησκεία.[6] Στη συνέχεια, κατά τους Βυζαντινούς χρόνους η διγλωσσία, μεταξύ γραπτής-ομιλούμενης, αττικής–κοινής συνετέλεσε στη χωριστή εξέλιξη των γλωσσικών μορφωμάτων. Ο μεν γραπτός λόγος οδηγήθηκε σε μία προοδευτική στρυφνότητα στη σύνταξη, ο δε προφορικός, ξέφρενος, απλοποιήθηκε φωνητικά και μορφοσυντακτικά, ενώ συγχρόνως εισήχθησαν νέες λέξεις δάνειες εξαιτίας του εκχριστιανισμού διαφόρων λαών. Προς το τέλος αυτής της ιστορικής περιόδου, σε αντίθεση με την αρχή της, υπάρχουν περισσότερες πηγές λόγω γραπτών λογοτεχνικών κειμένων στη δημώδη και σε μια νέα ελληνική γλώσσα που διαμορφώθηκε σταδιακά και εξαπλώθηκε στο μεγαλύτερο τμήμα της επικράτειας του ελληνικού «θέματος».[7]

Παραπομπές και σημειώσεις Επεξεργασία

  1. Κοπιδάκης, Μ.Ζ. (2015). Ασιανισμός, Ιστορία της ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο. σελ. 112-114. ISBN 978-960-250-435-5 Check |isbn= value: checksum (βοήθεια). 
  2. Τσαντσάνογλου Κ., 2000, «Αττικισμός και Αντιαττικισμός» στο Μ.Ζ. Κοπιδάκης (επιμ.) Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας, Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο, Αθήνα, 115.
  3. Τσαντσάνογλου Κ., 2000, «Αττικιστικά λεξικά» στο Μ.Ζ. Κοπιδάκης (επιμ.) Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας, Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο, Αθήνα, 117.
  4. Browning, R., 1972, Η ελληνική γλώσσα, μεσαιωνική και νέα, Παπαδήμας, Αθήνα, 69.
  5. Δετοράκης Θ., «Η Γλώσσα των Πατέρων της Εκκλησίας» στο Μ.Ζ. Κοπιδάκης (επιμ.) Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας, Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο, Αθήνα, 120.
  6. Κορδάτος Γ., 1943, Ιστορία του Γλωσσικού μας Ζητήματος, Γ. Λουκάτος, Αθήνα, 14.
  7. Με τον όρο θέμα εννοείται η βυζαντινή επαρχία.

Βιβλιογραφία Επεξεργασία

  • Browning, R., Η ελληνική γλώσσα, μεσαιωνική και νέα, Παπαδήμας, Αθήνα: 1972.
  • Κοπιδάκης Μ.Ζ. (επιμ.), Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας, Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο, Αθήνα.
  • Κορδάτος Γ., Ιστορία του Γλωσσικού μας Ζητήματος, Γ. Λουκάτος, Αθήνα: 1943.

Δείτε επίσης Επεξεργασία