Η αυτοκινητάμαξα[1] (παλιότερα γνωστή και ως ωτομοτρίς, από τη γαλλική λέξη automotrice)[2] είναι σιδηροδρομικό όχημα, τρένο το οποίο διαθέτει δικές του μηχανές, λόγω βάρους & όγκου οχήματος σπάνια εγκαθίστανται μία μηχανή (συνήθως πάνω από 2 μηχανές, ανάλογα και το πόσα οχήματα αποτελούν ένα συρμό) αλλά ταυτοχρόνως είναι και επιβατικό.

Συνήθως, οι αυτοκινητάμαξες χρησιμοποιούνται για μεσαίες αποστάσεις-διαδρομές στα περίχωρα των πόλεων ή διαδρομές σε στενούς δρόμους εντός αυτών,[3] όπως οι προαστιακές και οι μητροπολιτικές. Αλλά πολλές φορές εκτελούν και δρομολόγια InterCity. Η μηχανή μιας αυτοκινητάμαξας μπορεί να χρησιμοποιεί για την κίνησή της ηλεκτρική ενέργεια (E.Μ.U.) δηλαδή με ηλεκτροκινητήρες & μετατροπείς (κυρίως), ή κινητήρες εσωτερικής καύσης πετρελαίου (ντίζελ) (D.M.U), ενώ παλιότερα λειτουργούσαν και με ατμό.[3] Διαφέρει από την κλασική αμαξοστοιχία στο ότι διαθέτει μηχανή μαζί με τα βαγόνια των επιβατών και στην αρχή και στο τέλος της (για αντίθετη πορεία), ενώ η αμαξοστοιχία έχει μια μηχανή έλξης (ηλεκτράμαξα ή ντιζελάμαξα) που έλκει ή ωθεί τα βαγόνια, που χωρίζονται σε επιβατάμαξες (επιβατικές αμαξοστοιχίες) ή φορτάμαξες (για εμπορικά δρομολόγια)

Σημειώσεις - παραπομπές Επεξεργασία


  1. Το σιδηροδρομικό όχημα («άμαξα») που κινείται μόνο του, με δική του μηχανή. Η λέξη προέρχεται από το περιφραστικό «αυτοκίνητος άμαξα»· Δ(ημοσθένης). Πρωτ(οπαπαδάκης). (1927). «αυτοκίνητος -ος -ον. (Σιδηρ.)—Αυτοκίνηται άμαξαι». Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν. Β΄. Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Ελευθερουδάκη. σελ. 710.  Η λέξη χρησιμοποιείται και με άλλη σημασία, στις οδικές μεταφορές, για τα ειδικά, αυτοκινητοφόρα φορτηγά, όπως και τα ρυμουλκούμενα οχήματα φόρτωσης και μεταφοράς αυτοκινήτων· «Αυτοκινητάμαξα». Τροχοί & TIR. (Μηνιαίο περιοδικό για τα επαγγελματικά οχήματα, τις οδικές μεταφορές και τα logistics). Ανακτήθηκε στις 3 Μαΐου 2017. 
  2. Το επίθετο «automoteure, trice» αποδιδόταν στα ελληνικά ως ο/η «αυτοκίνητος», δηλ. ο/η αυτοκινούμενος. Βλ. Ηπίτης, Αντώνιος Θ. (1911). Λεξικόν γαλλοελληνικόν. 1. Αθήνα: Εκ του τυπογραφείου Π.Α. Πετράκου. σελ. 202. 
  3. 3,0 3,1 Δ. Πρωτ(οπαπαδάκης) (1927).