Ο Βάλτερ Άμελουνγκ (γερμανικά: WalterWalther) Oskar Ernst Amelung, 1865-1927) υπήρξε Γερμανός κλασικός αρχαιολόγος.

Βάλτερ Άμελουνγκ
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Walter Amelung (Γερμανικά)
Γέννηση15  Οκτωβρίου 1865[1][2][3]
Στσέτσιν[4]
Θάνατος12  Σεπτεμβρίου 1927[1][2][3]
Μπαντ Νάουχαϊμ[5]
Τόπος ταφήςΠροτεσταντικό Κοιμητήριο
Χώρα πολιτογράφησηςΓερμανία
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΓερμανικά[6]
Εκπαίδευσηδιδακτορικό δίπλωμα
ΣπουδέςΠανεπιστήμιο του Τύμπιγκεν
Πανεπιστήμιο της Λειψίας
Πανεπιστήμιο του Μονάχου
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταανθρωπολόγος
ιστορικός της τέχνης[7]
αρχαιολόγος
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Βιογραφία Επεξεργασία

Γεννήθηκε στις 15 Οκτωβρίου 1865 στο Στσέτσιν. Οι γονείς του ήταν σπουδαίοι ηθοποιοί. Σπούδασε από το 1884 ως το 1888 κλασική αρχαιολογία στα Πανεπιστήμια του Τύμπινγκεν, Λειψίας και Μονάχου, όπου και αναγορεύτηκε διδάκτωρ το 1888. Αρχικά εργάστηκε μέχρι το 1890 ως ηθοποιός στο Μόναχο και Βερολίνο. Μετά στράφηκε αποκλειστικά στην αρχαιολογία και περιηγήθηκε από το 1891 ως το 1893 τη Μεσόγειο. Το 1895 εγκαταστάθηκε στη Ρώμη ως υπάλληλος και διευθυντής του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου.

Απεβίωσε στις 12 Σεπτεμβρίου 1927 στο Μπαντ Νάουχαϊμ και ενταφιάστηκε στη Ρώμη.

Εργογραφία Επεξεργασία

Συνέταξε σειρά εκδόσεων περί αρχαίων γλυπτών, πολλούς αρχαιολογικούς οδηγούς μουσείων, ενώ είχε σημαντική συμβολή στην αναστήλωση πολλών αρχαίων αγαλμάτων. Μετέφρασε επίσης πολλά αρχαία ελληνικά και λατινικά έργα.

Παραπομπές Επεξεργασία

Πηγές Επεξεργασία

  • Hans Diepolder: Amelung, Walther Oskar Ernst. In: Neue Deutsche Biographie (NDB). Band 1, Duncker & Humblot, Berlin 1953, S. 245 f.
  • Reinhard Lullies: Amelung, Walther. In: Reinhard Lullies, Wolfgang Schiering (Hrsg.): Archäologenbildnisse. Porträts und Kurzbiographien von Klassischen Archäologen deutscher Sprache. Mainz 1988, S. 160–161
  • William M. Calder III: Amelung, Walther. In: Nancy Thomson de Grummond (Hrsg.): Encyclopedia of the History of Classical Archaeology. Westport (Connecticut) 1996, S. 40–41