Στην ελληνική μυθολογία ο Γηρυόνης (από το ρήμα γηρύω = φωνάζω, σκούζω) ήταν ένας τρισώματος ή τρικέφαλος γίγαντας, γιος του Χρυσάωρα ή του θεού Ποσειδώνα και της Καλλιρρόης, κόρης του Ωκεανού. Και στις δύο εκδοχές, είναι εγγονός της Μέδουσας Γοργώς. Είναι επίσης γνωστός με τα ονόματα Γηρυονέας, Γηρυονεύς και Γηρυών.

Γηρυόνης
Ο Ηρακλής πολεμάει με τον Γηρυόνη. Αττικός αμφορέας μελανόμορφου ρυθμού στα 540 π.Χ.
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Γηρυών (Αρχαία Ελληνικά)
Πληροφορίες ασχολίας
Οικογένεια
ΤέκναΕρύθεια
ΓονείςΧρυσάωρ και Καλλιρρόη
Αξιώματα και βραβεύσεις
Αξίωμαβασιλιάς της ελληνικής μυθολογίας (Ερύθεια)
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο 10ος άθλος του Ηρακλή Επεξεργασία

Στην Βιβλιοθήκη Απολλόδωρου ο Ευρυσθέας έστειλε τον Ηρακλή στις Εσπερίδες για να εκτελέσει τον 10ο Άθλο, να του φέρει τα Βόδια του Γηρυόνη ή "Γηρυόνου βόες".[1] Το νησί ονομαζόταν Ερύθεια, βρισκόταν στην ομιχλώδη Δύση, στα πέρατα του Ωκεανού. Είχε πλούσια κοπάδια βοδιών, που τα έβοσκε ο Ευρυτίων και ο δικέφαλος σκύλος Όρθρος ή Όρθος, κοντά στο μέρος όπου ο Μενοίτιος έβοσκε τα κοπάδια του Άδη. Οι αρχαίοι προσπάθησαν να ερμηνεύσουν ποικιλότροπα τον μύθο του τρισώματου Γηρυόνη, λέγοντας ότι στην πραγματικότητα ήταν οι τρεις γιοί του Χρυσάορα, που εξεστράτευσαν κατά του Ηρακλή, είτε ότι ο Γηρυόνης εκφράζει τις τρεις χρονικές κατηγορίες (παρελθόν - παρόν - μέλλον). Επιστημονικότερος, ο Θουκυδίδης ερμηνεύει τον μύθο ως ανάμνηση της παλαιότερης εποχής, κατά την οποία οι ληστείες ήταν συχνές, αλλά δεν θεωρούνταν επίμεμπτη πράξη. Ο Παλαίφατος, στο βιβλίο του "Περί Απίστων", αναφέρει πως ο Γηρυόνης καταγόταν από την πόλη Τρικαρηνία (κάρα = κρανίο) κι έτσι από παρανόηση, όταν αναφέρονταν στον Γηρυόνη τον Τρικάρηνο, νόμιζαν πως είχε τρία κεφάλια.

Την εποχή που διέσχιζε την έρημο Λίμπου είχε καεί από την υπερβολική ζέστη, από την οργή του έριξε ένα βέλος στον Ήλιο. Ο θεός "θαύμασε το θάρρος του" και το έδωσε ένα μαγικό χρυσό κύπελλο το οποίο τον καθοδηγούσε την νύχτα στην πλεύση του πέρα από την θάλασσα. Με την βοήθεια του κυπέλλου έφτασε στην Ερυθήια ένα νησί στο οποίο επικρατούσε η Μελανόμορφη αγγειογραφία, σε μαγική λογοτεχνική φράση ήταν το "κόκκινο νησί" του ηλιοβασιλέματος. Με την άφιξη του στην Ερυθήια ο Ηρακλής έπρεπε να αντιμετωπίσει τον θηριώδη δικέφαλο σκύλο του Γηρυόνη τον Όρθρο, τον θανάτωσε με ένα γερό χτύπημα με ένα ρόπαλο που είχε κατασκευάσει από ελιά. Ο βοσκός Ευρυθίων κατέφτασε και αυτός να αντιμετωπίσει τον Ηρακλή αλλά είχε την ίδια τύχη. Μόλις άκουσε ο γιγαντιαίος Γηρυόνης ότι ο Ηρακλής ήρθε στο νησί βγήκε να τον σκοτώσει, άρχισε την πάλη μαζί του κρατώντες τρεις ασπίδες, τρία δόρατα και φορούσε τρεις περικεφαλαίες. Η πάλη του Ηρακλή με τον Γηρυόνη απεικονιζόταν κατά τον Παυσανία στη Λάρνακα του Κυψέλου στην Ολυμπία. Επίσης, η πάλη αυτή παριστανόταν στη μετόπη του «θησαυρού» των Αθηναίων στους Δελφούς, στη Μετόπη του ναού του Δία στην Ολυμπία, στις δύο μετόπες του ναού του Ηφαίστου στην Αθήνα (το γνωστό «Θησείο»), σε πολλά αρχαϊκά αγγεία, ιδίως Χαλκιδικά, καθώς και σε Αττικά μελανόμορφα και ερυθρόμορφα αγγεία. Από τα μελανόμορφα το πιο αξιόλογο θεωρείται ο Αμφορέας του Εξηκία (σήμερα στο Λούβρο), ενώ από τα ερυθρόμορφα η κύλιξ του Ευφρονίου. Την ώρα που καταδίωκε τον Ηρακλή ο Γηρυόνης, δέχτηκε στο πρόσωπο ένα βέλος με δηλητηριώδες αίμα από την Λερναία Ύδρα και τότε ο γίγαντας "έγειρε το πρόσωπο, έριξε τα βλέφαρα και έπεσε νεκρός".

Η επιστροφή του Ηρακλή από την Ιταλία Επεξεργασία

Ο Ηρακλής πήρε τα βόδια για να τα μεταφέρει στον Ευρυσθέα, ενώ περνούσε από την Ιταλία, στον Αβεντίνο λόφο ο κακούργος Κάκος έκλεψε μερικά από τα βόδια την ώρα που ο Ηρακλής κοιμόταν. Ο Κάκος χρησιμοποίησε ένα τέχνασμα με το οποίο τα βόδια βάδισαν προς τα πίσω χωρίς να αφήσουν ίχνη. Ο Ηρακλής πήρε με τα υπόλοιπα βόδια τον δρόμο της επιστροφής για τον Ευρυσθέα, πέρασε τυχαία από την σπηλιά που ο Κάκος είχε τα κλεμμένα βόδια τα οποία με κραυγές άρχισαν να αναγνωρίζονται μεταξύ τους. Η αδελφή του Κάκου Κάκα είπε στον ήρωα που βρισκόταν ο αδελφός της, ο Ηρακλής τον σκότωσε και ίδρυσε στον ίδιο τόπο το Φόρουμ Μποάριουμ που θα γίνει η κεντρική αγορά βοοειδών στην Αρχαία Ρώμη. Η Ήρα που μισούσε τον ήρωα προσπάθησε με κάθε τρόπο να εμποδίσει την επιστροφή του, έστειλε μύγες που βασάνιζαν τα ζώα και τα ανάγκασαν να διασκορπιστούν, ο Ηρακλής έτρεξε και τα μάζεψε. Η Ήρα στην συνέχεια ανύψωσε την στάθμη του ποταμού ώστε να μην μπορούν να περάσουν τα βόδια και να πνιγούν, ο Ηρακλής έριξε βράχους για να ανεβάσει την στάθμη της ξηράς, με αυτόν τον τρόπο τα βοοειδή πέρασαν σώα. Ο Ηρακλής αφού ξεπέρασε τις παγίδες της Ήρας έφτασε στον Ευρυσθέα, εκεί θυσίασαν τα βόδια στην Ήρα για να την εξευμενίσουν. Στην Αινειάδα ο Βιργίλιος σχετίζει τον τρίψυχο Εβούλους, βασιλιά της Πραίνεστος με τον Γηρυόνη, αποθανατίζει την νίκη του Ηρακλή στο Βιβλίο 8.[2] Η Σαρκοφάγος του Ηρακλή στην Ρώμη παρουσιάζει και την τρικέφαλο παράσταση του Γηρυόνη.[3]

Ο ποιητής Στησίχορος έγραψε τον 6ο αιώνα π.Χ. το ποίημα του "Γηρυονηΐς", σε αυτό στηρίχθηκε αργότερα ο Απολλόδωρος στην Βιβλιοθήκη, γίνεται εκεί η πρώτη καταγραφή της πόλεως Ταρτησσός. Ο Πάπυρος που βρέθηκε στην Οξύρρυγχο δείχνει ότι ο Στησίχορος πρόσθεσε έναν νέο χαρακτήρα τους "Μενουάτες" που αναφέρονται στην κλοπή των βοών του Γηρυόνη.[4] Η Καλλιρρόη παρακαλούσε τον γιο της Γηρυόνη να αποφύγει την πάλη με τον Ηρακλή επειδή δεν ήταν αθάνατος και μπορούσε να σκοτωθεί. Στο Συμβούλιο των θεών που ακολούθησε η Αθηνά προειδοποίησε τον Ποσειδώνα ότι θα προστατέψει τον Ηρακλή από τον εγγονό του Γηρυόνη. Ο Ντένις Πέιτζ σημειώνει ότι η μεγάλη έξαρση που παρατηρήθηκε τον 6ο αιώνα π.Χ. στις αγγειογραφικές παραστάσεις του Γηρυόνη οφείλονται στο ποίημα του Στησίχορου. Ο Παυσανίας στο έργο του "Ελλάδος περιήγησις" αναφέρει ότι ο Γηρυόνης είχε μιά κόρη την Ερύθεια η οποία είχε αποκτήσει με τον θεό Ερμή έναν γιο τον Νώρακα, ιδρυτή της πόλης Νώρα στην Σαρδηνία.

Πολιτιστικές αναπαραστάσεις Επεξεργασία

Ο Στησίχορος έγραψε ένα άσμα για τον Γηρυόνη, το «Γηρυονηίς», σπαράγματα του οποίου διασώθηκαν σε Πάπυρο της Οξυρρύγχου.

Ο Γηρυόνης ταυτοποιείται μερικές φορές ως χθόνιος δαίμονας του θανάτου, κυρίως εξαιτίας του συνειρμού με την ακραία δυτική κατεύθυνση. Στη «Θεία Κωμωδία» του Δάντη, ο Γηρυόνης εμφανίζεται ως φτερωτό θηρίο με ουρά σκορπιού αλλά με το πρόσωπο ενός τίμιου ανθρώπου, να κατοικεί στην πλαγιά ανάμεσα στον έβδομο και τον όγδοο κύκλο της Κολάσεως (οι κύκλοι της βίας και της απάτης, αντιστοίχως).

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Βιβλιοθήκη Απολλόδωρου, 2.5.10
  2. P.T. Eden, A Commentary on Virgil: Aeneid VII (Brill, 1975), σ. 155
  3. Asger Jorn, Volume II of the Bibliotehéque Alexandrie, published by the Scandinavian Institute of Comparative Vandalism, 1964, σ. 198
  4. Denys Page 1973:138-154

Βιβλιογραφία Επεξεργασία

Αρχαία Μυθολογία Επεξεργασία

Ο Γηρυόνης στο έργο του Δάντη Επεξεργασία

  • Ausonio De Wit: Il Gerione di Dante. In: L'Alighieri 4 (1893), S. 199-204
  • F. Cipolla: Il Gerione di Dante. In: Atti del Reale Istituto Veneto di Scienze Lettere ed Arti, serie VII, tomo 53 (1894-95), S. 706-710
  • A. C. Chrisholm: The Prototype of Dante's Geryon. In: Modern Language Review 24,4 (1929), S. 451-454
  • Hermann Gmelin: Dante Alighieri, Die Göttliche Komödie, Band IV, Ernst Klett, Stuttgart, 1954, S. 269-270
  • John Block Friedman: Antichrist and the Iconography of Dante's Geryon. In: Journal of the Warburg and Courtauld Institutes 35 (1972), S. 108-122
  • M. Bregoli Russo: Per la figura di Gerione. In: L'Alighieri 18,2 (1977), S. 51-52
  • Dante Nardo: Gerione da Virgilio a Dante. In: Paideia 39 (1984), S. 161ff.
  • M.M. Davies, “Stesichoros' Geryoneis and its folk-tale origins”. Classical quarterly NS 38, 1988, 277–290.
  • Anne Carson, Autobiography of Red. New York: Vintage Books, 1998. A modern retelling of Stesichoros' fragments.
  • P. Curtis: Steschoros's Geryoneis, Brill, 2011.