Διπλός σηστέρτιος
Ο διπλός σηστέρτιος ήταν μεγάλο νόμισμα, φτιαγμένο από ορείχαλκο ή μπρούντζο, που εκδόθηκε πρώτα από τον Δέκιο (βασ. 259-251) ως απάντηση στις πληθωριστικές πιέσεις της εποχής, που είχαν υποτιμήσει την αγοραστική δύναμη του συμβατικού σηστέρτιου. Στην πραγματικότητα το νέο νόμισμα ήταν λίγο μεγαλύτερο από τον παραδοσιακό σηστέρτιο, ο οποίος κατασκευαζόταν σε μικρότερο βάρος και μέγεθος από ό,τι είχε αρχικά και δεν είχε επιτυχία. Το νέο νόμισμα εξέπεσε από τη χρήση.
Αναβίωσε από τον σφετεριστή Πόστουμο (259-268), που απέσπασε τη Βρετανία, τη Γαλατία και τμήματα της Γερμανίας από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και κυβερνούσε την επικράτεια αυτή ως αυτοκράτορας. Ο Πόστουμος θέλησε να συνδέσει την εξουσία του με μία νομισματική μεταρρύθμιση. Εξέδωσε τη δική του εκδοχή του διπλού σηστέρτιου, παίρνοντας συχνά πολύ παλαιούς, φθαρμένους σηστέρτιους και χρησιμοποιώντας τους για να χτυπήσει επάνω το δικό του πορτραίτο και τις επιγραφές του, ίσως λόγω έλλειψης μετάλλου. Έπειτα από τη βασιλεία του, το Ρωμαϊκό νομισματικό σύστημα εκφυλίστηκε περαιτέρω, με σχεδόν τα μόνα κυκλοφορούντα κομμάτια να είναι πολύ υποτιμημένα νομίσματα διπλού δηνάριου, γνωστά σε εμάς ως αντωνινιανοί ή ακτινωτά, από την παράσταση ενός ακτινωτού στέμματος στο κεφάλι του Αυτοκράτορα.
Παράδειγμα είναι ο διπλός σηστέρτιος του Πόστουμου, διαμ. 34 χλστ. Το ακτινωτό στέμμα είναι ένδειξη διπλής αξίας. Το νόμισμα έγινε ξαναχτυπώντας έναν παλαιό σηστέρτιο, μάλλον του 1ου αι. Το νέο σχέδιο είναι μικρότερο από το παλιό και υπάρχουν ίχνη της αρχικής επιγραφής.
Παλαιότερα νομίσματα, όπως οι σηστέρτιοι, σύντομα έμειναν εντελώς εκτός χρήσης, με πολλά να έχουν υποστεί τήξη προκειμένου να δημιουργηθουν νέα ακτινωτά. Μέχρι τον 5ο αι. ακόμη και αυτά είχαν σταματήσει και έπρεπε να δημιουργηθεί ένα εντελώς νέο σύστημα νομισμάτων.
Πηγές
Επεξεργασία- Caley, Earle Radcliffe (1964). Orichalcum and Related Ancient Alloys: Origin, Composition, and Manufacture: With Special Reference to the Coinage of the Roman Empire, Issues 151-154 Front Cover. American Numismatic Society. pp. 2, 92, 105.