Στα οικονομικά, ο όρος δυνητικό προϊόν αναφέρεται στο επίπεδο εκείνο του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος το οποίο η εγχώρια οικονομία δύναται να παράγει σε μακροχρόνια βάση χωρίς αύξηση του πληθωρισμού. Όταν το ΑΕΠ υπερβαίνει το δυνητικό προϊόν τότε η συνολική ζήτηση γίνεται μεγαλύτερη της συνολικής προσφοράς και το επίπεδο των τιμών τείνει να αυξάνεται, δηλαδή εμφανίζεται αυξανόμενος πληθωρισμός. Αντίστροφα, όταν το ΑΕΠ υπολείπεται του δυνητικού προϊόντος τότε οι παραγωγοί μειώνουν τις τιμές ώστε να μπορέσουν να πουλήσουν τις υπερβάλλουσες ποσότητες προϊόντων και υπηρεσιών που αντιστοιχούν στην παραγωγική τους δυναμικότητα. Δηλαδή έχουμε μειούμενο πληθωρισμό.

Όταν η οικονομία ισορροπεί στο επίπεδο δυνητικού προϊόντος τότε, εξ ορισμού, βρίσκεται στο λεγόμενο επίπεδο «πλήρους απασχόλησης». Ωστόσο υπάρχει γενικά ασυμφωνία μεταξύ των οικονομολόγων ως προς τα ακριβή ποσοστά ανεργίας που αντιστοιχούν στο πραγματικό επίπεδο «πλήρους απασχόλησης» κάθε οικονομίας και πως ακριβώς προσδιορίζεται πρακτικά αυτό το ποσοστό ανεργίας.

Το δυνητικό προϊόν αντιστοιχεί θεωρητικά σε μια μακροχρόνια «μόνιμη κατάσταση» σταθερότητας του παραγόμενου προϊόντος. Αποδεικνύεται ότι όταν το προσδοκώμενο ποσοστό πληθωρισμού είναι ίσο με το πραγματικό ποσοστό τότε το πραγματικό προϊόν Y ισούται με το δυνητικό προϊόν Y*.

Πηγές Επεξεργασία

  • R. Dornbusch, S. Fischer, Macroeconomics, 1990, ελληνική έκδοση σελ.629.