Κάθισμα της Παναγίας ή Κάθισμα της Παναγιάς.

Αρχαίο χριστιανικό προσκύνημα καθοδόν από Ιερουσαλήμ προς Βηθλεέμ όπου κατά τη τοπική θρησκευτική παράδοση η Παρθένος Μαρία στάθμευσε για να αναπαυθεί. Αν και κανείς των Ευαγγελιστών δεν αναφέρει το γεγονός εν τούτοις το θρησκευτικό συναίσθημα πέριξ της παράδοσης αυτής, που όμως περιγράφεται στο απόκρυφο Ευαγγέλιο του Ιακώβου (Γ’ 17), ήταν τόσο ανεπτυγμένο που κάποια Πριγκίπισσα γνωστή με το όνομα «Ικελία», κατόπιν αδείας του Πατριάρχη Ιεροσολύμων Ιουβενάλιου, ανήγειρε το 451, κατ΄ άλλους πολύ νωρίτερα το 130, μέγα οκταγωνικό Ναό προς τιμή της Υπεραγίας Θεοτόκου, ο οποίος έφερε στο κέντρο αυτού την πέτρα «το κάθισμα» της κατά παράδοση ανάπαυσης της Παναγίας.

Περί του Ναού αυτού υπάρχουν άφθονες μαρτυρίες μεταξύ των οποίων οι:

  1. Στο βίο του Αγίου Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχου που παρέμεινε στο πέριξ του Ναού Μοναστήρι (Σιναΐτου Συμεώνος του Μεταφραστού) περί το 475.
  2. Στο κείμενο του προσκυνητή Θεοδοσίου το 530.
  3. Στην εξιστόρηση του Ρώσου προσκυνητή Δανιήλ περί το 1115 στο οποίο γίνεται λόγος για ερείπια του Ναού, η καταστροφή του οποίου τοποθετείται περί τον 8ο αιώνα.

Στο Ναό αυτό φέρεται να τελούταν στην αρχή η εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στις 15 Αυγούστου και αργότερα δύο ακόμη επίσημες εορτές στις 13 Αυγούστου και την 2α ή 3η Δεκεμβρίου (πιθανώς εορτή των Εισοδίων της Θεοτόκου που συμπίπτει σήμερα με το παλαιό ημερολόγιο). Μάλιστα η Ικελία φέρεται να είχε καθιερώσει και τελετή λαμπαδηφορίας.

Από τότε η παράδοση αυτή διεσώθη μέχρι σήμερα, προφορικά μεν με την υπόδειξη του χώρου και με πρόσθετες εκδοχές ότι εκεί στάθμευσαν και οι τρεις Μάγοι, αλλά και τελετουργικά καθότι ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων οδεύοντας την παραμονή των Χριστουγέννων προς την Βηθλεέμ για την τέλεση της κατ΄ έτος πανήγυρης σε αυτό το χώρο σταθμεύει για να αναπαυθεί (όπως αναφέρεται σε πλείστες περιγραφές ανά τους αιώνες αλλά και σε επίσημα συγγράμματα παλαιών προσκυνητών).

Τη παράδοση αυτή με τον προσδιορισμό περίπου της ακριβούς θέσεως του ιστορικού αυτού Ναού ήλθε να επιβεβαιώσει και να αποκαλύψει η αρχαιολογική σκαπάνη που έφερε στο φως το αρχαίο αυτό προσκύνημα, που βρίσκεται εντός της κτηματικής περιουσίας του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων («Ιερού Κοινού του Παναγίου Τάφου»). Οι ανασκαφές αυτές άρχισαν το 1992 όπου μετά την αποκάλυψη μικρού μέρους των μωσαϊκών διακόπηκαν. Το καλοκαίρι του 1997 με την άδεια πλέον του Μακαριστού Πατριάρχη Ιεροσολύμων Διοδώρου Α', η Ισραηλινή Αρχαιολογική Αρχή ανέλαβε εκ νέου τις ανασκαφές του χώρου υπό την ευθύνη της αρχαιολόγου κ. Ρίνας Αβνέρ (ή Αβνάρ), οι οποίες απεκάλυψαν το «Κάθισμα» και ωραιότατα επιδάπεδα μωσαϊκά.

Το γεγονός αυτό θεωρήθηκε μεγάλης θρησκευτικής σημασίας στη χριστιανική κοινωνία, συνδυαζόμενο χρονικά με την παραμονή της δισχιλιετούς επετείου από της Γεννήσεως του Θεανθρώπου.