Ως νομικός όρος η καταγγελία σημαίνει τη μονομερή απευθυντέα δήλωση βούλησης, με την οποία τερματίζεται μια διαρκής έννομη σχέση, όπως συμβαίνει σε συμφωνία ή σύμβαση (π.χ. σύμβαση εργασίας, σύμβαση μίσθωσης). Με την καταγγελία επέρχεται λήξη της σύμβασης από το σημείο εκείνο (ex nunc) και η καταγγελία επενεργεί για το μέλλον, δεν επηρεάζεται το κύρος της σύμβασης μέχρι τότε. Η καταγγελία διακρίνεται έτσι από την υπαναχώρηση, η οποία ανατρέχει στο παρελθόν και καθιστά τη σύμβαση εξ υπαρχής (ex tunc) μη γενόμενη.

Η καταγγελία διακρίνεται σε τακτική και έκτακτη. Τακτική είναι η καταγγελία που γίνεται με την τήρηση ορισμένης προθεσμίας και συνήθως δε χρειάζεται ιδιαίτερο λόγο (αιτιολογία). Έκτακτη είναι η καταγγελία που γίνεται χωρίς την τήρηση προθεσμίας (ενεργεί άμεσα) και συνήθως επιτρέπεται μόνο για σπουδαίο λόγο. Οι προϋποθέσεις και ο τύπος (π.χ. έγγραφο) της καταγγελίας ορίζονται είτε στο νόμο είτε στην ίδια τη σύμβαση μεταξύ των μερών. Για να ισχύσει, θα πρέπει να περιέλθει στον αντισυμβαλλόμενο (απευθυντέα), είτε δικαστικά, είτε εξώδικα.

Ο όρος χρησιμοποιείται με το ίδιο περιεχόμενο και στο Διεθνές Δίκαιο ως «καταγγελία συνθήκης» και σημαίνει τη δήλωση Πολιτείας προς άλλη (ή άλλες) περί αποδέσμευσή της από τις απορρέουσες υποχρεώσεις της εκ της μεταξύ τους επί συγκεκριμένης συνθήκης

Στην καθημερινή γλώσσα καταγγελία σημαίνει η ανακοίνωση αξιόποινης πράξης στις Αρχές, (δικαστικές, αστυνομικές κ.λπ.), ή και προς το κοινό δια ζώσης φωνής, ή μέσω του τύπου, ή ραδιοφωνικών σταθμών, κάτι που στα νομικά ονομάζεται ανακοίνωση, αναφορά, όταν είναι συνηθέστερα προφορική και έγκληση, ή μήνυση ανάλογα με την περίπτωση που είναι συνηθέστερα γραπτή.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι Επεξεργασία