Με τον όρο κοκκίδωση δηλώνεται η τεχνική σύμφωνα με την οποία κατασκευάζονται μικροί κόκκοι χρυσού και επικολλούνται πάνω σε μια λεία επιφάνεια για λόγους καθαρά διακοσμητικούς. Χρησιμοποιείται στην αργυροχρυσοχοΐα και θεωρείται από τις δυσκολότερες τεχνικές στη χρήση των μετάλλων. Στον ελλαδικό χώρο η εν λόγω τεχνική πρωτοεμφανίζεται «δειλά» κατά την πρώιμη Εποχή του Σιδήρου (1100-700 π.Χ.) και επανακάμπτει δυναμικά τον 7ο π.Χ. αιώνα οπότε και χρησιμοποιείται κατά κόρον παράλληλα με την τεχνική της συρματερής.[εκκρεμεί παραπομπή] Χρησιμοποιείται έως σήμερα τόσο στην προκείμενη μορφή της όσο και σε άλλες εκφάνσεις, γνωστή ως «γκράνις».

Ετρουσκικό κόσμημα κατασκευασμένο με την τεχνική της κοκκίδωσης

Ιστορικά χαρακτηριστικά Επεξεργασία

Τη κοκκίδωση χρησιμοποίησαν για πρώτη φορά λαοί της Μεσοποταμίας γύρω στο 3000 π.Χ. Οι Ετρούσκοι ένας λαός, ο οποίος κατοικούσε στην Ιταλία πριν από τους Ρωμαίους και παραμένει ακόμη και σήμερα άγνωστος και μυστηριώδης, κατασκεύασε τα πιο γνωστά κοσμήματα με κοκκίδωση. Οι Ετρούσκοι κατόρθωσαν να σχεδιάζουν πάνω στη κεφαλή μιας καρφίτσας πουλιά και άλλα ζώα με κόκκους που είχαν διάμετρο λιγότερο από ένα χιλιοστό. Κοσμήματα αργυροχρυσοχοΐας καμωμένα με τη τεχνική της κοκκίδωσης βρίσκονται και σε άλλους πολιτισμούς και καταλαμβάνουν σημαντική θέση στην ιστορία της αργυροχρυσοχοΐας. Συναντούμε παρόμοια έργα τέχνης και στον μινωικό πολιτισμό με χαρακτηριστικό παράδειγμα εκείνο της μινωικής μέλισσας.

Ιστορικές διαφοροποιήσεις Επεξεργασία

Οι γειτονικοί λαοί της Μεσοποταμίας μη μπορώντας να βρουν τη τεχνική της κοκκίδωσης και να δημιουργήσουν έργα αξίας ίσης με τα πρωτότυπα, άρχισαν να μιμούνται με διάφορους τρόπους τα διακοσμητικά της αποτελέσματα. Το γεγονός όμως αυτό είχε ως αποτέλεσμα να βρεθούν πολύ γρήγορα πολλές παραπλήσιες τεχνικές που να δίνουν την ίδια εντύπωση με την κοκκίδωση και συγχρόνως να είναι πιο εύκολες. Για παράδειγμα έκαναν πάνω σε μία επιφάνεια ημικυκλικά εξογκώματα με σφυρηλάτηση ή κολλούσαν πάνω της κυλινδρικά νήματα με ημικυκλικές προεξοχές, όπως στη τεχνική του φιλιγκράν. Μέχρι σήμερα βρίσκουμε ελάχιστα κοσμήματα που κατασκευάστηκαν με τη τεχνική της κοκκίδωσης και αυτά ανήκουν κυρίως σε αρχαίους πολιτισμούς.

Τεχνοτροπία Επεξεργασία

Είναι μια τεχνική που απαιτεί απόλυτο οπτικό έλεγχο, αυτοσυγκέντρωση και μικροσκοπικά εργαλεία. Θεωρείται πως στην αρχαιότητα έφτιαχναν κόκκους χρυσού με τους εξής τρόπους:

  1. Μέσα σε ένα κοίλο αντικείμενο έριχναν πολλά μικρά ρινίσματα χρυσού μέσα σε πολλά στρώματα στάχτης και κάρβουνου. Έβαζαν το κοίλο αντικείμενο στη φωτιά και μόλις τα ρινίσματα χρυσού έφταναν στο σημείο τήξης έπαιρναν από μόνα τους σφαιρικό σχήμα. Στη συνέχεα ξεχώριζαν τους κόκκους ανάλογα με το μέγεθός τους και στη συνέχεια τις περνούσαν πάνω από πλάκες που είχαν τρύπες διαφορετικού μεγέθους.
  2. Έχυναν λιωμένο χρυσό από ύψος 50 περίπου εκατοστών πάνω σε μια λεία επιφάνεια,ίσως μαρμάρινη ή μέσα σε κρύο νερό. Ο χρυσός διαλύονταν αμέσως σε μικρούς κόκκους.

Τρόποι κόλλησης Επεξεργασία

Ένας τρόπος κόλλησης που πρέπει να χρησιμοποιήθηκε στην αρχαία περίοδο είναι το απλό στερέωμα κόκκων ή και άλλων διακοσμητικών μοτίβων πάνω στην επιφάνεια του χρυσού με απλό ρετσίνι. Στη συνεχεία ένα μικρό ζέσταμα της χρυσής επιφάνειας μετατρέπει τα συστατικά πίσσας που βρίσκονται μέσα στο ρετσίνι σε ένα είδος ανθεκτικής κόλλας.

Ένας άλλος πιθανός τρόπος κόλλησης των κόκκων βασίζεται πάνω στον χαλκό. Αν ζεσταμένος κόκκινος χαλκός ακουμπήσει τον χρυσό τότε στο σημείο που ακουμπάνε τα δύο μέταλλα και μόνο σ' εκείνο το σημείο ο χρυσός λιώνει στους 890 βαθμούς αντί στους 1.063. Έτσι αν τοποθετηθεί ζεσταμένος ο χαλκός πάνω στο σημείο οπού κολλάται ο κόκκος, θα λιώσει μόνο το σημείο ένωσης της επιφάνειας και του κόκκου χωρίς να λιώσει ο διπλανός ή άλλα σημεία του διακοσμημένου κοσμήματος.

Κατά γενικό κανόνα η τεχνοτροπία της κοκκίδωσης και οι επόμενες εμφανίσεις αυτής (φιλιγκράν) θεωρητικά είναι ευρέως διαδεδομένες ωστόσο τα αποτελέσματα της μεθόδου αυτής είναι σπάνια και ανήκουν σε εξειδικευμένους τεχνίτες και έμπειρους καλλιτέχνες.

Πηγές Επεξεργασία

Σχετική βιβλιογραφία Επεξεργασία

  • Guadalupi Gianni, Οι μεγάλοι θησαυροί του κόσμου, Η Καθημερινή.
  • Friedhelm Prayon, Οι Ετρούσκοι, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης.
  • Donald E. Strong, Παγκόσμιος Ιστορία Τέχνης, Χρυσός Τύπος.