Ο τίτλος του κουροπαλάτη ήταν ένα από τα υψηλότερα τιμητικά αξιώματα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από τον 6ο ως τον 11ο αιώνα.[1]

Ο τίτλος προέρχεται από το λατινικό cura palatii («διαχείριση/φροντίδα του παλατίου»),[2] και εμφανίζεται για πρώτη φορά τον 5ο αιώνα ως curapalati. Αυτός ήταν ένας αξιωματούχος της τάξης των περίβλεπτων (vir spectabilis), υπό τον καστρήνσιο του παλατιού, που ήταν υπεύθυνος για τη διαχείριση του παλατιού.[3] Το 552 όμως, ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α' έδωσε το αξίωμα αυτό στον ανιψιό και μετέπειτα διάδοχό του, Ιουστίνο.[4] Το αξίωμα μετετράπη από τότε σε τιμητικό τίτλο, τον υψηλότερο μετά από αυτούς του Καίσαρα και του νωβελισσίμου. Όπως και οι προηγούμενοι, ο τίτλος του κουροπαλάτη απονεμόταν αρχικά αποκλειστικά στα μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας, αλλά αργότερα και σε διάφορους σημαντικούς ξένους ηγεμόνες που συνδέονταν με το Βυζάντιο, όπως οι σύμμαχοι ηγεμόνες της Ιβηρίας του Καυκάσου, καθώς και διάφοροι Αρμένιοι δυνάστες.[1][5] Στο

«Κλητορολόγιον» του ατρικλίνη Φιλόθεου, τα διακριτικά του κουροπαλάτη ήταν ερυθρός χιτώνας, μανδύας και ζωστήρας. Η απονομή τους από τον αυτοκράτορα γινόταν σε ειδική τελετή αναγόρευσης.[6]

Σταδιακά ο τίτλος έχασε την αρχική σημασία του, ιδιαίτερα τον 11ο αιώνα, οπότε άρχισε να απονέμεται ευρύτερα και εκτός της αυτοκρατορικής οικογένειας, π.χ. σε στρατηγούς.[2] Ταυτόχρονα, οι αρμοδιότητές του σχετικά με τη διοίκηση του παλατιού παραχωρήθηκαν σταδιακά στον πρωτοβεστιάριο.[7] Ο τίτλος του πρωτοκουροπαλάτη δημιουργήθηκε εκείνη την περίοδο ως αντιστάθμισμα στην απώλεια κύρους του αρχικού τίτλου. Ο τίτλος επιβίωσε και στην Παλαιολόγεια περίοδο, αλλά αντιστοιχούσε σε χαμηλή θέση και απονεμόταν σπάνια.[2]

Σημαίνοντες βυζαντινοί κάτοχοι Επεξεργασία

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 Toumanoff (1963), σελ. 202, 388
  2. 2,0 2,1 2,2 Kazhdan (1991), σελ. 1157
  3. Bury (1911), σελ. 33
  4. Evans, James Allan (1999), Justin II (565-578 A.D.). An Online Encyclopedia of Roman Emperors
  5. Rapp (2003), σελ. 374
  6. Bury (1911), σελ. 22
  7. Kazhdan (1991), σελ. 1749
  8. 8,0 8,1 8,2 8,3 8,4 8,5 8,6 8,7 Bury (1911), p. 34

Πηγές Επεξεργασία