Κρατική Δούμα της Ρωσικής Αυτοκρατορίας

Για άλλες χρήσεις, δείτε: Δούμα (αποσαφήνιση).

Η Κρατική Δούμα ή Αυτοκρατορική Δούμα ρωσ. думать, που σημαίνει λόγος (να σκέφτεσαι, να εξετάζεις), ήταν η νομοθετική συνέλευση στα τέλη της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, η οποία συνεδρίαζε στο Ανάκτορο της Ταυρίδας στην Αγία Πετρούπολη. Συγκλήθηκε τέσσερις φορές μεταξύ του 1906 και της κατάρρευσης της Αυτοκρατορίας το 1917. Η Δούμα διαλύθηκε στις 6 Οκτωβρίου 1917.

Ο ενακτήριος λόγος του Τσάρου Νικολάου B' ενώπιον των δύο τμημάτων στα Χειμερινά Ανάκτορα (1906)

Ιστορικό πλαίσιο Επεξεργασία

Οι στρατιωτικές αποτυχίες (Ρωσοϊαπωνικός Πόλεμος 1904-5) οδήγησαν όχι μόνο σε όξυνση των λαϊκών αντιδράσεων, αλλά και στην αύξηση των καταπιεστικών μέτρων. Λίγο μετά την ήττα, η απόφαση για τη διάλυση των εργατικών συμβουλίων (Σοβιέτ), που είχαν για πρώτη φορά σχηματιστεί τότε και η σφαγή των διαμαρτυρόμενων για την οικονομική εξαθλίωση εργατών της Πετρούπολης (1905) συνέθεσαν τη νέα εικόνα των εσωτερικών αντιθέσεων στη ρωσική κοινωνία. Η ίδρυση την ίδια εποχή από τους εκπροσώπους των επαρχιακών συνελεύσεων (Ζέμστβο) του Συνταγματικού Δημοκρατικού Κόμματος (1905), που εξέφραζε τη μέση αστική τάξη της ρωσικής κοινωνίας, εξισορρόπησε μερικώς τον πολιτικό διάλογο, αλλά δεν αποδυνάμωσε τις κοινωνικές συγκρούσεις.

 
Η ομιλία του Κόμη Κοκοφτσόφ στην Δούμα

Ευρισκόμενος υπό πίεση από την Ρωσική Επανάσταση του 1905, στις 6 Αυγούστου 1905, ο Σεργκέι Βίτε (διορισμένος από τον Νικόλαο Β΄ για να διαχειριστεί τις διαπραγματεύσεις ειρήνης με την Ιαπωνία) εξέδωσε ένα μανιφέστο για την σύγκληση της Δούμας, σκέφτηκε αρχικά να είναι ένα καθαρά συμβουλευτικό όργανο. Στο μετέπειτα Μανιφέστο του Οκτωβρίου, ο Τσάρος δεσμεύτηκε να θεσπίσει διευρυμένες πολιτικές ελευθερίες, που να παρέχουν ευρεία συμμετοχή στην νέα “Κρατική Δούμα”, και να δίνουν στην Δούμα νομοθετικές και εποπτικές εξουσίες. Η Κρατική Δούμα επρόκειτο να είναι η κάτω βουλή του κοινοβουλίου και το Κρατικό Συμβούλιο της Αυτοκρατορικής Ρωσίας ή άνω βουλή.

Ωστόσο, ο Νικόλαος Β΄ ήταν αποφασισμένος να διατηρήσει την απολυταρχική εξουσία του (την οποία κληρονόμησε). Στις 23 Απριλίου 1906 ( παλαιό ημερολόγιο), ο Τσάρος δημοσίευσε τους Θεμελιώδεις Νόμους (Σύνταγμα), οι οποίοι του έδιναν τον τίτλο του “ανώτατου αυτοκράτορα”. Αν και κανένας νόμος δεν μπορούσε να γίνει χωρίς την συγκατάθεση της Δούμας, ούτε η Δούμα μπορούσε να περάσει νόμους χωρίς την έγκριση του κυριαρχούμενου από ευγενείς Κρατικού Συμβουλίου (το μισό του οποίου διοριζόταν κατευθείαν από τον Τσάρο), και ο Τσάρος ο ίδιος διατηρούσε το δικαίωμα του βέτο. Οι νόμοι όριζαν ρητά ότι οι υπουργοί δεν μπορούσαν να διοριστούν από, και δεν ήταν υπεύθυνοι προς, την Δούμα, αρνούμενοι έτσι την υπεύθυνη διακυβέρνηση σε εκτελεστικό επίπεδο. Επιπλέον, ο Τσάρος είχε την εξουσία να διαλύσει την Δούμα και να ανακοινώσει νέες εκλογές, όποτε ήθελε· το άρθρο 87 του επέτρεπε να περάσει προσωρινούς (έκτακτης ανάγκης) νόμους με διατάγματα. Όλες αυτές οι εξουσίες και τα προνόμια εξασφάλιζαν ότι, στην πράξη, η Κυβέρνηση της Ρωσίας συνέχιζε να είναι μια μη-επίσημα Απόλυτη Μοναρχία. Ήταν σε αυτό το πλαίσιο που η πρώτη Δούμα κήρυξε την έναρξη τέσσερις ημέρες αργότερα, στις 27 Απριλίου.[1]

Πρώτη Δούμα Επεξεργασία

 
Μέλη της Κρατικής Δούμας

Η πρώτη Δούμα έκανε έναρξη στις 27 Απριλίου, με περίπου 500 βουλευτές· τα περισσότερο ριζοσπαστικά αριστερά κόμματα, όπως το Σοσιαλ-Επαναστατικό Κόμμα είχαν μποϋκοτάρει τις εκλογές, αφήνοντας τους μετριοπαθείς Συνταγματικούς Δημοκράτες (Καντέτ) με τους περισσότερους βουλευτές (περίπου 180). Δεύτερη ήρθε η συμμαχία των ελαφρώς περισσότερο ριζοσπαστών αριστερών, των Τρουντοβίκων (Εργατικών) με περίπου 100 βουλευτές. Στα δεξιά και των δύο ήταν ένας αριθμός μικρότερων κομμάτων, περιλαμβανομένων των Οκτωβριστών. Μαζί, είχαν περίπου 45 βουλευτές. Άλλοι βουλευτές, κυρίως από ομάδες αγροτών, ήταν ανεξάρτητοι.[1]

Η Δούμα λειτούργησε μεταξύ Απριλίου και Ιουνίου 1906, με λίγη επιτυχία. Ο Τσάρος και ο πιστός του Πρωθυπουργός Ιβάν Γκορεμίκιν ήταν πρόθυμοι να την κρατήσουν υπό έλεγχο, και απρόθυμοι να μοιραστούν την εξουσία· η Δούμα, από την άλλη πλευρά, ήθελε συνέχιση της μεταρρύθμισης, περιλαμβανομένης της εκλογικής μεταρρύθμισης, και, πιο έντονα, την αγροτική μεταρρύθμιση.[1] Ο Σεργκέι Μουρόμτσεφ, καθηγητής της Νομικής στο Πανεπιστήμιο της Μόσχας, εξελέγη Πρόεδρος.[2] Ο Λεβ Ουρούσοφ εκφώνησε μια περίφημη ομιλία.[3] Φοβισμένος από αυτόν τον φιλελευθερισμό, ο Τσάρος διέλυσε την Δούμα στις 8 Ιουλίου. Την ίδια ημέρα, ο Πιότρ Στολίπιν διορίστηκε νέος Πρωθυπουργός.[1]

Απογοητευμένοι, ο Πάβελ Μιλιουκόφ και περίπου 200 βουλευτές, κυρίως από το φιλελεύθερο κόμμα των Καντέτ πήγαν στο Βίμποργκ, τότε τμήμα της Ρωσικής Φινλανδίας, για να συζητήσουν την πορεία προς τα μπρος. Από εκεί, δημοσίευσαν την Μανιφέστο του Βίμποργκ, η οποία καλούσε σε πολιτική ανυπακοή. Αφού αγνοήθηκε σε μεγάλο βαθμό από τον λαό, τελείωσε με την σύλληψή και τον αποκλεισμό τους από μελλοντικές εκλογές της Δούμας. Αυτό, μεταξύ άλλων, βοήθησε να ανοίξει ο δρόμος για μια εναλλακτική συγκρότηση για την Δεύτερη Δούμα.[1]

Δεύτερη Δούμα Επεξεργασία

Η Δεύτερη Δούμα (20 Φεβρουαρίου 1907 έως 3 Ιουνίου 1907) ήταν εξ ίσου βραχύβια. Ένα από τα νέα μέλη ήταν ο Βλαντιμίρ Πουρίσκεβιτς, που αντιμάχονταν σθεναρά το Μανιφέστο του Οκτωβρίου. Οι Μπολσεβίκοι και οι Μενσεβίκοι (δηλαδή, οι δύο φατρίες του Ρωσικού Σοσιαλ-Δημοκρατικού Εργατικού Κόμματος) και οι Σοσιαλ-Επαναστάτες όλοι εγκατέλειψαν την πολιτική του μποϋκοτάζ των εκλογών για την Δούμα, και συνεπώς κέρδισαν έναν αριθμό εδρών. Οι Καντέτ (από αυτό τη σημείο το πιο μετριοπαθές και κεντρώο κόμμα), βρέθηκαν να υπερτερούν δύο προς ένα από τους πιο ριζοσπάστες ομολόγους τους. Ακόμα κι έτσι, ο Στολίπιν και η Δούμα δεν θα μπορούσαν να οικοδομήσουν μια σχέση εργασίας, όντας διαιρεμένοι στα θέματα της δήμευσης της γης (το οποίο οι σοσιαλιστές και, σε μικρότερο βαθμό, οι Καντέτ στήριζαν, αλλά ο Τσάρος και ο Στολίπιν αντιμάχονταν αποφασιστικά) και στην βάναυση συμπεριφορά του Στολίπιν απέναντι στον νόμο και την τάξη.[1]

Την 1η Ιουνίου 1907, ο πρωθυπουργός Πιότρ Στολίπιν κατηγόρησε τους σοσιαλ-δημοκράτες για προετοιμασία ένοπλης εξέγερσης και απαίτησε από την Δούμα να αποκλείσει 55 σοσιαλ-δημοκράτες από τις συνεδριάσεις της Δούμας και να αφαιρέσει σε 16 από αυτούς την βουλευτική ασυλία. Όταν αυτό το τελεσίγραφο απορρίφθηκε από την Δούμα, την διέλυσε στις 3 Ιουνίου με ένα ουκάζιο (αυτοκρατορικό διάταγμα), γεγονός που έμεινε γνωστό σαν Πραξικόπημα του Ιουνίου 1907.[4]

 
Στολίπιν, του Ρέπιν

Ο Τσάρος ήταν απρόθυμος να απαλλαγεί από το σύστημα της Κρατικής Δούμας, παρά τα προβλήματα. Αντίθετα, χρησιμοποιώντας τις εξουσίες έκτακτης ανάγκης, ο Στολίπιν και ο Τσάρος άλλαξαν τον εκλογικό νόμο και έδωσαν μεγαλύτερη εκλογική αξία στις ψήφους των γαιοκτημόνων και των ιδιοκτητών ακινήτων της πόλης, και μικρότερη αξία στις ψήφους της αγροτιάς, τους οποίους κατηγόρησε ότι είναι “παραπλανημένοι”, και, στην διαδικασία, καταστροφής των Θεμελιωδών του Νόμων (Συντάγματος).[1]

Τρίτη Δούμα Επεξεργασία

 
Ο Κόμης Κοκοφτσόφ

Αυτό εξασφάλιζε ότι η τρίτη Δούμα (1907 – Ιούνιος 1912) θα κυριαρχείτο από ευγενείς, γαιοκτήμονες και επιχειρηματίες. Το σύστημα διευκόλυνε καλύτερα την συνεργασία, αν και μετά βίας ιδανική, μεταξύ της Κυβέρνησης και της Δούμας· κατά συνέπεια, η Δούμα διήρκησε μια πλήρη πενταετή θητεία, και πέτυχε 200 νομοθετήματα και την ψήφιση 2.500 περίπου νόμων. Λόγω της περισσότερο ευγενούς και Μεγαλορώσικης σύνθεσής της, στην τρίτη Δούμα, όπως στην πρώτη, δόθηκε επίσης το παρατσούκλι, “Η Δούμα των Λόρδων και Λακέδων” ή “Η Δούμα του Αφέντη”. Το κόμμα των Οκτωβριστών ήταν το μεγαλύτερο, με περίπου το ένα τρίτο του συνόλου των βουλευτών. Αυτή Δούμα, λιγότερο ριζοσπαστική και περισσότερο συντηρητική, έκανε σαφές ότι το νέο εκλογικό σύστημα θα δημιουργούσε συνεχώς ελεγχόμενη από γαιοκτήμονες Δούμα, η οποία με την σειρά της θα είναι σε πλήρη υποταγή στον Τσάρο, σε αντίθεση με τις δύο πρώτες Δούμες.[1]

Όσον αφορά την νομοθεσία, η Δούμα υποστήριξε την βελτίωση των στρατιωτικών δυνατοτήτων της Ρωσίας, τα σχέδια του Στολίπιν για αγροτική μεταρρύθμιση και τα βασικά μέτρα κοινωνικής πρόνοιας. Η εξουσία των μισητών κυβερνητών γης του Νικολάου Β΄ μειωνόταν σταθερά. Στήριξε επίσης πιο οπισθοδρομικούς νόμους, ωστόσο, όπως στο ζήτημα της αυτονομίας και του εκρωσισμού της Φινλανδίας, με τον φόβο της διάλυσης της Αυτοκρατορίας να επικρατεί. Ο Στολίπιν δολοφονήθηκε στις 11 Σεπτεμβρίου 1911 και αντικαταστάθηκε από τον Υπουργό του των Οικονομικών Βλαντιμίρ Κοκοφτσόφ.[1] Αυτό διευκόλυνε τον Κόμη Κοκοφτσόφ να εξισορροπεί τον προϋπολογισμό συνεχώς και επιπλέον να ξοδεύει για παραγωγικούς σκοπούς.

Τέταρτη Δούμα Επεξεργασία

 
Αλέξανδρος Κερένσκι

Η Τέταρτη Δούμα του 1912-1917 ήταν επίσης περιορισμένης πολιτικής επιρροής. Υπήρχε ένα πολλά υποσχόμενο νέο μέλος, ο Αλέξανδρος Κερένσκι, αλλά επίσης και ο Ρομάν Μαλινόφσκι, ένας Μπολσεβίκος. Τον Μάρτιο του 1913, οι Οκτωβριστές με ηγέτη τον Αλεξάντρ Γκουτσκόφ, Πρόεδρο της Δούμα, ανέθεσαν μια έρευνα για τον Γκριγκόρι Ρασπούτιν για να ερευνήσει τους ισχυρισμούς ότι είναι χλιστής.[5] Το πρώτο κόμμα σε δύναμη, οι Οκτωβριστές, διασπάστηκε σε τρία τμήματα.

 
Αλεξάντρ Γκουσκόφ

Την παραμονή του πολέμου η κυβέρνηση και η Δούμα γυρόφερναν ο ένας τον άλλο σαν αναποφάσιστοι παλαιστές, με καμιά πλευρά ικανή να κάνει μια σαφή κίνηση.[6] Την 1η Ιουλίου 1914, ο Τσάρος πρότεινε η Δούμα να υποβιβαστεί σε απλώς συμβουλευτικό όργανο. Ο πόλεμος έκανε τα πολιτικά κόμματα πιο συνεργάσιμα και στην πράξη συγκροτημένα σε ένα κόμμα. Όταν ο Τσάρος ανήγγειλε ότι φεύγει για το μέτωπο στο Μογκίλεβ, σχηματίστηκε το Προοδευτικό Μπλοκ, από τον φόβο ότι θα αυξανόταν η επιρροή του Ρασπούτιν πάνω στην τσαρίνα Αλεξάνδρα.[7]

 
Η τέταρτη Κρατική Δούμα της Ρωσικής Αυτοκρατορίας

Τον Αύγουστο του 1914 προσέφερε εθελοντικά τη διάλυσή της ως το τέλος του πολέμου. Ωστόσο, τα παλαιά της μέλη δυσαρεστούνταν όλο και περισσότερο με τον τσαρικό έλεγχο των στρατιωτικών και άλλων υποθέσεων και έτσι απαίτησαν την επαναφορά της, την οποία ο Νικόλαος Β΄ παραχώρησε το Αύγουστο του 1915. Όταν ο Τσάρος αρνήθηκε το κάλεσμά της για την αντικατάσταση του υπουργικού του συμβουλίου με το “Υπουργείο Εθνικής Εμπιστοσύνης”, οι μισοί περίπου βουλευτές σχημάτισαν το “ Προοδευτικό Μπλοκ”, το οποίο το 1917 έγινε το κέντρο της πολιτικής αντίστασης.

Η Δούμα συγκλήθηκε στις 9 Φεβρουαρίου 1916, αφού αντικαταστάθηκε ο 76χρονος Ιβάν Γκορεμίκιν από τον Μπορίς Στούρμερ, σαν πρωθυπουργός. Οι βουλευτές απογοητεύτηκαν όταν έκανε την ομιλία του ο Στούρμερ. Λόγω του πολέμου, είπε, δεν ήταν ώρα για συνταγματικές μεταρρυθμίσεις. Για πρώτη φορά στην ζωή του ο Τσάρος έκανε επίσκεψη στο Ανάκτορο της Ταυρίδας, πράγμα που έκανε πρακτικά αδύνατο να σφυρίξουν τον νέο πρωθυπουργό.

Την 1η Νοεμβρίου 1916 (παλαιό ημερολόγιο) η κυβέρνηση του Στούρμερ[8] δέχτηκε επίθεση από τον Πάβελ Μιλιουκόφ στην Κρατική Δούμα, για την μη σύγκλησή της από τον Φεβρουάριο. Στην ομιλία του μίλησε για “Σκοτεινές Δυνάμεις”, και τόνισε πολλές κυβερνητικές αποτυχίες με την περίφημη ερώτηση “Πρόκειται για βλακεία ή προδοσία;”. Ο Κερένσκι αποκάλεσε τους υπουργούς “πληρωμένους δολοφόνους” και “δειλούς” και είπε ότι “καθοδηγούνταν από τον ποταπό Γκρίσκα Ρασπούτιν !”[9]

Για τους Οκτωβριστές και τους Καντέτ, τους φιλελεύθερους στο κοινοβούλιο, ο Ρασπούτιν, ο οποίος πίστευε στην απολυταρχία και την απόλυτη μοναρχία, ήταν ένα από τα κύρια εμπόδια. Οι πολιτικοί προσπάθησαν να φέρουν την κυβέρνηση υπό τον έλεγχο της Δούμας.[10] “Για την Οχράνα ήταν προφανές στο τέλος του 1916 ότι το φιλελεύθερο πρόγραμμα της Δούμας ήταν περιττό, και ότι οι μόνες δύο επιλογές που απέμεναν ήταν καταστολή ή κοινωνική επανάσταση”.[11]

Στις 19 Νοεμβρίου ο Βλαντιμίρ Πουρίσκεβιτς, ένας από τους ιδρυτές της Μαύρης Εκατονταρχίας, έκανε μια ομιλία στην Δούμα. Κατ' αυτόν, η μοναρχία, λόγω αυτού που αποκάλεσε “το παιδικό παιχνίδι 'βαρελάκια' που παίζεται με τους υπουργούς”, είχε γίνει αναξιόπιστη.[12][13]

Στους δεκαεπτά μήνες της “διοίκησης της Τσαρίνας”, από τον Σεπτέμβριο του 1915 ως τον Φεβρουάριο του 1917, η Ρωσία είχε τέσσερις Πρωθυπουργούς, πέντε Υπουργούς Εσωτερικών, τρεις Υπουργούς Εξωτερικών, τρεις Υπουργούς Πολέμου, τρεις Υπουργούς Μεταφορών και τέσσερις Υπουργούς Γεωργίας. Αυτό το “υπουργικό βαρελάκι”, όπως έγινε γνωστό, όχι μόνο απομάκρυνε ικανούς άνδρες από την εξουσία, αλλά επίσης αποδιοργάνωσε το έργο της κυβέρνησης, αφού κανείς δεν έμενε αρκετά στη θέση του για να γνωρίσει τις ευθύνες του.[14]

Κατά την Φεβρουαριανή Επανάσταση του 1917, μια ομάδα μελών της Δούμας σχημάτισε την προσωρινή Επιτροπή. Ο Γκουσκόφ, μαζί με τον Βασίλι Σούλγκιν, πήγαν στο αρχηγείο στρατού κοντά στο Πσκοβ να πείσουν τον Τσάρο να παραιτηθεί. Η επιτροπή έστειλε επιτρόπους να αναλάβουν υπουργεία και άλλους κυβερνητικούς θεσμούς, εκδιώκοντας τους διορισμένους από τον Τσάρο υπουργούς και αργότερα σχημάτισαν την προσωρινή Κυβέρνηση υπό τον Γκεόργκι Λβοφ.

Το τέλος Επεξεργασία

Οι περιορισμοί που εξαρχής τέθηκαν στη δραστηριότητα της Δούμα καθώς και οι έκτακτες περιστάσεις μέσα στις οποίες έδρασε (Παγκόσμιος πόλεμος, Επανάσταση) απέδωσε ελάχιστα στον μετασχηματισμό του απαρχαιωμένου καθεστώτος της Ρωσίας σε ένα πιο σύγχρονο, δυτικού τύπου.[15]

Έδρες των Κομμάτων στην Αυτοκρατορική Δούμα Επεξεργασία

Κόμμα Πρώτη Δούμα Δεύτερη Δούμα Τρίτη Δούμα Τέταρτη Δούμα
Ρωσικό Σοσιαλ-Δημοκρατικό Κόμμα 18 (Μενσεβίκοι) 47 (Μενσεβίκοι) 19 (Μπολσεβίκοι) 15 (Μπολσεβίκοι)
Σοσιαλ-Επαναστατικό Κόμμα - 37 - -
Εργατική Ομάδα (Τρουντοβίκοι) 136 104 13 10
Προοδευτικό Κόμμα 27 28 28 41
Συνταγματικό Δημοκρατικό Κόμμα (Καντέτ) 179 92 52 57
Μη Ρωσικές Εθνικές Ομάδες 121 - 26 21
Κόμμα Κέντρου - - - 33
Κόμμα Οκτωβριστών 17 42 154 95
Εθνικιστές 60 93 26 22
Δεξιοί 8 10 147 154
Σύνολο 566 453 465 448

Πρόεδροι της Κρατικής Δούμας της Ρωσικής Αυτοκρατορίας Επεξεργασία

Νο Πορτραίτο Όνομα Ανέλαβε καθήνοντα Έφυγε από την θέση Πολιτικό Κόμμα Δούμα
1
 
Σεργκέι Μουρόμτσεφ 27 Απριλίου 1906 8 Ιουλίου 1906 Καντέτ Πρώτη
2
 
Φιοντόρ Γκολόβιν 20 Νοεμβρίου 1907 3 Ιουνίου 1907 Καντέτ Δεύτερη
3
 
Νικολάι Κομιακόφ 1 Νοεμβρίου 1907 6 Μαρτίου 1910 Κόμμα Οκτωβριτών Τρίτη
4
 
Αλεξάντρ Γκουτσκόφ 10 Μαρτίου 1910 20 Ιουνίου 1910 Κόμμα Οκτωβριστών Τρίτη
29 Οκτωβρίου 1910 15 Μαρτίου 1911
5
 
Μιχαήλ Ροντζιάνκο 22 Μαρτίου 1911 9 Ιουνίου 1912 Κόμμα Οκτωβριστών
15 Νοεμβρίου 1912 6 Οκτωβρίου 1917 Τέταρτη

Αντιπρόεδροι της Κρατικής Δούμας της Ρωσικής Αυτοκρατορίας Επεξεργασία

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 1,5 1,6 1,7 1,8 Walter Gerald Moss (1 Οκτωβρίου 2004). A History Of Russia: Since 1855. Anthem Press. σελίδες 97–106. ISBN 978-1-84331-034-1. 
  2. Abraham Ascher, "P.A. Stolypin: The Search for Stability in Late Imperial Russia", Stanford, 2001, p. 102
  3. Sarah Warren (2013). Mikhail Larionov and the Cultural Politics of Late Imperial Russia. Ashgate Publishing Limited. σελ. 64. ISBN 9781409442004. 
  4. Vladimir Gurko (1939). Features and Figures of the Past. Government and Opinion in the Reign of Nicholas II. New York: Russel & Russel. σελ. 8. 
  5. B. Moynahan (1997) Rasputin. The saint who sinned, p. 169-170.
  6. G.A. Hosking (1973) The Russian constitutional experiment. Government and Duma, 1907-1914, p. 205.
  7. O. Figes, (1996) A People's Tragedy: The Russian Revolution, 1891–1924, p. 270.
  8. Pierre Gilliard (1916). «13». Thirteen Years at the Russian Court. 
  9. Robert Paul Browder, Aleksandr Fyodorovich Kerensky (1961). The Russian Provisional Government, 1917: Documents, Volume 1. California, USA: Stanford University Press. σελ. 16. 
  10. O. Antrick, (1938) "Rasputin und die politischen Hintergründe seiner Ermordung", p. 79, 117.
  11. O. Figes, (1996) A People's Tragedy: The Russian Revolution, 1891–1924, p. 270.
  12. Orlando Figes (1997). A people's tragedy: a history of the Russian Revolution. σελ. 278. 
  13. ed. Dominic Lieven (2006). The Cambridge History of Russia: Volume 2, Imperial Russia, 1689-1917. Cambridge University Press. σελ. 668. ISBN 13 978-0-521-81529-1 Check |isbn= value: length (βοήθεια). 
  14. Orlando Figes (1996). «Rasputin (από το: A People's Tragedy, pp 32-33, 277-278)». johndclare.net. Ανακτήθηκε στις 22 Μαρτίου 2016. 
  15. Εγκυκλοπαίδεια Δομή, σ.250, τόμ.8, ISBN 960-8177-58-8

Πηγές Επεξεργασία

  • This article incorporates text from a publication now in the public domain: Chisholm, Hugh, ed. (1911). Encyclopædia Britannica (11th ed.). Cambridge University Press. (σε μετάφραση).
  • Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, «Παγκόσμια Ιστορία», σσ. 307-08, Εκδοτική Αθηνών 1990 ISBN 960-213-112-8

Εξωτερικοί σύνδεσμοι Επεξεργασία