Ο Μαρξιστικός φεμινισμός είναι μια υποκατηγορία της φεμινιστικής θεωρίας που εστιάζει στην αποσύνθεση/ανατροπή του καπιταλισμού, ως τρόπο για την απελευθέρωση των γυναικών. Ενώ δηλώνει πως ο καπιταλισμός, ο οποίος αυξάνει την οικονομική ανισότητα, την εξάρτηση, την πολιτική καταπίεση και τελικά τις μη υγιείς κοινωνικές σχέσεις μεταξύ ανδρών και γυναικών, είναι η ρίζα της καταπίεσης των γυναικών.

Η φεμινιστική θεωρία (ή ο ριζοσπαστικός φεμινισμός) αναδύθηκε τη δεκαετία του '70 δηλώνοντας πως η σύγχρονη κοινωνία και οι κατασκευές της (νόμοι, θρησκεία, πολιτική, τέχνη κλπ.) είναι βασικά προϊόντα των ανδρών και επομένως έχουν πατριαρχικό χαρακτήρα. Σύμφωνα με τους οπαδούς της θεωρίας αυτής, η καλύτερη λύση για την καταπίεση των γυναικών θα ήταν η αντικατάσταση της πατριαρχίας με έναν πολιτισμό ισότιμο απέναντι στα δύο φύλα.

Μερικοί φεμινιστές της περιόδου αυτής ένιωσαν πως η έμφαση που δίνεται στην κριτική εναντίον μιας αντιληπτής πατριαρχίας ήταν αρκετά περιοριστική και/ή παραπλανητική και έτσι σύντομα αναδείχθηκαν φεμινιστές που ξεκίνησαν να αναλύουν την κατάσταση των γυναικών μέσω μιας βασισμένης στις τάξεις μαρξιστικής / σοσιαλιστικής προοπτικής.

Σύμφωνα με τη Μαρξιστική θεωρία, στις καπιταλιστικές κοινωνίες η συνείδηση του ατόμου καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό, μέσα από τις ταξικές σχέσεις. Δηλαδή οι ικανότητες των ανθρώπων, οι ανάγκες και τα ενδιαφέροντά τους, καθορίζονται από τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και την θέση που έχει το κάθε άτομο μέσα σε αυτόν.

Οι μαρξιστές φεμινιστές βλέπουν συνεπώς, την ανισότητα των φύλων να καθορίζεται τελικά από τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και τους κοινωνικούς διαχωρισμούς που σχετίζονται με τις τάξεις και την ταξική διάρθρωση της κοινωνίας. Η υποταγή της γυναίκας θεωρείται ως μία μορφή καταπίεσης (παρά σαν ανελεύθερη διάκριση) που διατηρείται (όπως ο ρατσισμός) γιατί εξυπηρετεί τα συμφέροντα του κεφαλαίου και της ηγετικής τάξης. Οι μαρξιστές φεμινιστές έχουν επίσης επεκτείνει την παραδοσιακή μαρξιστική ανάλυση, θεωρώντας την οικιακή εργασία σαν έμμισθη εργασία.