Το μερίστωμα ή μεριστωματικός ιστός είναι μια ομάδα κυττάρων που δημιουργούνται στο έμβρυο ενός φυτού και είναι η βασική μονάδα της αναπτυξιακής πλαστικότητας των φυτών. Σε αυτά τα κύτταρα οφείλεται η ικανότητα των φυτών να αναπτύσσονται και να δημιουργούν νέα όργανα μετά την εμβρυική φάση (μετεμβρυική ανάπτυξη) και να συνεχίζουν τον ετήσιο αναπτυξιακό τους κύκλο. Αυτή είναι μια από τις θεμελιώδεις διαφορές μεταξύ ζωικών και φυτικών οργανισμών.

Τα μεριστώματα αποτελούνται από μεριστωματικά κύτταρα και έχουν τη δυνατότητα να εισέρχονται στον κυτταρικό κύκλο όταν αρχίσει η προγραμματισμένη αναπτυξιακή διαδικασία στο συγκεκριμένο σημείο. Τα νέα κύτταρα που προκύπτουν από τα μεριστώματα οργανώνονται σε ομάδες και διαφοροποιούνται.

Ετυμολογία Επεξεργασία

Απόδοση του γερμανικού όρου Meristem, του ελβετού βοτανολόγου Καρλ Νέγκελι, από τις αρχαίες ελληνικές λέξεις μεριστός (από το μερίζω, μέρος) και στέμμα. Θα μπορούσε να αποδοθεί στα ελληνικά ως μερίστεμμα, έχει αποδοθεί και ως μερίστομα[1], μεριστοματικός, αλλά επικράτησε το μερίστωμα, μεριστωματικός.

Είδη μεριστωμάτων Επεξεργασία

Στο έμβρυο και κατόπιν στο νέο φυτό υπάρχουν δύο πρωτογενή μεριστώματα. Αυτά τα μεριστώματα διατηρούνται συνεχώς στα φυτά και δημιουργούν ολόκληρη τη δομή του φυτού. Από αυτά προέρχονται και άλλα μεριστώματα που ονομάζονται δευτερογενή μεριστώματα. Το σχήμα των μεριστωματικών κυττάρων και τα επίπεδα διαίρεσής τους επηρεάζουν τη μορφογένεση στα φυτά.

Τα μεριστώματα των φυτών που σχηματίζονται κατά την εμβρυική ανάπτυξη είναι το κορυφαίο βλαστικό και το κορυφαίο ριζικό μερίστωμα. Στο κέντρο του κορυφαίου μεριστώματος υπάρχει μια ομάδα κυττάρων που αποτελούν την κεντρική ζώνη, δηλαδή κύτταρα που διατηρούν τη διαιρετική τους ικανότητα για τη συνέχιση της δημιουργίας νέων μεριστωματικών κυττάρων (σαν τα ανθρώπινα στελεχιαία κύτταρα). Δεξιά, αριστερά και κάτω από την κεντρική ζώνη βρίσκονται οι περιφερειακές ζώνες . Από τα κύτταρά τους δημιουργούνται οι καταβολές των οργάνων του βλαστού. Τέλος, μεταξύ των περιφερειακών ζωνών βρίσκεται το μερίστωμα της εντεριώνης. Η κύρια δραστηριότητα του πρωτογενούς μεριστώματος είναι να συμβάλλει στην αύξηση του μήκους του βλαστού και να δημιουργεί τους ιστούς του βλαστού ή αντίστοιχα στην αύξηση του μήκους της ρίζας και τη δημιουργία των ιστών της ρίζας.

Τα μονοετή και διετή φυτικά είδη ολοκληρώνουν την ανάπτυξή τους με τη δράση των πρωτογενών μεριστωμάτων και μετά των σχηματισμό των σπερμάτων τα φυτά γηράσκουν και ο βιολογικός τους κύκλος ολοκληρώνεται. Αντίθετα, στα πολυετή φυτικά είδη, τα φυτά συνεχίζουν να αναπτύσσονται χάρη στη δράση κυττάρων που αποτελούν τα δευτερογενή μεριστώματα. Τα κύτταρα αυτά έχουν επίσης την ικανότητα να διαιρούνται σε ορισμένες χρονικές περιόδους (άνοιξη) και από τα νέα κύτταρα δημιουργούνται οι ιστοί που συμβάλλουν στην περαιτέρω ανάπτυξη του φυτού.

Πηγές Επεξεργασία

  • Β. Γαλάτης κ.ά. (2003). Φυσιολογία Φυτών. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης. σελίδες 357–374. ISBN 960-524-168-4. 

Σημειώσεις Επεξεργασία

  1. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964). Μέγα λεξικόν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης. Αθήνα: Ελληνική Παιδεία.
    βλ. λήμμα μερίστομα