Μισαναπηρισμός

συνολική περιγραφή για τις διακρίσεις που γίνονται εις βάρος των ατόμων με ειδικές ανάγκες

Μισαναπηρισμός (αλλιώς ιμπελισμός[1], αρτιμελισμός[2] ή αναπηροφοβία) είναι οι διάκρίσεις και η κοινωνική προκατάληψη ενάντια σε άτομα με σωματικές ή νοητικές αναπηρίες. Ο μισαναπηρικός τρόπος σκέψης αντιμετωπίζει τα άτομα με αναπηρίες σαν να ορίζονται από αυτές, ενώ επίσης συχνά τα ταξινομεί ως κατώτερα από τα άτομα χωρίς αναπηρίες.[3] Πάνω σε αυτή τη βάση διάκρισης, πολλές φορές ανατίθενται συγκεκριμένοι ρόλοι ή στερούνται ορισμένες δυνατότητες, ικανότητες ή δεξιότητες, σε ανθρώπους με αναπηρίες.

Ενώ όλοι οι παραπάνω όροι περιγράφουν διακρίσεις παρόμοιου χαρακτήρα, οι όροι ιμπελισμός και αρτιμελισμός εκφράζουν μεγαλύτερη έμφαση στο προνόμιο των μη-ανάπηρων ατόμων, ενώ οι όροι μισαναπηρισμός και αναπηροφοβία, την έμφαση στις διακρίσεις ενάντια στα ανάπηρα άτομα.

Υπάρχουν στερεότυπα που συνδέονται είτε με την αναπηρία γενικά, είτε με συγκεκριμένες αναπηρίες ή χρόνιες παθήσεις υγείας (π.χ., η θεώρηση ότι όλα τα άτομα με αναπηρία επιθυμούν να θεραπευτούν, η θεώρηση ότι οι χρήστες αναπηρικών αμαξιδίων έχουν και διανοητική αναπηρία, ή η θεώτηση ότι τα άτομα με απώλεια όρασης έχουν κάποια ειδική μορφή διορατικότητας).[4] Αυτά τα στερεότυπα χρησιμεύουν ως δικαιολογίες για πρακτικές διακρίσεων, και ενισχύουν τις μισαναπηρικές συμπεριφορές και αντιλήψεις, ενώ μπορεί επίσης να δρουν ως "ταμπέλες", επηρεάζοντας τα ανάπηρα άτομα στην καθημερινή τους ζωή.

Σε μισαναπηρικές κοινωνίες, η ζωή των ατόμων με αναπηρία υποβιβάζεται και τα άτομα με αναπηρία θεωρούνται λιγότερο χρήσιμα, ή ακόμη και αναλώσιμα. Το κίνημα της ευγονικής, στις αρχές του 20ου αιώνα, θεωρείται έκφραση μισαναπηρισμού. 

Ετυμολογία Επεξεργασία

Οι όροι ιμπελισμός και αρτιμελισμός προκύπτουν από αποδώσεις της αγγλικής ορολογίας ableism, ακολουθώντας τον λεξικό τύπο άλλων διακρίσεων σε -ισμός (όπως ρατσισμός, σεξισμός)[5], σε συνδιασμό, στη δεύτερη περίπτωση, με τη λέξη αρτιμελής. Οι όροι μισαναπηρισμός ((μισώ) μισ- + αναπηρισμός[6]) και αναπηροφοβία (ανάπηρο + -φοβία (όπως ομοφοβία, τρανσφοβία)), προκύπτουν από τη λέξη αναπηρία.

Παραπομπές Επεξεργασία