Ο Μονοθελητισμός ήταν θρησκευτική αίρεση η οποία αναπτύχθηκε τον 7ο αιώνα και πρέσβευε ότι ο Χριστός είχε δύο φύσεις, την ανθρώπινη και τη θεϊκή, αλλά μία θέληση. Εισηγητής του υπήρξε ο πατριάρχης Σέργιος, υποστηρικτής ο αυτοκράτορας Ηράκλειος και εκφραστής ο διαδεχθείς στον πατριαρχικό θρόνο, Πύρρος. Οι Σέργιος και Πύρρος συντάσουν την «Έκθεση», κείμενο μονοθελητικού περιεχομένου, η οποία επικυρώθηκε στο πλαίσιο Πατριαρχικής Συνόδου στην Κωνσταντινούπολη. Δημοσιεύτηκε το 638 με την υπογραφή του Ηρακλείου, θεωρώντας ότι θα έβρισκε αποδοχή ανάμεσα στους χριστιανούς υπηκόους της αυτοκρατορίας - ανεξαρτήτως δόγματος, και ως μια συγκαταβατική λύση με στόχο την άσκηση μεγαλύτερης επιρροής στις επαρχίες της Ανατολής.

Παρόλο που πρωταρχικός στόχος της Έκθεσης υπήρξε η ένωση των μονοφυσιτικών επαρχιών της ανατολής με την Αυτοκρατορία, απέτυχε να λειτουργήσει ως συνδετικός κρίκος μεταξύ του ορθόδοξου δόγματος της πρωτεύουσας και του Μονοφυσιτισμού των ανατολικών επαρχιών, επιδεινώνοντας μάλιστα την ρήξη μεταξύ τους και καθιστώντας ευκολότερη την αραβική επέκταση στις περιοχές αυτές.

Ιστορία Επεξεργασία

Ο Μονοθελητισμός εμφανίστηκε ως συνέχεια του Μονοφυσιτισμού, όταν ο Αυτοκράτορας Ηράκλειος εξέδωσε το διάταγμα γνωστό ως «Έκθεσις» το 638 προκειμένου να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ μονοφυσιτών υπηκόων στις περιοχές της Αιγύπτου, Παλαιστίνης και Συρίας και της υπόλοιπης Ορθόδοξης Εκκλησίας, καθώς κατανοούσε ότι η δογματική και εθνολογική διαφορά, η μεγάλη απόσταση από την Κωνσταντινούπολη και οι συνεχείς επιθέσεις από Πέρσες και Άραβες αποξένωναν τους πληθυσμούς αυτούς από την αυτοκρατορία και καθιστούσαν εύκολη την απώλεια των εν λόγω περιοχών, όπως και τελικά έγινε κατά την αραβική κατάκτηση. Σύμφωνα με αυτό το σχέδιο, οι μονοφυσίτες θα δέχονταν ότι στον Χριστό υπάρχουν δύο φύσεις μετά την ένωση θείας και ανθρωπίνης φύσεως, και οι Ορθόδοξοι θα δέχονταν ότι στον Χριστό υπάρχει μία θέληση και ενέργεια, μετά την ένωση των δύο φύσεων.

Παρά την προσπάθειά του να επιβάλει το νέο δόγμα, ο Μονοθελητισμός απέτυχε. Ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής αναδείχθηκε μέγας υπέρμαχος της ορθοδόξου πίστεως, εναντιωθείς σε αποφάσεις αυτοκρατόρων και πατριαρχών, οι οποίοι χάριν πολιτικών σκοπιμοτήτων προχώρησαν σε ενέργειες δημιουργίας αιρετικών δοξασιών και υπερασπίσεως αιρετικών ομάδων και λαών και συγκεκριμένα των μονοφυσιτών, προκειμένου να τους προσεταιρισθούν, νοθεύοντας το ορθόδοξο δόγμα και την εξ αυτού απορρέουσα δυνατότητα ανθρωπίνης λυτρώσεως και σωτηρίας, την οποία μας εχάρισε η Θεία Ενανθρώπιση του Θεού στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού.Τελικά καταδικάστηκε από την ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδο, η οποία απεφάνθη ότι αφού στην υπόσταση του Χριστού υπάρχουν δύο φύσεις, η θεία και η ανθρωπίνη, υπάρχουν και δύο φυσικές θελήσεις και δύο φυσικές ενέργειες, η θεία και η ανθρωπίνη, που ενεργούσαν «αδιαιρέτως, ατρέπτως, αμερίστως, ασυγχύτως», χωρίς να επικρατεί αντιπαλότητα μεταξύ τους.

Πηγές Επεξεργασία

  • Ι.Ε. Καραγιαννόπουλου, η Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, τόμος β