Η οικόσιτη γίδα (επιστημονική ονομασία: Αιξ η κατοικίδιος, Capra aegagrus hircus - Αιξ ο αίγαγρος ο τράγος ή Αιξ ο αίγαγρος ο αίγος[2], γίδα ή αίγα, είναι υποείδος της εξημερωμένης κατσίκας και κατάγεται από την άγρια (μη εξημερωμένη) κατσίκα της Νοτιοδυτικής Ασίας και της Ανατολικής Ευρώπης. Πρόκειται για ζώο μηρυκαστικό, της οικογένειας των βοοειδών και της τάξης των αρτιοδάχτυλων. Μαζί με το πρόβατο θεωρείται από τα πρώτα ζώα που εξημερώθηκαν από τους ανθρώπους. Εκτρέφονται για το γάλα, το κρέας και για το τρίχωμά τους.[3] Τον τελευταίο αιώνα έγιναν δημοφιλή ζώα και ως κατοικίδια. [4] Εχθροί της κατσίκας είναι τα σαρκοφάγα ζώα και τα αρπακτικά πουλιά. Η ευκολία στην απόκτηση και στη συντήρησή της, έκανε πολλούς να τη χαρακτηρίσουν «αγελάδα του φτωχού».

Κατσίκα
Ιρλανδέζικη γίδα
Ιρλανδέζικη γίδα
Κατάσταση διατήρησης
Εξημερωμένο
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Θηλαστικά (Mammalia)
Τάξη: Αρτιοδάκτυλα (Artiodactyla)
Οικογένεια: Βοοειδή (Bovidae)
Υποοικογένεια: Αιγώδη (Caprinae)
Γένος: Αιξ (Capra)
Είδος: C. aegagrus
Υποείδος: C.a. hircus
Τριώνυμο
Capra aegagrus hircus (Αιξ ο αίγαγρος ο τράγος, Αιξ ο αίγαγρος ο αίγος)[1]
Λινναίος, 1758

Ονομασίες

Επεξεργασία

Η κατσίκα λέγεται και γίδα ή αίγα. Οι αρσενικές κατσίκες ονομάζονται τράγοι. Το νεαρό άτομο των δύο φύλων καλείται κατσίκι ή ερίφιο ως την ηλικία του ενός έτους και βετούλι από τον πρώτο ως το δεύτερο χρόνο του. Η εγχώρια (ντόπια) ελληνική κατσίκα έχει διάφορα ονόματα ανάλογα με τα χρώματά της. Έτσι, η μαύρη κατσίκα λέγεται κόρμπα, η μαύρη με κοιλιά κίτρινη γκιόσα, η κοκκινωπή κάμπινα, η ασπρόμαυρη μπάρτσα, η σταχτιά κανούτα, καφετί κανέλλα και η άσπρη φλώρα.

Οι κατσίκες φαίνεται να εξημερώθηκαν σχεδόν 10.000 χρόνια πριν στα Όρη του Ζάγρου στο Ιράν.[5] Ζώα αγροδίαιτα, ευκίνητα και έξυπνα, αποτέλεσαν ένα από τα πρώτα ζώα που εξημερώθηκαν από τον άνθρωπο.

Ανατομία

Επεξεργασία

Οι περισσότερες κατσίκες από τη φύση τους έχουν δύο κέρατα, των οποίων το σχήμα και το μέγεθος ποικίλλει ανάλογα με τη ράτσα. Υπάρχουν και μερικά θηλυκά με κέρατα. Υπάρχουν και κατσίκες χωρίς κέρατα ή και με πολλά κέρατα (μέχρι και 8). Το τελευταίο πιστεύεται ότι είναι γενετικό χαρακτηριστικό και, το οποίο κληρονομείται και είναι σπάνιο φαινόμενο. Τα κέρατα της κατσίκας είναι φτιαγμένα από οστά και περιβάλλονται από κερατίνη και άλλες πρωτεΐνες. Χρησιμοποιούνται ως μέσο άμυνας και κυριαρχίας.[6] Το κεφάλι τους είναι μακρύ και τα μάτια τους ζωηρά.[7] Η κατατομή τους και η γραμμή στη ράχη είναι ευθύγραμμες.

Ολόκληρο το σώμα τους καλύπτεται από τρίχωμα, διαφορετικό σε μήκος και χρώμα ανάλογα με τη ράτσα. Και τα δύο φύλα έχουν γένι. Μερικές φυλές προβάτων και κατσικών φαίνονται να έχουν ομοιότητες, ωστόσο διαφέρουν στην ουρά. Τα πρόβατα έχουν ουρές που κρέμονται προς τα κάτω και είναι συνήθως πιο μακριές από τις ουρές των αιγών.

Αναπαραγωγή

Επεξεργασία
 
Κατσικάκι 2 μηνών.
 
Η οικόσιτη γίδα, «αγελάδα του φτωχού» (κόρμπα). υπερβόσκηση; Κοντά σε Σκοτεινή (Αργολίδα).

Σε ορισμένα κλίματα, οι κατσίκες μπορούν να ζευγαρώνουν οποιαδήποτε ημέρα του χρόνου. Γενικά, το ζευγάρωμα γίνεται περίπου μέσα στο Σεπτέμβριο και η κύηση διαρκεί 148 ημέρες. Συνήθως γεννούν ένα κατσίκι ή δίδυμα, τα οποία τα θηλάζουν.

Συχνά οι εκτροφείς των αιγών κάνουν και τεχνητή γονιμοποίηση, για να διασταυρώσουν ράτσες.

Τρέφεται με φύλλα, τρυφερούς βλαστούς και μικρά κλαδιά από δέντρα, στα οποία σκαρφαλώνει η ίδια. Ενίοτε είναι καταστροφική για τα δέντρα, καθώς δεν τα αφήνει να αναπτυχθούν. Πολλές φορές τρώει ακόμα και πικρά φυτά, που δεν τρώνε τα άλλα ζώα[8], όπως το πρόβατο.

Χρησιμότητα

Επεξεργασία

Η κατσίκα είναι πολύ χρήσιμη για τον άνθρωπο. Εκτρέφεται για το γάλα, το κρέας της και το μαλλί της. Επίσης, το δέρμα και η κοπριά της κατσίκας είναι εξίσου χρήσιμα (το πρώτο κυρίως για την κατασκευή υποδημάτων και ασκιών και η τελευταία ως λίπασμα).

 
Γίδα με το 4 ημερών μικρό κατσικάκι της.

Η γαλακτοπαραγωγή της εγχώριας κατσίκας διαρκεί 6 μήνες και φθάνει το ενάμισι λίτρο ημερησίως. Το γάλα της μπορεί να καταναλωθεί φρέσκο, αν και συνιστάται η παστερίωση, με σκοπό την απομάκρυνση των μικροβίων, όπως ο Staphylococcus aureus και η Escherichia coli.[9]

Το γάλα της κατσίκας είναι πυκνότερο από της αγελάδας.

Από το γάλα της αίγας παράγεται τυρί, βούτυρο, παγωτό και άλλα προϊόντα. Το κατσικίσιο γάλα μπορεί να αντικαταστήσει το αγελαδινό για όσους είναι αλλεργικοί στο τελευταίο.[10].

Το βούτυρο της κατσίκας είναι λευκό, επειδή οι αίγες παράγουν γάλα με την κίτρινη ουσία Β- καροτίνη και αυτή μετατρέπεται σε έναν άχρωμο τύπο της βιταμίνης Α.

Το τυρί της αίγας είναι γνωστό ως chèvre στη Γαλλία, από τη γαλλική λέξη για την κατσίκα. Υπάρχουν επίσης οι ποικιλίες τυριού Rocamadour και Montrachet.[11]

Το κρέας του αίγου είναι εξαιρετικό και περιζήτητο, καθώς το κρέας του αρνιού είναι παχύτερο. Η ποιότητά του εξαρτάται και από την ηλικία του ζώου (τα μικρά σε ηλικία ζώα, ερίφια, έχουν καλύτερο κρέας). Η αίγα μαγειρεύεται με διάφορους τρόπους, ενώ από τα φαγώσιμα όργανα της κατσίκας, ο εγκέφαλος, τα πόδια και το κεφάλι της, αποτελούν βάση για σούπες και άλλα φαγητά.

Το κούρεμα της κατσίκας γίνεται κάθε άνοιξη. Από αυτό προέρχεται το γιδόμαλλο, που είναι γνωστό με την εμπορική ονομασία μοχέρ (από το αγγλικό mohair). Χρησιμοποιείται κυρίως για την κατασκευή σακιών, καπών και για σακούλες. Το μαλλί από ορισμένες ράτσες κατσίκας όπως της Άγκυρας (μοχέρ ή ανγκορά), Αγγλίας και Σκωτίας χρησιμοποιείται για υφάσματα, μερικά μάλιστα υψηλής ποιότητας (π.χ. κασμίρι).

Ασθένειες και ασφάλεια για τον άνθρωπο

Επεξεργασία

Το ζώο προσβάλλεται από ασθένειες όπως ο αφθώδης πυρετός και μερικές φορές από εντεροτοξιναιμία, η οποία πολλές φορές προλαμβάνεται με εμβολιασμό. Οι ξένες ράτσες είναι πιο ευαίσθητες και υποφέρουν από λοιμώδεις νόσους, υποβιταμινώσεις, βρουκέλλωση (μελιταίος πυρετός), ο οποίος μπορεί να μεταδοθεί και στον άνθρωπο. Ο εχινόκοκκος είναι σπάνιος στα κατσίκια, σε αντίθεση με τα αρνιά. Παλαιότερα κυρίως, οι κατσίκες προσβάλλονταν από άνθρακα, βδέλλα, ευλογιά και τυμπανίτιδα.

Τον Οκτώβριο του 2015, ο IARC κατάταξε την κατανάλωση κόκκινου κρέατος (στο οποίο περιλαμβάνεται και το κατσικίσιο) στην Κατηγορία 2Α: Πιθανότατα (probable) καρκινογενή για τον άνθρωπο, σχετίζοντάς την με τον καρκίνο του εντέρου, ενώ την κατανάλωση επεξεργασμένου κρέατος στην Κατηγορία 1: Καρκινογενή για τον άνθρωπο.[12]

Στη λαογραφία και στη μυθολογία

Επεξεργασία

Από την έλευση του Χριστιανισμού, η κατσίκα ταυτίστηκε με το διάβολο. Η πιο κοινή μεσαιωνική αναπαράσταση του διαβόλου ήταν με κεφάλι κατσίκας και με κέρατα και γένι, όπως της αίγας.

Ακόμα και σήμερα, η κατσίκα έχει σημαντική θέση στο σατανισμό και στον νεοπαγανισμό. Η πεντάλφα, το σύμβολο του σατανισμού, πιστεύεται ότι προήλθε από το σχήμα του κεφαλιού κατσίκας.

Το ζώο αναφέρεται επίσης στη νορβηγική μυθολογία και στο κινέζικο ημερολόγιο. Για το δεύτερο, όσοι γεννήθηκαν στο έτος του Τράγου, θεωρούνται εσωστρεφείς, ντροπαλοί, δημιουργικοί και τελειομανείς.

Πολλά μυθολογικά τέρατα συμπεριελάμβαναν μέρη από το σώμα της αίγας, όπως η Χίμαιρα. Επίσης, στο Δυτικό Ωροσκόπιο, ο Αιγόκερως ως ζώδιο απεικονίζεται με μια κατσίκα με ουρά ψαριού.

Το βρώμιο ονομάστηκε από την ελληνική λέξη «βρόμος» που σημαίνει τη δυσάρεστη μυρωδιά των τράγων.

Σημαντική ήταν η θέση της κατσίκας και στην Αρχαία Ελληνική Μυθολογία καθώς η κατσίκα Αμάλθεια αποτέλεσε την τροφό του θεού των θεών Δία, αποδίδοντάς της οι αρχαίοι Έλληνες ιδιαίτερη τιμή.

Στη Θρησκεία

Επεξεργασία

Οι κατσίκες αναφέρονται πολύ συχνά στη Βίβλο. Το εν λόγω ζώο θεωρείται αγνό και το έσφαζαν προς τιμήν κάποιου επίσημου καλεσμένου κατά τα εβραϊκά έθιμα. Πολλές φορές ένας ηγέτης ή Βασιλιάς συγκρινόταν με τον τράγο που είναι επικεφαλής του κοπαδιού. Στην Καινή Διαθήκη ο Ιησούς Χριστός είπε την παραβολή του Προβάτου και των Κατσικιών (Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, 25).

Επιλεγμένες ράτσες

Επεξεργασία

Οι περισσότερες φυλές ανήκουν στο είδος Αιξ η κατοικίδιος. Η εγχώρια φυλή (ντόπια ελληνική γίδα) υπάρχει στον ελληνικό χώρο από αρχαιότατους χρόνους και οι αντιπρόσωποί της έχουν κοντό κεφάλι και τραχύ, κοντό τρίχωμα. Ωστόσο, στη χώρα μας, όπως και σε άλλες χώρες, εισήχθησαν και ξένες φυλές, όπως η μαλτέζικη, με καταγωγή από το Σουδάν.

Ξένες ράτσες

Επεξεργασία
  • Αγκύρας: Λέγεται και Τιφτίκι. Το τρίχωμά της είναι άσπρο και έχει υφή παρόμοια με το μετάξι. Χρησιμοποιείται στην υφαντουργία, ιδίως για την παραγωγή κασμιριών. Μοιάζει πολύ με το πρόβατο.
  • Ελβετική: Προέρχεται από την κοιλάδα Ζάανεν. Αποτελεί μία από τις καλύτερες φυλές και τα είδη της μοιάζουν με μικρές αγελάδες. Είναι ψηλή στο ανάστημα και εντελώς λευκή στο χρώμα. Σπάνια έχει κέρατα. Γεννά 4-6 κατσίκια και παράγει 4-5 λίτρα γάλα ημερησίως.
  • Θιβετιανή: Εκτρέφεται για το εξαιρετικής ποιότητας μαλλί της, από το οποίο κατασκευάζονται κασμίρια.
  • Κασμίρ: Κατάγεται από την Ασία. Έχει μαύρο και στιλπνό τρίχωμα.
  • Μαλτέζικη: Ονομάστηκε έτσι γιατί μεταφέρθηκε από τη Μάλτα το 19ο αιώνα. Κατάγεται από τη Νουβία της Αφρικής. Έχει μεγάλα αυτιά που κρέμονται και είναι μεγαλύτερη από την εγχώρια φυλή. Δεν έχει γένι και σπάνια έχει κέρατα. Γεννά 3-4 κατσίκια και χρησιμοποιείται ως οικόσιτη, καθώς δεν έχει αντοχή στο βάδισμα.
  • Συρίας ή φυλή της Δαμασκού: Φημίζεται για τη γαλακτοπαραγωγή της.
  • Τόγγεμποργκ: Χρησιμοποιείται για παραγωγή γάλακτος.

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. αιξ = αίγος = hircus
  2. Capra aegagrus hircus, Linnaeus, 1758)
  3. Coffey, Linda, Margo Hale, and Ann Wells; "Goats: Sustainable Production Overview. Αρχειοθετήθηκε 2007-02-04 στο Wayback Machine.
  4. McLeod, Lianne; "Goats as Pets" Αρχειοθετήθηκε 2010-12-04 στο Wayback Machine. at About.com.
  5. "Goat busters track domestication", Αρχειοθετήθηκε 2012-02-04 στο Wayback Machine. Science News 8 Απριλίου 2000.
  6. Goat Medicine: Horns
  7. Experiments On The Function Of Slit-Form Pupils, Toronto Univ. Studies in Psychology v. 2
  8. "War on Weeds," Rails to Trails Magazine, Spring 2004, p. 3
  9. Ekici, K, &alii; "Isolation of Some Pathogens from Raw Milk of Different Milch Animals", Αρχειοθετήθηκε 2008-05-28 στο Wayback Machine. Pakistan Journal of Nutrition v 3 (2004) #3, pp 161-162.
  10. "Milk, goat." Αρχειοθετήθηκε 2008-05-03 στο Wayback Machine. The World's Healthiest Foods
  11. «Encyclopedia». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 10 Ιανουαρίου 2009. Ανακτήθηκε στις 17 Ιουλίου 2008. 
  12. PRESS RELEASE N° 240, 26 October 2015, IARC Monographs evaluate consumption of red meat and processed meat

Βιβλιογραφία

Επεξεργασία
  • Συλλογικό έργο, Εγκυκλοπαίδεια 2002, τ. 9, εκδ. 1983, σελ. 170-72.
  • Συλλογικό έργο, Νέα Εγκυκλοπαίδεια, εκδ. Μαλλιάρης-Παιδεία, 2006, τ. 12, σελ. 152-53.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Επεξεργασία