Ο Θνήσκων Γαλάτης (στα Ιταλικά: Galata Morente) είναι αρχαίο Ρωμαϊκό μαρμάρινο αντίγραφο χαμένου αρχαιοελληνικού αγάλματος, κατά πάσα πιθανότητα ορειχάλκινου, το οποίο παραγγέλθηκε κάπου μεταξύ του 230 π.Χ. και 220 π.Χ. από τον Άτταλο Α' της Περγάμου προς τιμήν της νίκης του επί των Γαλατών. Η σημερινή βάση του προσθέθηκε μετά την επανανακάλυψή του. Η ταυτότητα του γλύπτη του αγάλματος είναι άγνωστη, αν και έχει προταθεί πως ο Επίγονος, ο αυλικός γλύπτης της δυναστείας των Ατταλιδών της Περγάμου, μπορεί να είναι ο δημιουργός του.

Ο Θνήσκων Γαλάτης
ΟνομασίαΟ Θνήσκων Γαλάτης
Πλάτος185
Commons page Σχετικά πολυμέσα
δεδομένα

Ιστορικό πλαίσιο Επεξεργασία

Το βασίλειο της Περγάμου ιδρύθηκε στις αρχές του 3ου αι. π.Χ. με βάση ένα απλό φρούριο μήκους 300μ., χτισμένο σε μια βραχώδη προεξοχή που δέσποζε πάνω απ΄την κοιλάδα του ποταμού Κάικου. Ένας από τους κληρονόμους του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο Λυσίμαχος, είχε κρύψει εκεί έναν αμύθητο θησαυρό από πολεμικά λάφυρα, τον οποίο ιδιοποιήθηκε αργότερα ένας δυναμικός και αδίστακτος αξιωματικός, ο Φιλέταιρος. Καταρχήν, μια ταραγμένη περίοδος, η οποί σημαδεύτηκε κυρίως από εκτεταμένη στρατιωτική και διπλωματική κινητικότητα, έδωσε τη δυνατότητα στους διαδόχους του Φιλέταιρου πρώτα να εδραιώσουν και στη συνέχεια να επεκτείνουν την εξουσία τους. Στη συνέχεια οι Ατταλίδες επιχείρησαν να δώσουν στην πρωτεύουσά τους μιαν αρχιτεκτονική λαμπρότητα και ένα πνευματικό κύρος ανάλογο της πολιτικής της σημασίας. Σε πρώτη φάση, η απόπειρα αυτή αποτέλεσε έργο του Αττάλου Α΄ (241- 197 π.Χ.), που μετά την αποφασιστική του νίκη ενάντια στους Γαλάτες- Κέλτες εισβολείς που σκορπούσαν τον τρόμο στην Μικρά Ασία καθιερώθηκε ως σωτήρας του ελληνισμού ενάντια στην βαρβαρότητα και χάρη σε μια επιδέξια πολιτική συμμαχίας με τη Ρώμη, έπαιξε λαμπρό ρόλο στις ελληνικές υποθέσεις.[1]

Η περγαμηνή γλυπτική Επεξεργασία

Η ορειχάλκινη αυτή ομάδα ορθωνόταν σε μια μεγάλη κυκλική βάση μέσα στο ιερό της Αθηνάς. Η σύνθεσή της στάθηκε δυνατό να αποκατασταθεί μόνο κατά προσέγγιση, χάρη στο συνδυασμό ορισμένων αποσπασματικών αντιγράφων.

Το άγαλμα απεικονίζει έναν ετοιμοθάνατο Κέλτη με αξιοσημείωτο ρεαλισμό, ιδιαίτερα στο πρόσωπο, και μπορεί να ήταν ζωγραφισμένο.[2] Απεικονίζεται ως τυπικός Γαλάτης πολεμιστής με τη χαρακτηριστική κώμη και μουστάκι. Η μορφή είναι γυμνή εκτός από ένα τορκ στο λαιμό. Απεικονίζεται να μάχεται ενάντια στον επερχόμενο θάνατο, αρνούμενος να αποδεχτεί τη μοίρα του. Δίπλα του βρίσκεται πεσμένη η, άχρηστη πια, τρομπέτα του.

Είναι αξιοσημείωτο ότι ο ίδιος ο νικητής δεν αναπαρίσταται σ΄ αυτό: η δόξα του βρίσκει επαρκή απόηχο στην ίδια την απόγνωση και τον ηρωισμό των ηττημένων. Διότι το στοιχείο που κάνει το μνημείο αυτό τόσο εντυπωσιακό είναι ότι ο θρίαμβος ενάντια στο βάρβαρο εμφανίζεται ως ένα είδος αμετάκλητης αναγκαιότητας, που αποκαλύπτει περισσότερο την παγκόσμια τάξη παρά την αξία των αντιμαχομένων. Λιγότερο θεαματική από την «Αυτοκτονία ενός Γαλάτη και της γυναίκας του» αλλά και λιγότερο πομπώδης, η επιθανάτια αγωνία του Θνήσκοντος Γαλάτη αποκαλύπτει το ίδιο αισθητικό ιδεώδες: τραυματισμένος στα πλευρά, ο άνδρας έχει πέσει στο δεξί του μηρό, με το πόδι λυγισμένο και το βάρος του σώματός του να στηρίζεται στο ένα χέρι, ενώ το καταβεβλημένο στήθος και το γερμένο κεφάλι παραδίδονται ήδη στη νάρκη του θανάτου.

Ως τεχνοτροπία, το έργο ανάγεται στη λεγόμενη Περγαμηνή σχολή. Ο έντονος ρεαλισμός και η δραματικότητα των έργων που αφιέρωσε ο Άτταλος, προς τιμήν της νίκης του επί των Γαλατών, παραπέμπουν στην αντίστοιχη σχολή της «τραγικής ιστοριογραφίας» των ελληνιστικών χρόνων που επιδίωκε να διεγείρει συναισθήματα πάθους, τρόμου, θυμού, φόβου και οίκτου, η οποία επηρέασε και τις εικαστικές τέχνες της εποχής.[3]

 
Ο Θνήσκων Γαλάτης, λεπτομέρεια στην οποία φαίνεται το τορκ του

Ο Θνήσκων Γαλάτης είναι ένα από τα πλέον πολυύμνητα γλυπτά έργα που έχουν επιβιώσει από την αρχαιότητα και έχει γίνει αντικείμενο πολλαπλών αντιγραφών. Θεωρείται ότι ανακαλύφθηκε εκ νέου στις αρχές του 17ου αιώνα κατά τη διάρκεια εκσκαφών στα θεμέλια της Βίλλα Λουντοβίζι και καταγράφηκε για πρώτη φορά το 1623 στις συλλογές της ισχυρής οικογένειας των Λουντοβίζι της Ρώμης. Κάποιες επιδιορθώσεις φαίνεται να έχουν γίνει επί του αγάλματος αν και δεν είναι ξεκάθαρο αν έγιναν κατά τη ρωμαϊκή περίοδο ή μετά την νέα ανακάλυψή του.[4]

Το 1797 με τη Συνθήκη του Κάμπο Φόρμιο ο Ναπολέων Α΄ Βοναπάρτης κατά την εισβολή του στην Ιταλία κατέσχεσε το άγαλμα και το μετέφερε ως λάφυρο, θριαμβευτικά στο Παρίσι. Το 1815 επεστράφη στη Ρώμη και σήμερα εκτίθεται στα Μουσεία Καπιτωλίου. Αντίγραφα του αγάλματος βρίσκονται επίσης σε πολλές πόλεις του κόσμου.

Δείτε επίσης Επεξεργασία

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Ιστορία της Τέχνης, Larous, όπ. π. σ. 184
  2. [1]
  3. Tonio Hölscher (1987), The Language of Images in Roman Art, (μτφρ. στα αγγλικά, A. Snodgrass), σ. 27-31. Cambridge University Press, 2004. ISBN 978-0-521-66569-8.
  4. Kim J. Hartswick, The Gardens of Sallust: a Changing Landscape, σ. 107. University of Texas Press, 2004

Εξωτερικοί σύνδεσμοι Επεξεργασία