Ο Ορλά

διήγημα του Γκυ ντε Μωπασσάν

Ο Ορλά (γαλλικός τίτλος: Le Horla) είναι ένα μεγάλο φανταστικό και ψυχολογικό διήγημα του Γκυ ντε Μωπασσάν που δημοσιεύτηκε το 1886 και στη συνέχεια σε δεύτερη έκδοση το 1887. Ο συγγραφέας περιγράφει τη σταδιακή και δραματική κατάρρευση του αφηγητή που καταδιώκεται από ένα αόρατο πλάσμα, το οποίο ονόμασε Ορλά, που του προξενεί τρόμο και πανικό. Δεν γνωρίζει αν είναι αληθινό ή αποτέλεσμα ψυχιατρικής διαταραχής και επιδιώκει να το εξοντώσει με κάθε δυνατό μέσο. [1]

Ο Ορλά
Εξώφυλλο έκδοσης του 1908
ΣυγγραφέαςΓκυ ντε Μωπασσάν
ΤίτλοςLe Horla
ΓλώσσαΓαλλικά
Ημερομηνία δημοσίευσης1886
Μορφήδιήγημα
LΤ ID450814
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Σ' αυτή την ψυχολογική ιστορία, ο συγγραφέας παρουσιάζει έναν διαρκώς βασανισμένο αυτοκαταστροφικό χαρακτήρα, ο οποίος αρχικά κυριεύεται από την αμφιβολία και καταλήγει να βυθιστεί στην τρέλα μέσα από διάφορες καταστάσεις, όπως παράνοια, παραισθήσεις, κρίσεις άγχους, παράλυση ύπνου, με τις οποίες παλεύει. Η μορφή ημερολογίου της δεύτερης έκδοσης, της πιο γνωστής, συμβάλει περαιτέρω στην ταύτιση του συγγραφέα με τον αφηγητή.[2]

Το διήγημα έχει την ιδιαιτερότητα να είναι το πρώτο έργο μυθοπλασίας που παρουσιάζει την εξέλιξη μιας ψυχικής διαταραχής από την ιατρική της άποψη μέσα από τις σκέψεις του ατόμου που τη βιώνει. Ο Μωπασσάν βίωνε εκείνη την εποχή ψυχιατρικές διαταραχές και νευρολογικά συμπτώματα ως αποτέλεσμα της σύφιλης από την οποία έπασχε και τον οδήγησε στο θάνατο πέντε χρόνια αργότερα.

Η λέξη Ορλά δεν είναι γαλλική είναι νεολογισμός, προέρχεται από τις γαλλικές λέξεις hors (έξω) και là (εκεί) και ερμηνεύεται σαν ο Εξωτερικός, ο Εκεί έξω ή ο Εξαποδώ, όπως είναι και ο τίτλος μερικών ελληνικών μεταφράσεων.[3]

Ιστορικό Επεξεργασία

 
Εικονογράφηση του 1908: «Το τραπέζι μου ταλαντεύτηκε, η λάμπα μου έπεσε και έσβησε».

Το μυστηριώδες και αόρατο ον που τον κατατρέχει εμφανίζεται για πρώτη φορά σε ένα διήγημα του Μωπασσάν, Γράμμα ενός τρελού, που δημοσίευσε με ψευδώνυμο το 1885 στην εφημερίδα Ζιλ Μπλας, στο οποίο ήδη αναπτύσσεται η ίδια ιστορία, χωρίς να χρησιμοποιείται το όνομα Ορλά.[4]

Στη συνέχεια, ο συγγραφέας επεξεργάστηκε τα κύρια στοιχεία του διηγήματος για να γράψει δύο άλλες εκδοχές της ιστορίας με τίτλο Ο Ορλά. Η πρώτη έκδοση δημοσιεύτηκε το 1886 στο Ζιλ Μπλας. Η δεύτερη έκδοση, πιο γνωστή και μεγαλύτερη, εμφανίστηκε το 1887 στην ομώνυμη συλλογή φανταστικών διηγημάτων του.

Οι τρεις εκδοχές της ιστορίας παρουσιάζονται σε τρεις διαφορετικές λογοτεχνικές μορφές: Το πρώτο, όπως υποδηλώνει ο τίτλος του είναι ένα διήγημα στον τύπο του επιστολικού μυθιστορήματος, η πρώτη δημοσίευση ως Ορλά είναι μια αφήγηση πλαίσιο και η δεύτερη δημοσίευση έχει τη μορφή ημερολογίου που είναι ημιτελές και εγείρει φόβους ότι ο συγγραφέας του έχει τρελαθεί ή αυτοκτόνησε.

Η συγγραφή του διηγήματος συμπίπτει με τις απαρχές της τρέλας του Μωπασσάν, όλο και περισσότερο θύμα παραισθήσεων και διχασμένης προσωπικότητας λόγω της σύφιλης που προσβλήθηκε. Ο συγγραφέας προσπάθησε να αυτοκτονήσει το 1892.[5]

Υπόθεση Επεξεργασία

 
Η εμφάνιση του Ορλά

Με τη μορφή ημερολογίου που κρατάει για διάστημα τεσσάρων περίπου μηνών, ο αφηγητής, άνθρωπος της ανώτερης τάξης, άγαμος, αστός, μεταφέρει τις ταραγμένες σκέψεις και τα συναισθήματα αγωνίας του. Αυτή η αγωνία άρχισε όταν είδε από τον κήπο του, σε μια πόλη της Νορμανδίας κοντά στη Ρουέν, ένα βραζιλιάνικο πλοίο και αυθόρμητα το χαιρέτησε, προσκαλώντας ασυνείδητα το υπερφυσικό ον που επέβαινε στο σκάφος να τον στοιχειώσει.[6]

Αισθάνεται γύρω του την παρουσία ενός αόρατου και απειλητικού όντος που το ονομάζει Ορλά. Το μαρτύριο που του προκαλεί το μυστηριώδες ον εκδηλώνεται πρώτα σωματικά: Ο αφηγητής παραπονιέται ότι πάσχει από «έναν φρικτό πυρετό» και ότι έχει προβλήματα με τον ύπνο. Ξυπνά από εφιάλτες με την ανατριχιαστική αίσθηση ότι κάποιος τον παρακολουθεί και «γονατίζει στο στήθος του».

Σε όλο το διήγημα, η λογική του κύριου ήρωα τίθενται υπό αμφισβήτηση καθώς το ον κυριαρχεί σταδιακά στις σκέψεις του. Αρχικά, ο ίδιος ο αφηγητής αμφισβητεί τη λογική του, αναφωνώντας «Θα τρελαθώ;» αφού βρήκε το ποτήρι του άδειο, παρόλο που δεν είχε πιει από αυτό. Αργότερα αποφασίζει ότι στην πραγματικότητα δεν έχει τρελαθεί, αφού έχει πλήρη «συνείδηση» της «κατάστασής» του και ότι θα μπορούσε πράγματι να «την αναλύσει με την πιο πλήρη διαύγεια». Η παρουσία του Ορλά γίνεται όλο και πιο αφόρητη στον πρωταγωνιστή, καθώς «τον βλέπει... τον παρακολουθεί...και τον εξουσιάζει».

Όταν διάβασε ότι μεγάλος αριθμός Βραζιλιάνων εγκατέλειψαν τα σπίτια τους τρομαγμένοι καθώς «τους καταδιώκει, τους κυνηγάει, τους κυβερνά … ένα είδος βαμπίρ, που τρέφεται με τη ζωή τους ενώ κοιμούνται...», ο αφηγητής είναι βέβαιος ότι ο Ορλά επέβαινε στο βραζιλιάνικο πλοίο που είχε χαιρετήσει. Νιώθει τόσο «χαμένος» και «κατεχόμενος» σε σημείο που σκέφτεται να σκοτώσει το ον. Παγιδεύει τον Ορλά σε ένα δωμάτιο και βάζει φωτιά στο σπίτι, αλλά ξεχνά τους υπηρέτες του, που χάνονται στη φωτιά. Τελικά, αντιμέτωπος με την επίμονη παρουσία του όντος, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η αυτοκτονία είναι η μόνη του απελευθέρωση.[7]

Μεταφράσεις στα ελληνικά Επεξεργασία

  • μετάφραση: Ερρίκος Μπαρτζινόπουλος στον τόμο «Βρικόλακες στην κλασική λογοτεχνία», εκδόσεις Ολκός, 1972
  • μετάφραση: Ιωάννα Σισσώη, εκδόσεις Δωδώνη, 1979
  • μετάφραση: Στρατής Πασχάλης ως Ο Οξαποδός και άλλες ιστορίες τρόμου και τρέλας, εκδόσεις Ίκαρος, 1992
  • Ο Οξαποδώ, μετάφραση: Βασίλης Πουλάκος, εκδόσεις Ροές, 2014

Παραπομπές Επεξεργασία