Παλαιοσιβηρικές γλώσσες

Παλαιοσιβηρική ονομάζεται μια οικογένεια γλωσσών που ομιλούνται αποκλειστικά από ιθαγενείς φυλές στις τούνδρες της ρωσικής Άπω Ανατολής. Συμβατικά τα φύλα αυτά αποκαλούνται Παλαιοσιβηρικά.

Η οικογένεια αποτελείται από τρεις κλάδους. Σε παρένθεση αναγράφεται ο αριθμός όσων δήλωσαν πως γνωρίζουν κάθε γλώσσα στην παρρωσική απογραφή του 2002, όμως ο πραγματικός αριθμός ομιλητών είναι μικρότερος, αφού δε διευκρινίζεται πόσοι τη χρησιμοποιούν στην καθημερινότητά τους:

  • Τσουκοτκο-καμτσατκικός: Εντοπίζεται γεωγραφικά στην ασιατική πλευρά του Βερίγγειου Πορθμού. Περιλαμβάνει κυρίως τις γλώσσες των τσούκτσι (7.742) και των κοριάκων (3.019). Υπό εξαφάνιση είναι η Αλιούτορ, η Ιτελμέν και η Κερέκ - οι δύο πρώτες ομιλούνται από ευάριθμους ηλικιωμένους (40 και 385 αντίστοιχα), τη δε τρίτη το 1997 χρησιμοποιούσαν ως πρώτη γλώσσα μόνο δύο υπερήλικες (δεκαπέντε δήλωσαν ότι τη γνώριζαν το 2002).
  • Ιουκαγκιρική (604): Εντοπίζεται στα σύνορα της Γιακουτίας με την Καμτσάτκα, σε δύο περιοχές εντελώς αποκομμένες μεταξύ τους. Περιλαμβάνει δύο γλώσσες, τη Βόρεια (Γιουκαγίρ της τούνδρας) και τη Νότια (Γιουκαγίρ του δάσους), οι οποίες δεν είναι αμοιβαία κατανοητές. Κάποιοι ερευνητές θεωρούν ότι δε θα έπρεπε να κατατάσσεται στις παλαιοσιβηρικές αλλά στις Ουραλικές, με τις οποίες υποστηρίζουν ότι είναι γενετικά συγγενής. Οι πραγματικοί χρήστες και των δύο γλωσσών δεν υπερβαίνουν τους 200.
  • Αμουρική (688): Εντοπίζεται στις εκβολές του ποταμού Αμούρ (Κράι Χαμπάροβσκ) και στη βόρεια Σαχαλίνη, η οποία βρίσκεται ακριβώς απέναντι. Περιλαμβάνει τέσσερις διαλέκτους και μολονότι οι Νιβχ αριθμούν ως λαός περίπου 5.000 μέλη, μόλις το 1/7 γνωρίζει τη γλώσσα.

Οι τρεις αυτοί κλάδοι δε συγκροτούν οικογένεια με το κλασικό κριτήριο της καταγωγής από την ίδια πρωτογλώσσα, αλλά στη βάση του κοινού ετεροπροσδιορισμού: καμία παλαιοσιβηρική γλώσσα δε συγγενεύει με τις αλταϊκές (κυρίως τουνγκουζικές και τουρκικές), που εμφανίσθηκαν στην περιοχή κατά το μεσαίωνα και κυριαρχούσαν έως την έλευση των Ρώσων. Πρόκειται δηλαδή για απόλυτα τεχνικό όρο, ο οποίος συμπεριλαμβάνει κάποιες απομονωμένες γλώσσες επειδή δε μπορούν να καταταχθούν αλλού, και όχι για πραγματική γλωσσική οικογένεια.

Καμία παλαιοσιβηρική γλώσσα δεν ήταν γραπτή έως τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Οι πρώτες απόπειρες για δημιουργία αλφαβήτων έγιναν από σοβιετικούς γλωσσολόγους, προσαρμόζοντας είτε το λατινικό είτε το κυριλλικό. Στη δεκαετία του '30 συντάχθηκαν γραμματική και συντακτικό, γράφτηκαν σχολικά αναγνωστικά και δόθηκαν κίνητρα για τη συγγραφή ή μετάφραση λογοτεχνίας στις τοπικές γλώσσες. Σήμερα σε όλες τις γλώσσες της οικογένειας χρησιμοποιούνται παραλλαγές του κυριλλικού αλφαβήτου.

Οι παλαιοσιβηρικές γλώσσες βρίσκονται πια σε ύφεση, έχοντας εκτοπισθεί από τη ρωσική. Ομιλούνται κυρίως από τις μεγαλύτερες ηλικίες, αφού οι νεότερες γενιές (ειδικά όσοι έχουν εγκαταλείψει το νομαδικό τρόπο ζωής των προγόνων τους) είτε δεν τις γνωρίζουν καθόλου, είτε μπορούν να τις καταλάβουν αλλά όχι να τις μιλήσουν. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της πλέον ομιλούμενης γλώσσας της οικογένειας: ενώ το 2002 υπήρχαν 15.767 άνθρωποι που αυτοπροσδιορίστηκαν εθνικά ως Τσούκτσι, ήταν μόλις 7.742 (49%) αυτοί που δήλωσαν ότι γνωρίζουν την τσουκοτική.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι (στην αγγλική) Επεξεργασία