Το πλέθρον, ή πλέθρο, ήταν αρχαία ελληνική μονάδα μέτρησης μήκους αλλά και επιφάνειας. Επίσης φέρεται και ως ονομασία αρχαίου αγωνιστικού χώρου μήκους ενός πλέθρου όπου εκτελούταν αγώνας δρόμου.

Ως μονάδα μήκους το πλέθρο, ειδικά στους κλασικούς χρόνους αντιστοιχούσε προς δέκα ακαίνας, δηλαδή ήταν ίσος με 100 αρχαίους ελληνικούς πόδες ή με το 1/6 του σταδίου, (περίπου 30 μ.).
Αρχικά φαίνεται πως ήταν αγροτική μονάδα μήκους ασταθούς όμως τιμής από πόλη σε πόλη αλλά και κατά εποχή. Το πλέθρο απαντάται και από τον Όμηρο με το παλαιότερο όνομα «πέλεθρον», άγνωστης ετυμολογίας.

Το πλέθρον χρησιμοποιήθηκε περισσότερο σε υπαίθριες αποστάσεις παρά σε αστικές ή σε αρχιτεκτονικά έργα. Υποδεέστερη μονάδα του πλέθρου ήταν το ημίπλεθρον, το μισό του πλέθρου, και πολλαπλάσιό του ήταν το «δεκάπλεθρον» (το δεκαπλάσιο του πλέθρου). Στα ομηρικά έπη απαντάται και το «απέλεθρον» που ταυτίζεται με το άπειρον.

Τέλος ως μονάδα μέτρησης επιφανείας αναφέρεται συνηθέστερα σε αγρούς και ιδίως σε αμπελώνες, όπου από τα συμφραζόμενα, χωρίς τον όρο τετραγωνικό, ήταν ίσο με το τετράγωνο του πλέθρου, δηλαδή με 10.000 πόδια (τετραγωνικά), (περίπου 900 τ.μ.).

Πηγές Επεξεργασία

  • "Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια Δρανδάκη" τομ.Κ΄, σελ.317