Το ρισεδρονικό οξύ, που χρησιμοποιείται συχνά ως άλας νατρίου ρισεδρονικό νάτριο, είναι διφωσφονικό οξύ που χρησιμοποιείται για την ενίσχυση των οστών, τη θεραπεία ή την πρόληψη της οστεοπόρωσης και τη θεραπεία της νόσου του οστού Paget.[1] Λαμβάνεται από το στόμα.[1]

Ρισεδρονικό οξύ
Ονομασία IUPAC
(1-hydroxy-1-phosphono-2-pyridin-3-yl-ethyl)phosphonic acid
Κλινικά δεδομένα
Εμπορικές ονομασίεςActonel, Atelvia, Benet, άλλες
AHFS/Drugs.commonograph
Κατηγορία ασφαλείας κύησης
  • AU: B3
  • US: N (Δεν έχει ταξινομηθεί ακόμη)
Οδοί
χορήγησης
Από το στόμα
Κυκλοφορία
Κυκλοφορία
Φαρμακοκινητική
Βιοδιαθεσιμότητα0.63%
Πρωτεϊνική σύνδεση~24%
ΜεταβολισμόςΚανένας
Βιολογικός χρόνος ημιζωής1,5 ώρες
ΑπέκκρισηΝεφρά και κόπρανα
Κωδικοί
Αριθμός CAS105462-24-6 YesY
Κωδικός ATCM05BA07
PubChemCID 5245
IUPHAR/BPS3176
DrugBankDB00884 N
ChemSpider5055 N
UNIIKM2Z91756Z N
ChEMBLCHEMBL923 N
PDB IDRIS (PDBe, RCSB PDB)
Χημικά στοιχεία
Χημικός τύποςC7H11NO7P2
Μοριακή μάζα283.112
  (verify)

Συχνές παρενέργειες περιλαμβάνουν ερεθισμό και έλκη του βλεννογόνου του ανώτερου γαστρεντερικού συστήματος, μυικοί πόνοι, υποασβεστιαιμία.[1] Όπως συμβαίνει με άλλα διφωσφονικά φάρμακα, η ρισεδρονάτη φαίνεται να σχετίζεται με τη σπάνια παρενέργεια της οστεονέκρωσης της γνάθου, που προηγείται συχνά από οδοντικές επεμβάσεις που προκαλούν τραύμα στο οστό.[1] Φάρμακα που περιέχουν ασβέστιο επηρεάζουν την απορρόφηση του ρισεδρονικού.[1] Δεν συνιστάται η χρήση κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης ή του θηλασμού.[1] Ανήκει στην κατηγορία των διφωσφονικών φαρμάκων, τα οποία δρουν εμποδίζοντας την αποδόμηση των οστών από τις οστεοκλάστες.[1]

Το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας κατατέθηκε το 1984 και εγκρίθηκε για ιατρική χρήση το 1998.[2]

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 1,5 1,6 «Risedronate - FDA prescribing information, side effects and uses». Drugs.com (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 22 Νοεμβρίου 2020. 
  2. Analogue-based Drug Discovery (στα Αγγλικά). John Wiley & Sons. 2006. σελ. 523. ISBN 9783527607495.