Ρωσικός Εμφύλιος Πόλεμος

Ο Ρωσικός Εμφύλιος Πόλεμος (ρωσικά: Гражданская война в России, Νοέμβριος 1917 – Οκτώβριος 1922)[1] ήταν ένας πολύπλευρος πόλεμος στην πρώην Ρωσική Αυτοκρατορία αμέσως μετά τις Ρωσικές Επαναστάσεις του 1917, καθώς πολλές παρατάξεις συναγωνίζονταν για να καθορίσουν το πολιτικό μέλλον της Ρωσίας. Οι δύο μεγαλύτερες μαχόμενες ομάδες ήταν ο Κόκκινος Στρατός, που αγωνιζόταν για την Μπολσεβίκικη μορφή του σοσιαλισμού, και οι σύμμαχες δυνάμεις γνωστές ως Λευκός Στρατός, οι οποίες δούλευαν για την εθνικιστική κυβέρνηση Κολτσάκ. Επιπλέον, αντίπαλοι μαχητές σοσιαλιστές και μη ιδεολόγοι Πράσινοι πολεμούσαν τόσο κατά των Μπολσεβίκων, όσο και των Λευκών. Οκτώ ξένα έθνη επενέβησαν κατά του Κόκκινου Στρατού, ιδίως οι Συμμαχικές Δυνάμεις και οι φιλο-Γερμανικοί στρατοί.[2] Ο Κόκκινος Στρατός νίκησε τις Λευκές Ένοπλες Δυνάμεις της Νότιας Ρωσίας στην Ουκρανία και τον στρατό της, που ηγείτο από τον Ναύαρχο Αλεξάντρ Κολτσάκ, στη Σιβηρία το 1919. Τα απομεινάρια των Λευκών δυνάμεων που διοικούσε ο Πιότρ Νικολάγιεβιτς Βράγγελ ηττήθηκαν στην Κριμαία την οποία εκκένωσαν στα τέλη του 1920. Για τα επόμενα δύο χρόνια οι μάχες συνεχίστηκαν στην περιφέρεια (αν και λιγότερο σημαντικές), ενώ οι αψιμαχίες με τα απομεινάρια των Λευκών εξακολουθούσαν να συμβαίνουν και κατά το 1923. Η ένοπλη εθνική αντίσταση στην Κεντρική Ασία δεν κατεστάλη εντελώς πριν το 1934. Ο Ρωσικός Εμφύλιος Πόλεμος έχει περιγραφεί από κάποιους ως η μεγαλύτερη εθνική καταστροφή που είχε ως τότε δει η Ευρώπη.[3]

Ρωσικός Εμφύλιος Πόλεμος
Τμήμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και των Επαναστάσεων του 1917–23
Σκηνές του Ρωσικού Εμφυλίου Πολέμου
Χρονολογία1917–1922
ΤόποςΠρώην Ρωσική Αυτοκρατορία, Μογγολία, Τούβα, Περσία
ΈκβασηΝίκη των Σοβιετικών
Εδαφικές
μεταβολές
Ίδρυση της Σοβιετικής Ένωσης
Αντιμαχόμενοι
Ηγετικά πρόσωπα
Δυνάμεις
3.000.000
2.400.000
Απολογισμός
1.212.824
1.500.000

Πολλά κινήματα υπέρ της ανεξαρτησίας προέκυψαν μετά τη διάλυση της Ρωσικής Αυτοκρατορίας και πολέμησαν στον εμφύλιο πόλεμο.[4] Αρκετά τμήματα της πρώην Ρωσικής Αυτοκρατορίας – Αρμενία, Αζερμπαϊτζάν, Γεωργία, Φινλανδία, Εσθονία, Λετονία, Λιθουανία, Πολωνία και Ουκρανία – δημιουργήθηκαν ως κυρίαρχα έθνη, με τους δικούς τους εμφυλίους πολέμους και πολέμους ανεξαρτησίας. Κάποια από αυτά αποκατέστησαν την ανεξαρτησία τους, που είχαν χάσει στο παρελθόν από τη Ρωσία. Το υπόλοιπο της Ρωσικής Αυτοκρατορίας ενοποιήθηκε στη Σοβιετική Ένωση λίγο αργότερα.

Ιστορικό Επεξεργασία

Φεβρουαριανή Επανάσταση Επεξεργασία

Μετά την παραίτηση του Νικολάου Β΄, η Ρωσική Προσωρινή Κυβέρνηση συνεστήθη κατά τη διάρκεια της Φεβρουαριανής Επανάστασης του 1917.

Δημιουργία του Κόκκινου Στρατού Επεξεργασία

Σαν συνέπεια της Οκτωβριανής Επανάστασης, ο παλιός Ρωσικός Αυτοκρατορικός Στρατός αποστρατεύτηκε· η βασισμένη σε εθελοντές Κόκκινη φρουρά που ήταν η κύρια στρατιωτική δύναμη των Μπολσεβίκων, αυξήθηκε από την ένοπλη στρατιωτική συνιστώσα της Τσεκά, το όργανο της Μπολσεβίκικης κρατικής ασφάλειας. Τον Ιανουάριο, μετά από σημαντικές στρατιωτικές αποτυχίες, ο Επίτροπος Πολέμου Λέον Τρότσκι ηγήθηκε της αναδιοργάνωσης της Κόκκινης φρουράς σε Κόκκινο Στρατό Εργατών και Αγροτών, για να δημιουργήσει μια περισσότερο επαγγελματική μάχιμη δύναμη. Σε κάθε μονάδα του στρατού τοποθετήθηκαν πολιτικοί κομισάριοι για να ανυψώσουν το ηθικό και να διασφαλίσουν την αφοσίωση.

Τον Ιούνιο του 1918, όταν έγινε φανερό ότι ένας επαναστατικός στρατός αποτελούμενος αποκλειστικά από εργάτες θα ήταν πάρα πολύ μικρός, ο Τρότσκι καθιέρωσε την υποχρεωτική στράτευση των αγροτών στον Κόκκινο Στρατό.[5] Η αντίδραση των Ρώσων αγροτών στη στρατολόγηση σε μονάδες του Κόκκινου Στρατού ξεπεράστηκε παίρνοντας ομήρους και εκτελώντας τους όταν ήταν απαραίτητο για να τους εξαναγκάσουν σε συμμόρφωση.[6] Ακριβώς οι ίδιες πρακτικές χρησιμοποιήθηκαν από τους αξιωματικούς του Λευκού Στρατού.[7] Οι οικογένειες των πρώην Τσαρικών αξιωματικών που χρησιμοποιήθηκαν ως «στρατιωτικοί ειδικοί» (voenspetsy),[8] παίρνονταν συχνά όμηροι για να εξασφαλιστεί η αφοσίωσή τους.[6] Στην αρχή του πολέμου τα τρία τέταρτα του σώματος των αξιωματικών του Κόκκινού Στρατού αποτελείτο από πρώην Τσαρικούς αξιωματικούς,[6] ενώ προς το τέλος του, το 83% όλων των διοικητών σωμάτων και μεραρχιών του Κόκκινού Στρατού ήταν πρώην Τσαρικοί στρατιωτικοί.[8]

Αντι-μπολσεβίκικο κίνημα Επεξεργασία

 
Ο αντι-Μπολσεβίκικος Εθελοντικός Στρατός στη Νότια Ρωσία, Ιανουάριος 1918.

Αν και η αντίσταση άρχισε ακριβώς την επομένη της εξέγερσης των Μπολσεβίκων, η Συνθήκη του Μπρεστ - Λιτόφσκ και ο πολιτικός αποκλεισμός των αντιφρονούντων έγιναν ο καταλύτης[9] για τη δημιουργία αντι-Μπολσεβίκικων ομάδων τόσο μέσα όσο και έξω από τη Ρωσία, που τις ωθούσε σε δράση ενάντια στο νέο καθεστώς.

Στους ευθυγραμμισμένους στη χαλαρή συνομοσπονδία των αντι-Μπολσεβίκικων δυνάμεων κατά της Κομμουνιστικής κυβέρνησης, περιλαμβάνονταν γαιοκτήμονες, δημοκράτες, συντηρητικοί, πολίτες της μεσαίας τάξης, αντιδραστικοί, φιλομοναρχικοί, φιλελεύθεροι, στρατηγοί, μη Μπολσεβίκοι σοσιαλιστές που ακόμη είχαν παράπονα και δημοκρατικοί μεταρρυθμιστές εθελοντικά ενωμένοι μόνο λόγω της αντίθεσής τους στην Μπολσεβίκικη διακυβέρνηση. Οι στρατιωτικές τους δυνάμεις, ενισχυμένες με αναγκαστικές στρατολογίες και τρομοκρατία[7] και την εξωτερική επιρροή και με επικεφαλής τον Στρατηγό Γιουντένιτς, τον Ναύαρχο Κολτσάκ και τον Στρατηγό Ντενίκιν, έγιναν γνωστές σαν το Λευκό κίνημα (μερικές φορές αναφέρονται και ως «Λευκός Στρατός») και ήλεγχαν σημαντικά τμήματα της πρώην Ρωσικής Αυτοκρατορίας για το μεγαλύτερο μέρος του πολέμου.

Το Ουκρανικό αυτονομιστικό κίνημα γνωστό ως Πράσινος στρατός ήταν ενεργό στην Ουκρανία στις αρχές του πολέμου. Πιο σημαντική ήταν η εμφάνιση ενός αναρχικού πολιτικού και στρατιωτικού κινήματος γνωστού ως Επαναστατικός Εξεγερσιακός Στρατός της Ουκρανίας ή ο Αναρχικός Μαύρος Στρατός με επικεφαλής τον Νέστορα Μάχνο. Ο Μαύρος Στρατός, ο οποίος απαριθμούσε αρκετούς Εβραίους και Ουκρανούς αγρότες στις γραμμές του, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ανάσχεση της επίθεσης του Λευκού Στρατού του Στρατηγού Ντενίκιν κατά της Μόσχας το 1919, και στην εκδίωξη αργότερα των Κοζακικών δυνάμεων από την Κριμαία.

 
Ρώσοι στρατιώτες του αντι-Μπολσεβίκικου Σιβηριανού Στρατού το 1919.

Οι Λευκοί καθώς και οι υπόλοιπες αντι-Μπολσεβικικές δυνάμεις, εκμεταλλευόμενες τη μεγάλη απόσταση που είχαν από το κέντρο οι περιφέρειες του Βόλγα, των Ουραλίων, της Σιβηρίας και της Άπω Ανατολής, ίδρυσαν μια σειρά από κυβερνήσεις στις πόλεις των περιοχών αυτών. Κάποιες από τις στρατιωτικές δυνάμεις ιδρύθηκαν με βάση τις μυστικές οργανώσεις των αξιωματικών στις πόλεις.

Οι Τσεχοσλοβάκικες Λεγεώνες ήταν τμήμα του Ρωσικού στρατού και αριθμούσαν περίπου 30.000 στρατιώτες μέχρι τον Οκτώβριο του 1917. Είχαν συμφωνία με τη νέα κυβέρνηση των Μπολσεβίκων να διεκπεραιωθούν από το Ανατολικό Μέτωπο μέσω του λιμανιού του Βλαδιβοστόκ στη Γαλλία. Η μεταφορά από το Ανατολικό Μέτωπο στο Βλαδιβοστόκ επιβραδύνθηκε από το χάος που επικρατούσε, και οι στρατιώτες διασκορπίστηκαν σε όλο το μήκος του Υπερ-Σιβηρικού Σιδηροδρόμου. Κάτω από την πίεση των Κεντρικών Δυνάμεων, ο Τρότσκι διέταξε τον αφοπλισμό και τη σύλληψη των λεγεωναρίων, πράγμα που δημιούργησε εντάσεις με τους Μπολσεβίκους.

 
Αμερικανικά στρατεύματα στο Βλαδιβοστόκ κατά τη Συμμαχική επέμβαση στον Ρωσικό Εμφύλιο Πόλεμο (Αύγουστος 1918)

Οι Δυτικοί Σύμμαχοι εξόπλισαν και στήριξαν τους αντιπάλους των Μπολσεβίκων, επειδή ανησυχούσαν για μια πιθανή Ρωσο-Γερμανική συμμαχία, την πιθανότητα οι Μπολσεβίκοι να κάνουν πράξη τις απειλές τους για αθέτηση των μαζικών εξωτερικών δανείων της Αυτοκρατορικής Ρωσίας, καθώς επίσης και για την εξάπλωση των Κομμουνιστικών επαναστατικών ιδεών (ανησυχία που συμμερίζονταν και πολλές Κεντρικές Δυνάμεις). Εξ ου, και πολλές από αυτές τις χώρες εξέφρασαν την υποστήριξή τους στους Λευκούς, συμπεριλαμβανομένης της εξασφάλισης στρατευμάτων και εφοδίων. Ο Ουίνστον Τσώρτσιλ δήλωσε ότι ο Μπολσεβικισμός πρέπει να «στραγγαλιστεί στην κούνια του».[10] Οι Βρετανοί και οι Γάλλοι είχαν στηρίξει τη Ρωσία κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο σε μαζική κλίμακα με πολεμικά εφόδια. Μετά τη συνθήκη, φαινόταν ότι πολύ από αυτό το υλικό θα έπεφτε στα χέρια των Γερμανών. Με την πρόφαση αυτή άρχισε η συμμαχική επέμβαση στον Ρωσικό Εμφύλιο Πόλεμο, με το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γαλλία να στέλνουν στρατεύματα στα Ρωσικά λιμάνια. Υπήρξαν βίαιες συγκρούσεις με στρατεύματα πιστά στους Μπολσεβίκους.

Η Γερμανική Αυτοκρατορία δημιούργησε μερικά βραχύβια δορυφορικά παρεμβαλλόμενα κράτη μέσα στη σφαίρα επιρροής της μετά τη Συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ: το «Ηνωμένο Βαλτικό Δουκάτο», το «Δουκάτο Κουρλάνδης και Σεμιγκάλιας», το «Βασίλειο της Λιθουανίας», το «Βασίλειο της Πολωνίας», τη «Λαϊκή Δημοκρατία της Λευκορωσίας», και το «Ουκρανικό Κράτος». Μετά την ήττα της Γερμανίας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο τον Νοέμβριο του 1918, αυτά τα κράτη διαλύθηκαν.

Η Φινλανδία ήταν η πρώτη δημοκρατία που κήρυξε την ανεξαρτησία της από τη Ρωσία τον Δεκέμβριο του 1917 και εδραιώθηκε στον επακόλουθο Φινλανδικό Εμφύλιο Πόλεμο από τον Ιανουάριο ως τον Μάιο του 1918. Η Δεύτερη Πολωνική Δημοκρατία, η Λιθουανία, η Λεττονία και η Εσθονία σχημάτισαν τους δικούς τους στρατούς αμέσως μετά την κατάργηση της συνθήκης του Μπρεστ-Λιτόφσκ και την έναρξη της Σοβιετικής προς τα δυτικά επίθεσης τον Νοέμβριο του 1918.

Διάταξη δυνάμεων και χρονολόγιο Επεξεργασία

 
Ευρωπαϊκό θέατρο του Ρωσικού Εμφυλίου Πολέμου

Στο Ευρωπαϊκό τμήμα της Ρωσίας ο πόλεμος διεξαγόταν σε τρία κύρια μέτωπα: το ανατολικό, το νότιο και το βορειοδυτικό. Μπορεί επίσης να χωριστεί χοντρικά στις τρεις παρακάτω περιόδους.

Η πρώτη περίοδος διήρκεσε από την Επανάσταση μέχρι την Ανακωχή. Ήδη την ημέρα της Επανάστασης, ο Κοζάκος Στρατηγός Καλέντιν αρνήθηκε να την αναγνωρίσει και ανέλαβε πλήρη κυβερνητική εξουσία στην Περιφέρεια του Ντον,[11] όπου ο Εθελοντικός Στρατός τον υποστήριζε μαζικά. Η υπογραφή της Συνθήκης του Μπρεστ-Λιτόφσκ είχε ακόμη σαν αποτέλεσμα την άμεση επέμβαση των Συμμάχων στη Ρωσία και τον εξοπλισμό στρατιωτικών δυνάμεων που αντιτίθεντο στην Μπολσεβίκικη κυβέρνηση. Υπήρχαν και πολλοί Γερμανοί διοικητές που προσέφεραν στήριξη κατά των Μπολσεβίκων, φοβούμενοι επίσης ότι επέκειτο η αντιπαράθεση μαζί τους.

Σε αυτή την πρώτη περίοδο οι Μπολσεβίκοι πήραν τον έλεγχο της Κεντρικής Ασίας από τα χέρια της Προσωρινής Κυβέρνησης και του Λευκού Στρατού, δημιουργώντας μια βάση για το Κομμουνιστικό Κόμμα στη Στέπα και στο Τουρκεστάν, όπου ήταν εγκατεστημένοι σχεδόν δύο εκατομμύρια Ρώσοι έποικοι.[12]

Οι περισσότερες από τις μάχες σε αυτή την πρώτη περίοδο ήταν σποραδικές, με τη συμμετοχή μόνο μικρών ομάδων μέσα σε μια ρευστή και γρήγορα μεταβαλλόμενη σκηνή. Μεταξύ των ανταγωνιστών ήταν οι Τσέχοι, γνωστοί ως Τσεχοσλοβακική Λεγεώνα ή «Λευκοί Τσέχοι»,[13] οι Πολωνοί της 5ης Πολωνικής Μεραρχίας Τυφεκιοφόρων και οι φιλο-Μπολσεβίκοι Ερυθροί Λετονοί τυφεκιοφόροι.

Η δεύτερη περίοδος του πολέμου διήρκησε από τον Ιανουάριο ως τον Νοέμβριο του 1919. Κατ’ αρχάς οι προελάσεις των Λευκών στρατευμάτων από τον νότο (υπό τον Στρατηγό Ντενίκιν), την ανατολή (υπό τον Ναύαρχο Κολτσάκ) και βορειοδυτικά (υπό τον Στρατηγό Γιουντένιτς) ήταν επιτυχείς, αναγκάζοντας τον Κόκκινο Στρατό και τους συμμάχους του να υποχωρήσουν και στα τρία μέτωπα. Τον Ιούλιο του 1919 ο Κόκκινος Στρατός υπέστη και άλλη ήττα μετά από μια μαζική αποστασία μονάδων στην Κριμαία προς τον αναρχικό Μαύρο Στρατό υπό τον Νέστορα Μάχνο, διευκολύνοντας τις αναρχικές δυνάμεις να εδραιώσουν την εξουσία στην Ουκρανία. Ο Λέον Τρότσκι σύντομα αναμόρφωσε τον Κόκκινο Στρατό, κλείνοντας συμφωνία για την πρώτη από δύο στρατιωτικές συμμαχίες με τους αναρχικούς. Τον Ιούνιο ο Κόκκινος Στρατός για πρώτη φορά αναχαίτισε την προέλαση του Κολτσάκ. Μετά από μια σειρά υποσχέσεις στους αναρχικούς, βοηθούμενος από την επίθεση του Μαύρου Στρατού κατά των γραμμών εφοδιασμού των Λευκών, ο Κόκκινος Στρατός νίκησε τα στρατεύματα του Ντενίκιν και του Γιουντένιτς τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο.

Η τρίτη περίοδος του πολέμου ήταν η διαρκής πολιορκία των τελευταίων Λευκών στρατευμάτων στην Κριμαία. Ο Στρατηγός Βράγγελ είχε συγκεντρώσει τα απομεινάρια των στρατευμάτων του Ντενίκιν, καταλαμβάνοντας το μεγαλύτερο μέρος της Κριμαίας. Μια απόπειρα εισβολής στη νότια Ουκρανία αποκρούστηκε από τον αναρχικό Μαύρο Στρατό υπό τη διοίκηση του Νέστορα Μάχνο. Καταδιωκόμενος μέσα στην Κριμαία από τα στρατεύματα του Μάχνο, ο Βράγγελ επανεξέτασε την άμυνα στην Κριμαία. Μετά από μια αποτυχημένη κίνηση βόρεια κατά του Κόκκινου Στρατού, τα στρατεύματα του Βράγγελ σπρώχτηκαν νότια από τα στρατεύματα του Κόκκινου Στρατού και του Μαύρου Στρατού. ο Βράγγελ και τα απομεινάρια του στρατού του διαπεραιώθηκαν στην Κωνσταντινούπολη τον Νοέμβριο του 1920.

Πολεμικές επιχειρήσεις Επεξεργασία

Οκτωβριανή επανάσταση Επεξεργασία

Στην Οκτωβριανή Επανάσταση το Μπολσεβίκικο Κόμμα διέταξε την Κόκκινη φρουρά (ένοπλες ομάδες εργατών και λιποτακτών του Αυτοκρατορικού στρατού) να πάρει τον έλεγχο της Πετρούπολης (Αγία Πετρούπολη) και αμέσως άρχισε η ένοπλη κατάληψη πόλεων και χωριών σε όλη την πρώην Ρωσική Αυτοκρατορία. Τον Ιανουάριο του 1918 οι Μπολσεβίκοι διέλυσαν τη Ρωσική Συντακτική Συνέλευση και ανακήρυξαν τα Σοβιέτ (συμβούλια εργατών) ως τη νέα κυβέρνηση της Ρωσίας.

Οι πρώτες εξεγέρσεις κατά των Μπολσεβίκων Επεξεργασία

Η πρώτη προσπάθεια για ανάκτηση της εξουσίας από τους Μπολσεβίκους έγινε με την εξέγερση Κερένσκι – Κρασνόφ τον Οκτώβριο του 1917. Υποστηρίχτηκε από την Ανταρσία των Γιούνκερ στην Πετρούπολη, αλλά γρήγορα κατεστάλη από την Κόκκινη φρουρά, ιδίως τη Λετονική μεραρχία τυφεκιοφόρων.

Οι αρχικές ομάδες που πολέμησαν κατά των Κομμουνιστών ήταν τοπικά Κοζάκικα στρατεύματα που είχαν δηλώσει την αφοσίωσή τους στην Προσωρινή Κυβέρνηση, και από τους ηγέτες των οποίων ξεχώριζαν οι στρατηγοί Καλέντιν των Κοζάκων του Ντον, και Σεμενόφ των Κοζάκων της Σιβηρίας. Οι κορυφαίοι Τσαρικοί αξιωματικοί του παλαιού καθεστώτος άρχισαν επίσης να αντιστέκονται. Τον Νοέμβριο, ο Στρατηγός Αλεξέγιεφ, ο Αρχηγός Επιτελείου του Τσάρου κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, άρχισε να οργανώνει τον Εθελοντικό Στρατό στο Νοβοτσερκάσκ. Οι εθελοντές του μικρού αυτού στρατού ήταν κυρίως αξιωματικοί του παλιού Ρωσικού στρατού, μαθητές στρατιωτικών σχολών και σπουδαστές. Τον Δεκέμβριο του 1917 με τον Αλεξέγιεφ συντάχθηκαν οι Στρατηγοί Κορνίλοφ, Ντενίκιν και άλλοι Τσαρικοί αξιωματικοί που είχαν δραπετεύσει από τη φυλακή, όπου είχαν φυλακιστεί μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα Κορνίλοφ λίγο πριν την Επανάσταση.[14] Στις αρχές Δεκεμβρίου 1917 ομάδες εθελοντών και Κοζάκοι κατέλαβαν το Ροστόφ.

 
Καλοκαίρι 1917 στη Ρωσία κοντά στη Μόσχα. Στο πάρκο της ντάτσας, μια Γερμανίδα μπάμπουσκα (γιαγιά) και οι εγγονές της. Τα παιδιά διέφυγαν με τους Ελβετούς γονείς τους (πιθανόν το 1921) στην Ελβετία με μια δραματική διαφυγή, ζώντας στην αρχή στη νότια Ρωσία (Ροστόβ-στον-Ντον), και αργότερα φεύγοντας μέσω Οδησσού με σφραγισμένη βοϊδάμαξα για τη Βαρσοβία. Όταν η οικογένεια έφθασε στη Βασιλεία, έπρεπε να υπομείνουν υποχρεωτική καραντίνα.

Έχοντας διατυπώσει τον Νοέμβριο του 1917 στη «Διακήρυξη των Δικαιωμάτων των Εθνών της Ρωσίας» ότι σε κάθε έθνος που ήταν κάτω από την αυτοκρατορική Ρωσική κυριαρχία θα έπρεπε να δοθεί αμέσως το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού, οι Μπολσεβίκοι είχαν αρχίσει να σφετερίζονται την εξουσία της Προσωρινής Κυβέρνησης στα εδάφη της Κεντρικής Ασίας αμέσως μετά τη σύσταση της Επιτροπής Τουρκεστάν στην Τασκένδη.[15] Τον Απρίλιο του 1917 η Προσωρινή Κυβέρνηση συνέστησε αυτή την επιτροπή, η οποία αποτελείτο κυρίως από πρώην Τσαρικούς αξιωματικούς.[16] Οι Μπολσεβίκοι έκαναν προσπάθεια να πάρουν τον έλεγχο της Επιτροπής στην Τασκένδη στις 12 Σεπτεμβρίου 1917, αλλά ήταν ανεπιτυχής, και πολλά ηγετικά στελέχη συνελήφθησαν. Ωστόσο, επειδή η Επιτροπή δεν είχε εκπροσώπηση του γηγενούς πληθυσμού και των φτωχών Ρώσων εποίκων, έπρεπε να ελευθερώσουν τους Μπολσεβίκους κρατούμενους σχεδόν αμέσως λόγω της λαϊκής κατακραυγής, και η επιτυχής κατάληψη του κυβερνητικού οργάνου έγινε δύο μήνες αργότερα, τον Νοέμβριο.[17] Ο θρίαμβος του Μπολσεβίκικου κόμματος επί της Προσωρινής Κυβέρνησης κατά τη διάρκεια του 1917 οφειλόταν κυρίως στη στήριξη που έλαβαν από την εργατική τάξη της Κεντρικής Ασίας. Οι Λίγκες του Μοχαμεντάν Εργαζόμενου Λαού, τις οποίες οι Ρώσοι έποικοι και οι γηγενείς οι οποίοι είχαν σταλεί να εργαστούν πίσω από τις γραμμές για την Τσαρική κυβέρνηση το 1916 σχημάτισαν τον Μάρτιο του 1917, είχαν καθοδηγήσει πολυάριθμες απεργίες στα βιομηχανικά κέντρα καθ’ όλο τον Σεπτέμβριο του 1917.[18] Ωστόσο, μετά τη φθορά των Μπολσεβίκων της Προσωρινής Κυβέρνησης στην Τασκένδη, οι Μουσουλμανικές ελίτ σχημάτισαν αυτόνομη κυβέρνηση στο Τουρκεστάν, που συνήθως ονομάζεται «αυτονομία Κοκάντ» (ή απλά Κοκάντ).[19] Οι Λευκοί Ρώσοι στήριξαν αυτό το κυβερνητικό σώμα, το οποίο κράτησε αρκετούς μήνες λόγω της απομόνωσης των Μπολσεβίκικων στρατευμάτων από τη Μόσχα.[20] Τον Ιανουάριο του 1918 οι Σοβιετικές δυνάμεις υπό τον Αντισυνταγματάρχη Μουραβιόφ εισέβαλαν στην Ουκρανία και πολιόρκησαν το Κίεβο, όπου το Κεντρικό Συμβούλιο της Ουκρανικής Λαϊκής Δημοκρατίας είχε την εξουσία. Με τη βοήθεια της Εξέγερσης του Οπλοστασίου του Κιέβου, οι Μπολσεβίκοι κατέλαβαν την πόλη στις 26 Ιανουαρίου.[21]

Ειρήνη με τις Κεντρικές Δυνάμεις Επεξεργασία

Οι Μπολσεβίκοι αποφάσισαν να κάνουν αμέσως ειρήνη με τη Γερμανική Αυτοκρατορία και τις Κεντρικές Δυνάμεις, όπως είχαν υποσχεθεί στον Ρωσικό λαό πριν την Επανάσταση.[22] Οι πολιτικοί αντίπαλοι του Βλαντιμίρ Λένιν απέδωσαν αυτή την απόφαση ως αντάλλαγμα για την υποστήριξη που είχε δεχθεί ο Λένιν από το Υπουργείο Εξωτερικών του Γερμανού Αυτοκράτορα Γουλιέλμου Β’, προκειμένου να επιστρέψει στη Ρωσία, με την προσδοκία εκ μέρους των Γερμανών, να προκαλέσει πολιτική αναταραχή η οποία θα έκαμπτε την ικανότητα της Ρωσίας να συνεχίσει τον πόλεμο.[23] Ωστόσο, μετά τη στρατιωτική αποτυχία της θερινής επίθεσης (Ιούνιος 1917) από την Προσωρινή Κυβέρνηση, κατέστη αποφασιστικής σημασίας όπως ο Λένιν πραγματοποιήσει την υπεσχημένη ειρήνη.[24][25] Ακόμη και πριν την αποτυχημένη θερινή επίθεση ο Ρωσικός λαός ήταν πολύ σκεπτικιστής σχετικά με τη συνέχιση του πολέμου. Οι Δυτικοί σοσιαλιστές είχαν έρθει αμέσως από τη Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο για να πείσουν τους Ρώσους να συνεχίσουν τον αγώνα, αλλά δεν μπόρεσαν να αλλάξουν τη νέα ειρηνιστική διάθεση της Ρωσίας.[26]

 
Γερμανοί αξιωματικοί χαιρετούν τη Σοβιετική αντιπροσωπεία με τον Τρότσκι στο Μπρεστ-Λιτόφσκ, 8 Ιανουαρίου 1918

Στις 16 Δεκεμβρίου 1917 υπεγράφη ανακωχή μεταξύ Ρωσίας και Κεντρικών Δυνάμεων στο Μπρεστ-Λιτόφσκ και άρχισαν ειρηνευτικές συνομιλίες.[27] Ως προϋπόθεση για την υπογραφή της συνθήκης, οι Κεντρικές Δυνάμεις απαιτούσαν να αποδοθούν τεράστιες εκτάσεις της πρώην Ρωσικής Αυτοκρατορίας στη Γερμανική Αυτοκρατορία και την Οθωμανική Αυτοκρατορία, γεγονός το οποίο αναστάτωσε πολύ τους εθνικιστές και τους συντηρητικούς. Ο Λέον Τρότσκι, εκπροσωπώντας τους Μπολσεβίκους, αρνήθηκε αρχικά να υπογράψει τη συνθήκη ενώ συνέχισε να τηρεί μονομερή κατάπαυση του πυρός, ακολουθώντας την πολιτική «Κανένας πόλεμος, καμιά ειρήνη».[28]

Λαμβανομένου αυτού υπόψη, στις 18 Φεβρουαρίου 1918 οι Γερμανοί άρχισαν την Επιχείρηση Faustschlag (γρονθοκόπημα) στο Ανατολικό Μέτωπο, αντιμετωπίζοντας σχεδόν καμιά αντίσταση σε μια εκστρατεία που κράτησε 11 ημέρες.[28] Η υπογραφή της επίσημης συνθήκης ειρήνης ήταν η μόνη επιλογή στα μάτια των Μπολσεβίκων, επειδή ο Ρωσικός στρατός αποστρατευόταν και η νεοσυσταθείς Κόκκινος Στρατός ήταν ανίκανος να σταματήσει την προέλαση. Αντιλαμβάνονταν επίσης ότι η επικείμενη αντεπαναστατική αντίσταση ήταν πιο επικίνδυνη από τις παραχωρήσεις της συνθήκης, την οποία ο Λένιν θεωρούσε προσωρινή υπό το φως των προσδοκιών για παγκόσμια επανάσταση. Οι Σοβιετικοί συναίνεσαν σε μια συνθήκη ειρήνης, και η επίσημη συμφωνία, η Συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ, κυρώθηκε στις 6 Μαρτίου. Οι Σοβιετικοί θεωρούσαν τη συνθήκη απλώς ως ένα απαραίτητο και πρόσφορο μέσο για τον τερματισμό του πολέμου. Ως εκ τούτου, παραχώρησαν τεράστιες περιοχές στη Γερμανική Αυτοκρατορία.

Ουκρανία, Νότια Ρωσία και Καύκασος 1918 Επεξεργασία

Υπό τη Σοβιετική πίεση, ο Εθελοντικός Στρατός άρχισε την επική Παγωμένη Πορεία από το Εκατερίνονταρ στο Κουμπάν στις 22 Φεβρουαρίου 1918, όπου ενώθηκαν με τους Κοζάκους του Κουμπάν για να εξαπολύσουν μια αποτυχημένη επίθεση κατά του Εκατερίνονταρ.[29] Οι Σοβιετικοί ανακατέλαβαν το Ροστόφ την επόμενη ημέρα.[30] Ο Στρατηγός Κορνίλοφ σκοτώθηκε στη μάχη στις 13 Απριλίου, και ο Στρατηγός Ντενίκιν ανέλαβε τη διοίκηση. Πολεμώντας κατά των διωκτών του χωρίς ανάπαυλα, ο στρατός πέτυχε να ανοίξει δρόμο από τα νώτα προς τον Ντον, όπου είχε αρχίσει η εξέγερση των Κοζάκων κατά των Μπολσεβίκων.

 
Άρθρο των Τάιμς της Νέας Υόρκης του Φεβρουαρίου 1918 που δείχνει έναν χάρτη των Ρωσικών Αυτοκρατορικών εδαφών που διεκδικούνται από τη Λαϊκή Δημοκρατία της Ουκρανίας εκείνη την εποχή, πριν από την προσάρτηση των Αυστρο-Ουγγρικών εδαφών της Δυτικής Λαϊκής Δημοκρατίας της Ουκρανίας.

Η Σοβιετική Κομμούνα του Μπακού ιδρύθηκε στις 13 Απριλίου. Η Γερμανία αποβίβασε το Εκστρατευτικό Σώμα του Καυκάσου στο Πότι στις 8 Ιουνίου. Ο Οθωμανικός Στρατός του Ισλάμ (σε συνασπισμό με το Αζερμπαϊτζάν) τους εξώθησε από το Μπακού στις 26 Ιουλίου 1918. Στη συνέχεια η Ντασνάκ, (Αρμενική Επαναστατική Ομοσπονδία), οι, Δεξιοί Εσέροι και οι Μενσεβίκοι άρχισαν διαπραγματεύσεις με τον Στρατηγό Ντάνστερβιλ, διοικητή των Βρετανικών στρατευμάτων στην Περσία. Οι Μπολσεβίκοι και οι Αριστεροί Εσέροι σύμμαχοί τους ήταν αντίθετοι σε αυτό, αλλά στις 25 Ιουλίου η πλειοψηφία του Σοβιέτ αποφάσισε να καλέσει τους Βρετανούς και οι Μπολσεβίκοι παραιτήθηκαν. Η Σοβιετική Κομμούνα του Μπακού τελείωσε την ύπαρξή της και αντικαταστάθηκε από τη Δικτατορία της Κεντρικής Κασπίας.

Τον Ιούνιο του 1918 ο Εθελοντικός Στρατός, αριθμώντας κάπου 9.000 άνδρες, άρχισε τη δεύτερη εκστρατεία του στο Κουμπάν. Το Εκατερίνονταρ περικυκλώθηκε την 1η Αυγούστου και έπεσε στις 3. Τον Σεπτέμβριο – Οκτώβριο, έγιναν σκληρές μάχες σε Αρμαβίρ και Σταυρούπολη. Στις 13 Οκτωβρίου η μεραρχία του Στρατηγού Καζανόβιτς κατέλαβε το Αρμαβίρ, και την 1η Νοεμβρίου ο Στρατηγός Πιότρ Βράγγελ εξασφάλισε τη Σταυρούπολη. Αυτή τη φορά τα Ερυθρά στρατεύματα δεν είχαν καμιά διαφυγή, και από τις αρχές του 1919 ολόκληρος ο Βόρειος Καύκασος ήταν απαλλαγμένος από τους Μπολσεβίκους.

Τον Οκτώβριο ο Στρατηγός Αλεξέγιεφ, ο ηγέτης των Λευκών στρατευμάτων στη νότια Ρωσία, πέθανε από καρδιακή προσβολή. Επιτεύχθηκε συμφωνία μεταξύ του επικεφαλής του Εθελοντικού Στρατού Ντενίκιν, και Π.Ν. Κρασνόφ, Αταμάνου των Κοζάκων του Ντον, η οποία ένωσε τις δυνάμεις τους υπό την αποκλειστική διοίκηση του Ντενίκιν. Έτσι δημιουργήθηκαν οι Ένοπλες Δυνάμεις της Νότιας Ρωσίας.

Ανατολική Ρωσία, Σιβηρία και Ρωσική Άπω Ανατολή, 1918 Επεξεργασία

Η εξέγερση της Τσεχοσλοβακικής Λεγεώνας ξέσπασε τον Μάιο του 1918,[31] και οι λεγεωνάριοι πήραν τον έλεγχο του Τσελύαμπινσκ τον Ιούνιο. Ταυτόχρονα οι οργανώσεις των Ρώσων αξιωματικών ανέτρεψαν τους Μπολσεβίκους στο Πετροπαβλόσκ (σήμερα Καζακστάν) και στο Ομσκ. Μέσα σε ένα μήνα οι Λευκοί έλεγχαν το μεγαλύτερο μέρος του Υπερ-Σιβηρικού Σιδηροδρόμου μεταξύ λίμνης Βαϊκάλης και περιφέρειας των Ουραλίων. Το καλοκαίρι η εξουσία των Μπολσεβίκων στη Σιβηρία εξαλείφθηκε. Σχηματίστηκε στο Ομσκ η Προσωρινή Κυβέρνηση της Αυτόνομης Σιβηρίας. Μέχρι το τέλος του Ιουλίου οι Λευκοί είχαν επεκτείνει τα κέρδη τους δυτικά, καταλαμβάνοντας το Εκατερίνμπουργκ στις 26 Ιουλίου 1918. Λίγο πριν την πτώση του Εκατερίνμπουργκ, στις 17 Ιουλίου 1918, ο πρώην Τσάρος και η οικογένειά του εκτελέστηκαν από το Σοβιέτ των Ουραλίων για να μην πέσουν στα χέρια των Λευκών.

Μενσεβίκοι και Σοσιαλ-Επαναστάτες στήριζαν τον αγώνα των αγροτών κατά του Σοβιετικού ελέγχου των αποθεμάτων των τροφίμων. Τον Μάιο του 1918, με την υποστήριξη της Τσεχοσλοβακικής Λεγεώνας, πήραν τη Σαμάρα και το Σαράτοφ, συστήνοντας την Επιτροπή των Μελών της Συντακτικής Συνέλευσης – γνωστής ως «Κομούτς». Μέχρι τον Ιούλιο η εξουσία της Κομούτς επεκτάθηκε πάνω από ένα μεγάλο μέρος της περιοχής που ελεγχόταν από την Τσεχοσλοβακική Λεγεώνα. Η Κομούτς ακολουθούσε μια αμφίθυμη κοινωνική πολιτική. Από τη μια πλευρά υποστήριζε τον θεσμό της οκτάωρης εργάσιμης ημέρας, και από την άλλη ευνοούσε την επιστροφή εργοστασίων και γαιών στους πρώην ιδιοκτήτες τους. Μετά την πτώση του Καζάν, ο Βλαδίμηρος Λένιν ζήτησε την αποστολή των εργατών της Πετρούπολης στο Μέτωπο του Καζάν. «Πρέπει να στείλουμε τον μέγιστο αριθμό των εργατών της Πετρούπολης: μερικές δεκάδες ηγέτες όπως ο Καγιουρόφ, και μερικές χιλιάδες αγωνιστές, από τους πιο ικανούς».[32]

Μετά από μια σειρά αποτυχίες στο μέτωπο, ο Επίτροπος Πολέμου των Μπολσεβίκων, Τρότσκι, καθιέρωσε όλο και πιο σκληρά μέτρα για να εμποδίσει τις χωρίς άδεια αποχωρήσεις, τις λιποταξίες και ανταρσίες στον Ερυθρό Στρατό. Στη μάχη οι δυνάμεις ειδικών ερευνών της Τσεκά, που ονομάστηκαν Ειδικό Σωφρονιστικό Τμήμα της Παν-Ρωσικής Έκτακτης Επιτροπής για την Καταπολέμηση της Αντεπανάστασης και του Σαμποτάζ ή Ειδικές Σωφρονιστικές Ταξιαρχίες, ακολουθούσαν τον Ερυθρό Στρατό, διενεργώντας δίκες και συνοπτικές εκτελέσεις στρατιωτών και αξιωματικών που λιποτακτούσαν, εγκατέλειπαν τις θέσεις τους ή δεν έδειχναν επαρκή επιθετικό ζήλο.[33][34] Ο Τρότσκι επεξέτεινε τη χρήση της ποινής του θανάτου μέχρι τον τυχαίο πολιτικό κομισάριο του οποίου το απόσπασμα οπισθοχωρούσε ή διαλυόταν μπροστά στον εχθρό. Τον Αύγουστο, απογοητευμένος από τις συνεχείς αναφορές για τη διάλυση των στρατευμάτων του Ερυθρού Στρατού κάτω από πυρά, ο Τρότσκι ενέκρινε τον σχηματισμό του στρατού φράκτη – τοποθετημένου πίσω από αναξιόπιστες μονάδες του Ερυθρού Στρατού και με διαταγές να πυροβολεί οποιονδήποτε έφευγε από τη μάχη χωρίς άδεια.[35]

 
Μπολσεβίκοι φονευθέντες από Τσεχοσλοβάκους λεγεωνάριους του 8ου Συντάγματος στο Νικόλσκ Ουσουρίσκι, το 1918.

Τον Σεπτέμβριο του 1918 η Κομούτς, η Σιβηριανή Προσωρινή Κυβέρνηση και άλλες τοπικές αντι-Σοβιετικές κυβερνήσεις συνεδρίασαν στην Ούφα και συμφώνησαν να σχηματίσουν τη νέα Προσωρινή Παν-ρωσική Κυβέρνηση στο Ομσκ, με επικεφαλής ένα Διευθυντήριο από πέντε: τρεις Σοσιαλ-Επαναστάτες (Νικολάι Αυξεντίεφ, Μπολντίρεφ και Βλαντιμίρ Ζενζινόφ) και δύο Καντέτ (Β.Α. Βινογκράντοφ και Π.Β. Βολογκόντσκι).

Μέχρι το φθινόπωρο του 1918 οι αντι-Μπολσεβίκικες Λευκές δυνάμεις στην ανατολή περιλάμβαναν τον Λαϊκό Στρατό (Κομούτς), τον Σιβηριανό Στρατό (της Σιβηριανής Προσωρινής Κυβέρνησης) και στασιαστικές Κοζάκικες μονάδες των Αρινμπούρκ, Ουραλίων, Σιβηρίας, Σεμιρέτσιγιε, Βαϊκάλης, Αμούρ και Ουσούρι Κοζάκων, ονομαστικά υπό τις διαταγές του Στρατηγού Β. Γκ. Μπολντίρεφ, Αρχιστρατήγου, διορισμένου από το Διευθυντήριο της Ούφα.

Στον Βόλγα, το Λευκό απόσπασμα του Συνταγματάρχη Κάπελ κατέλαβε το Καζάν στις 7 Αυγούστου, αλλά οι Ερυθροί ανακατέλαβαν την πόλη στις 8 Σεπτεμβρίου 1918 μετά από αντεπίθεση. Στις 11 έπεσε το Σιμπίρσκ, και στις 8 Οκτωβρίου η Σαμάρα. Οι Λευκοί υποχώρησαν ανατολικά προς Ούφα και Αρινμπούρκ.

Στην Ομσκ η Ρωσική Προσωρινή Κυβέρνηση γρήγορα τέθηκε υπό την ηγεσία του νέου της Υπουργού Πολέμου, Υποναύαρχου Κολτσάκ. Στις 18 Νοεμβρίου ένα πραξικόπημα επέβαλε τον Κολτσάκ ως δικτάτορα. Τα μέλη του Διευθυντηρίου συνελήφθησαν και ο Κολτσάκ ανακηρύχθηκε «Ανώτατος Άρχων της Ρωσίας». Μέχρι τα μέσα Δεκεμβρίου 1918 τα Λευκά στρατεύματα υπό την πίεση των Μπολσεβίκων, έπρεπε να εγκαταλείψουν την Ούφα, εξισορρόπησαν όμως αυτήν την αποτυχία με μια επιτυχημένη πορεία προς Περμ, το οποίο κατέλαβαν στις 24 Δεκεμβρίου.

Κεντρική Ασία 1918 Επεξεργασία

Τον Φεβρουάριο του 1918 ο Ερυθρός Στρατός ανέτρεψε την υποστηριζόμενη από τους Λευκούς Ρώσους αυτονομία του Κοκάντ στο Τουρκεστάν.[36] Αν και αυτή η κίνηση φαινόταν να σταθεροποιεί την Μπολσεβίκικη εξουσία στην Κεντρική Ασία, σύντομα εμφανίστηκαν περισσότερα προβλήματα για τον Ερυθρό Στρατό καθώς άρχισαν να επεμβαίνουν οι Συμμαχικές δυνάμεις. Η Βρετανική υποστήριξη στον Λευκό Στρατό ήταν η μεγαλύτερη απειλή κατά τη διάρκεια του 1918 για τον Ερυθρό Στρατό στην Κεντρική Ασία. Η Μεγάλη Βρετανία έστειλε τρεις εξέχοντες στρατιωτικούς ηγέτες στην περιοχή. Ένας ήταν ο Αντισυνταγματάρχης Μπέλεϊ, ο οποίος κατέγραψε μια αποστολή στην Τασκένδη, απ’ όπου οι Μπολσεβίκοι τον ανάγκασαν να φύγει. Άλλος ήταν ο Στρατηγός Μάλεσον, ηγούμενος της ομώνυμης αποστολής, ο οποίος βοήθησε τους Μενσεβίκους στο Ασκαμπάντ (τώρα πρωτεύουσα του Τουρκμενιστάν) με μια μικρή Αγγλο-Ινδική δύναμη. Ωστόσο, απέτυχε να πάρει τον έλεγχο σε Τασκένδη, Μπουχάρα και Κίβα. Ο τρίτος ήταν ο Υποστράτηγος Ντάνστερβιλ, τον οποίο οι Μπολσεβίκοι εκδίωξαν από την Κεντρική Ασία ένα μόνο μήνα μετά την άφιξή του τον Αύγουστο του 1918.[37] Παρά τις την ανασχετική δράση των Βρετανικών δυνάμεων εισβολής κατά το 1918, οι Μπολσεβίκοι συνέχισαν να κάνουν πρόοδο στο να φέρουν τον πληθυσμό της Κεντρικής Ασίας κάτω από την επιρροή τους. Το πρώτο περιφερειακό συνέδριο του Ρωσικού Κομμουνιστικού Κόμματος συγκλήθηκε στην Τασκένδη τον Ιούνιο του 1918 με σκοπό να υποστηρίξει το τοπικό Μπολσεβίκικο Κόμμα.[38]

 
Χάρτης της Ευρώπης του Γεωγραφικού Ινστιτούτου του Λονδίνου μετά τις συνθήκες Μπρεστ-Λιτόφσκ και Βατούμ και πριν από τις συνθήκες Τάρτου, Καρς και Ρίγα.

Εξέγερση των Αριστερών Εσέρων Επεξεργασία

Τον Ιούλιο δύο Αριστεροί Εσέροι υπάλληλοι της Τσεκά, οι Μπλιούμκιν και Αντρέγιεφ, δολοφόνησαν τον Γερμανό πρέσβη, Κόμη Μίρμπαχ. Στη Μόσχα η εξέγερση των Αριστερών Εσέρων κατεστάλη από τους Μπολσεβίκους, με τη χρήση στρατιωτικών αποσπασμάτων της Τσεκά. Ο Λένιν προσωπικά ζήτησε συγγνώμη από τους Γερμανούς για τη δολοφονία. Ακολούθησαν μαζικές συλλήψεις Σοσιαλ-Επαναστατών.

Εσθονία, Λεττονία και Πετρούπολη Επεξεργασία

Η Εσθονία εκκαθάρισε τα εδάφη της από τον Ερυθρό Στρατό μέχρι τον Ιανουάριο του 1919.[39] Οι Γερμανοί εθελοντές της Βαλτικής κατέλαβαν τη Ρίγα από τους Ερυθρούς Λετονούς Τυφεκιοφόρους στις 22 Μαΐου, αλλά η Εσθονική 3η Μεραρχία νίκησε τους Γερμανούς της Βαλτικής ένα μήνα αργότερα, βοηθώντας την ίδρυση της Δημοκρατίας της Λετονίας.[40]

 
Στρατηγός Νικολάι Γιουντένιτς

Αυτό κατέστησε δυνατή μια άλλη απειλή για τον Ερυθρό Στρατό – αυτή του Στρατηγού Γιουντένιτς, ο οποίος πέρασε το καλοκαίρι οργανώνοντας τη Βορειοανατολική Στρατιά στην Εσθονία με τοπική και Βρετανική στήριξη. Τον Οκτώβριο του 1919 προσπάθησε να καταλάβει την Πετρούπολη αιφνιδίως με δύναμη 20.000 περίπου ανδρών. Η επίθεση εκτελέστηκε δεξιοτεχνικά, χρησιμοποιώντας νυκτερινές επιθέσεις και αστραπιαίους ελιγμούς του ιππικού για να παρακάμψει τις πλευρές του αμυνόμενου Ερυθρού Στρατού. Ο Γιουντένιτς είχε επίσης έξι Βρετανικά τανκς, τα οποία προκαλούσαν πανικό όποτε εμφανίζονταν. Οι Σύμμαχοι έδωσαν μεγάλες ποσότητες βοήθειας στον Γιουντένιτς, ο οποίος, ωστόσο, παραπονιόταν ότι λάμβανε ανεπαρκή στήριξη.

Μέχρι τις 19 Οκτωβρίου τα στρατεύματα του Γιουντένιτς είχαν φθάσει στα περίχωρα της πόλης. Μερικά μέλη της κεντρικής επιτροπής των Μπολσεβίκων ήταν πρόθυμα να παραδώσουν την Πετρούπολη, αλλά ο Τρότσκι αρνήθηκε να δεχθεί την απώλεια της πόλης και οργάνωσε προσωπικά την άμυνά της. Δήλωσε ότι «Είναι αδύνατο για ένα μικρό στρατό 15.000 πρώην αξιωματικών να γίνουν κύριοι της πρωτεύουσας της εργατικής τάξης των 700.000 κατοίκων». Κανόνισε στρατηγική αστικής άμυνας, διακηρύσσοντας ότι η πόλη θα «υπερασπιζόταν τον εαυτό της στο έδαφός της» και ότι ο Λευκός Στρατός θα χανόταν στον λαβύρινθο των οχυρωμένων δρόμων και εκεί «θα εύρισκαν τον τάφο τους».[41]

Ο Τρότσκι εξόπλισε όλους τους διαθέσιμους εργάτες, άνδρες και γυναίκες, διατάσσοντας τη μεταφορά στρατιωτικών δυνάμεων από τη Μόσχα. Μέσα σε λίγες εβδομάδες ο Ερυθρός Στρατός υπερασπιζόμενος την Πετρούπολη είχε τριπλασιαστεί σε μέγεθος και υπερτερούσε του Γιουντένιτς τρία προς ένα. Σε αυτό το σημείο ο Γιουντένιτς, χωρίς εφόδια, αποφάσισε να διακόψει την πολιορκία της πόλης και αποσύρθηκε, ζητώντας κατ’ επανάληψη την άδεια να αποσύρει τον στρατό του στην άλλη πλευρά των συνόρων με την Εσθονία. Ωστόσο, οι μονάδες που οπισθοχωρούσαν στην άλλη πλευρά των συνόρων αφοπλίζονταν και αιχμαλωτίζονταν με απόφαση της Εσθονικής κυβέρνησης, η οποία είχε αρχίσει ειρηνευτικές συνομιλίες με τη Σοβιετική Κυβέρνηση στις 16 Σεπτεμβρίου Οι Σοβιετικές αρχές είχαν ενημερώσει τους Εσθονούς για την από 6 Νοεμβρίου απόφασή τους ότι, εάν επιτραπεί στον Λευκό Στρατό να υποχωρήσει στην Εσθονία, θα καταδιωκόταν πέρα από τα σύνορα από τους Ερυθρούς.[42] Παρά ταύτα, οι Ερυθροί επιτέθηκαν στις θέσεις του Εσθονικού στρατού και η μάχες συνεχίστηκαν μέχρι την κατάπαυση του πυρός που τέθηκε σε ισχύ στις 3 Ιανουαρίου 1920. Μετά τη Συνθήκη του Τάρτου οι περισσότεροι από τους στρατιώτες του Γιουντένιτς πήγαν εξορία. Ο Φινλανδός Στρατηγός Μανερχάιμ σχεδίασε επέμβαση για να βοηθήσει τους Λευκούς στη Ρωσία να καταλάβουν την Πετρούπολη. Ωστόσο, δεν πέτυχε την αναγκαία στήριξη για την απόπειρα. Ο Λένιν θεωρούσε «απόλυτα σίγουρο ότι η παραμικρότερη βοήθεια από τη Φινλανδία θα είχε καθορίσει τη μοίρα της Πετρούπολης».

Βόρεια Ρωσία 1919 Επεξεργασία

Οι Βρετανοί κατέλαβαν το Μούρμανσκ και, μαζί με τους Αμερικανούς, πολιόρκησαν το Αρκανγκέλς. Με την υποχώρηση του Κολτσάκ στη Σιβηρία, απέσυραν τα στρατεύματά τους από τις πόλεις πριν ο χειμώνας τους παγιδεύσει στο λιμάνι.

Σιβηρία 1919 Επεξεργασία

 
Ο Ναύαρχος Κολτσάκ επιθεωρώντας τα στρατεύματα, 1919

Στις αρχές Μαρτίου 1919 άρχισε η γενική επίθεση των Λευκών στο ανατολικό μέτωπο. Η Ούφα ανακαταλήφθηκε στις 13 Μαρτίου· από τα μέσα Απριλίου ο Λευκός Στρατός σταμάτησε στη γραμμή Γκλαζόφ-Κριστοπόλ-Μπουγκούλμα-Μπουγκουρουσλάν-Σαρλίκ. Οι Ερυθροί άρχισαν την αντεπίθεσή τους κατά των δυνάμεων του Κολτσάκ στο τέλος Απριλίου. Ο Ερυθρός Στρατός, με επικεφαλής τον ικανό διοικητή Τουχατσέφσκι, κατέλαβε την Ελαμπούγκα στις 26 Μαΐου, τη Σαραπούλ στις 2 Ιουνίου και το Ιζέφσκ στις 7 και συνέχισε να πιέζει προς τα εμπρός. Και οι δύο πλευρές είχαν νίκες και απώλειες, αλλά από τα μέσα καλοκαιριού ο Ερυθρός Στρατός ήταν μεγαλύτερος από τον Λευκό Στρατό και είχε καταφέρει να ανακαταλάβει εδάφη χαμένα στα παρελθόν.

Μετά την αποτυχημένη επίθεση στην Τσελιάμπινσκ, τα Λευκά στρατεύματα αποσύρθηκαν πίσω από τον Τομπόλ. Τον Σεπτέμβριο του 1919 εξαπολύθηκε Λευκή επίθεση κατά του μετώπου του Τομπόλ, η τελευταία προσπάθεια να αλλάξει η πορεία των γεγονότων. Ωστόσο, στις 14 Οκτωβρίου οι Ερυθροί αντεπιτέθηκαν, και έτσι άρχισε η αδιάκοπη υποχώρηση των Λευκών προς τα ανατολικά.

Στις 14 Νοεμβρίου 1919 ο Ερυθρός Στρατός κατέλαβε την Ομσκ.[43] Ο Ναύαρχος Κολτσάκ έχασε τον έλεγχο της κυβέρνησής του λίγο μετά την ήττα του, τα στρατεύματα του Λευκού Στρατού στη Σιβηρία έπαψαν ουσιαστικά να υπάρχουν μέχρι τον Δεκέμβριο. Η υποχώρηση του στρατού των Λευκών στο ανατολικό μέτωπο κράτησε τρεις μήνες, μέχρι τα μέσα Φεβρουαρίου 1920, όταν οι επιζώντες, αφού διέβησαν τη Λίμνη Βαϊκάλη, έφθασαν στην περιοχή της Τσιτά και ενώθηκαν με τις δυνάμεις του Αταμάνου Σεμενόφ.

Νότια Ρωσία 1919 Επεξεργασία

Οι Κοζάκοι δεν μπορούσαν να οργανωθούν και να αξιοποιήσουν τις επιτυχίες τους στα τέλη του 1918. Από το 1919 άρχισαν να έχουν ελλείψεις σε εφόδια. Κατά συνέπεια, όταν άρχισε η Σοβιετική αντεπίθεση τον Ιανουάριο του 1919 με ηγέτη τον Μπολσεβίκο Αντόνοφ-Οβσέγενκο, τα στρατεύματα των Κοζάκων γρήγορα διαλύθηκαν. Ο Ερυθρός Στρατός κατέλαβε το Κίεβο στις 3 Φεβρουαρίου 1919.

Η στρατιωτική δύναμη του Στρατηγού Ντενίκιν συνέχισε να αυξάνει την άνοιξη του 1919. Κατά τη διάρκεια αρκετών μηνών του χειμώνα και της άνοιξης του 1919, σκληρές μάχες με αμφίρροπα αποτελέσματα έλαβαν χώρα στο Ντονμπάς, όπου οι επιτιθέμενοι Μπολσεβίκοι αντιμετώπισαν τα Λευκά στρατεύματα. Ταυτόχρονα οι Ένοπλες Δυνάμεις της Νότιας Ρωσίας (ΕΔΝΡ) του Ντενίκιν ολοκλήρωσαν την εξάλειψη των Ερυθρών στρατευμάτων στον βόρειο Καύκασο και προήλασαν προς το Τσαρίτσιν. Στα τέλη Απριλίου – αρχές Μαΐου οι ΕΔΝΡ επιτέθηκαν σε όλα τα μέτωπα από τον Δνείπερο ως τον Βόλγα, και από τις αρχές του καλοκαιριού είχαν κερδίσει αρκετές μάχες. Οι Γαλλικές δυνάμεις αποβιβάστηκαν στην Οδησσό αλλά, ενώ δεν είχαν πολεμήσει σχεδόν καθόλου, αποσύρθηκαν στις 8 Απριλίου 1919. Μέχρι τα μέσα Ιουνίου οι Ερυθροί εκδιώχθηκαν από την Κριμαία και την περιοχή της Οδησσού. Τα στρατεύματα του Ντενίκιν κατέλαβαν τις πόλεις Χάρκοβο και Μπέλγκοροντ. Ταυτόχρονα Λευκά στρατεύματα υπό τη διοίκηση του Βράγγελ κατέλαβαν το Τσαρίτσιν στις 17 Ιουνίου 1919. Στις 20 Ιουνίου ο Ντενίκιν έβγαλε την περίφημη ″Οδηγία για τη Μόσχα″, διατάσσοντας όλες τις μονάδες ΕΔΝΡ να ετοιμαστούν για την αποφασιστική επίθεση της κατάληψης της Μόσχας.

 
Προπαγανδιστική αφίσα των Λευκών «Για ενωμένη Ρωσία», που παρουσιάζει τους Μπολσεβίκους σαν τον έκπτωτο κομμουνιστικό δράκο και τον Λευκό Σκοπό σαν σταυροφόρο ιππότη.

Αν και η Μεγάλη Βρετανία είχε αποσύρει τα στρατεύματά της από το θέατρο του πολέμου, συνέχισε να δίνει σημαντική στρατιωτική βοήθεια (χρήματα, όπλα, τρόφιμα, πυρομαχικά και μερικούς στρατιωτικούς συμβούλους) στα Λευκά στρατεύματα κατά τη διάρκεια του 1919. Ο Ταγματάρχης Γιούεν Κάμερον Μπρους (Ewen Cameron Bruce) του Βρετανικού Στρατού είχε προσφερθεί εθελοντικά να διοικεί την αποστολή ενός Βρετανικού τανκ βοηθώντας τον Λευκό Στρατό. Του απονεμήθηκε το Παράσημο Διακεκριμένων Υπηρεσιών[44] για την ανδρεία του στη μάχη του Τσαρίτσιν τον Ιούνιο του 1919, για προσωπική έφοδο και κατάληψη της οχυρωμένης πόλης του Τσαρίτσιν, κάτω από καταιγιστικά πυρά οβίδων μέσα σε ένα τανκ. αυτό οδήγησε στην αιχμαλώτιση πάνω από 40.000 ανδρών.[45] Η πτώση του Τσαρίτσιν θεωρείται «ως μια από τις κύριες μάχες του Ρωσικού Εμφυλίου Πολέμου», η οποία βοήθησε σε μεγάλο βαθμό την υπόθεση των Λευκών.[45] Ο διακεκριμένος ιστορικός Σερ Μπαζίλ Χένρι Λίντελ Χαρτ σχολιάζει ότι η ενέργεια του τανκ του Μπρους στη μάχη πρέπει να θεωρηθεί σαν «ένα από τα πιο σημαντικά ανδραγαθήματα σε ολόκληρη την ιστορία του Σώματος των Τανκς».[46]

Μετά την κατάληψη του Τσαρίτσιν, ο Βράγγελ προωθήθηκε προς Σαράτοφ, αλλά ο Τρότσκι, βλέποντας τον κίνδυνο της ένωσης με τον Κολτσάκ, κατά του οποίου η Ερυθρή διοίκηση συγκέντρωνε μεγάλες μάζες στρατευμάτων, απέκρουσε τις προσπάθειές του με βαρειές απώλειες. Όταν τα στρατεύματα του Κολτσάκ άρχισαν να υποχωρούν τον Ιούνιο και Ιούλιο, η μάζα του Ερυθρού Στρατού, απαλλαγμένου τώρα από κάθε σοβαρό κίνδυνο από τη Σιβηρία, κατευθύνθηκε κατά του Ντενίκιν.

Οι δυνάμεις του Ντενίκιν αποτελούσαν πραγματική απειλή και για μια στιγμή απείλησε να φτάσει στη Μόσχα. Ο Ερυθρός Στρατός, εκτεινόμενος διάσπαρτα σε όλα τα μέτωπα, εκδιώχθηκε από το Κίεβο στις 30 Αυγούστου. Ακολούθησαν το Κουρσκ και το Ορέλ. Ο Κοζακικός Στρατός του Ντον υπό τη διοίκηση του Στρατηγού Κονσταντίν Μαμόντοφ συνέχισε προς βορράν κατά του Βορονέζ, αλλά τα στρατεύματα του Τουχατσέφσκι τους νίκησαν στις 24 Οκτωβρίου. Τα στρατεύματα του Τουχατσέφσκι στη συνέχεια στράφηκαν προς ακόμα μια απειλή, τον αναδιοργανωμένο Εθελοντικό Στρατό του Στρατηγού Ντενίκιν.

Το αποκορύφωμα των στρατιωτικών αποτελεσμάτων του Λευκού κινήματος κατά των Σοβιετικών σημειώνεται τον Σεπτέμβριο του 1919. Μέχρι εκείνη τη στιγμή οι δυνάμεις του Ντενίκιν είχαν επεκταθεί επικίνδυνα. Το Λευκό μέτωπο δεν είχε βάθος ή σταθερότητα – είχε γίνει ένα σύνολο περιπόλων από σποραδικές φάλαγγες στρατευμάτων που προχωρούσαν αργά χωρίς εφεδρείες. Με έλλειψη πυρομαχικών, πυροβολικού και φρέσκιες ενισχύσεις, τα στρατεύματα του Ντενίκιν ηττήθηκαν αποφασιστικά σε μια σειρά από μάχες τον Οκτώβριο και Νοέμβριο του 1919. Ο Ερυθρός Στρατός ανακατέλαβε το Κίεβο στις 17 Δεκεμβρίου και οι ηττημένοι Κοζάκοι διέφυγαν προς τη Μαύρη Θάλασσα.

Αν και τα Λευκά στρατεύματα κατευθύνονταν στο κέντρο και τα ανατολικά, είχαν επιτύχει να οδηγήσουν τον αναρχικό Μαύρο Στρατό του Νέστορ Μαχνό (επίσημα γνωστό ως Επαναστατικό Εξεγερσιακό Στρατό της Ουκρανίας) εκτός ενός τμήματος της νότιας Ουκρανίας και της Κριμαίας. Παρά αυτή την αποτυχία, η Μόσχα ήταν απρόθυμη να βοηθήσει τον Μαχνό και τον Μαύρο Στρατό, και αρνήθηκε να προμηθεύσει όπλα τα αναρχικά στρατεύματα στην Ουκρανία. Το κύριο σώμα των Λευκών στρατευμάτων, οι Εθελοντές και ο Στρατός του Ντον, εκδιώχθηκε πίσω στον Ντον, προς Ροστόβ. Το μικρότερο σώμα (στρατεύματα Κιέβου και Οδησσού) αποσύρθηκαν προς Οδησσό και Κριμαία, τις οποίες είχε καταφέρει να προστατεύσει από τους Μπολσεβίκους κατά τη διάρκεια του χειμώνα 1919-1920.

Κεντρική Ασία 1919 Επεξεργασία

Μέχρι τον Φεβρουάριο 1919 η Βρετανική κυβέρνηση είχε αποσύρει τις στρατιωτικές της δυνάμεις από την Κεντρική Ασία.[47] Παρά την επιτυχία αυτή του Ερυθρού Στρατού, οι επιθέσεις του Λευκού Στρατού στην Ευρωπαϊκή Ρωσία και άλλες περιοχές διέκοψαν την επικοινωνία μεταξύ Μόσχας και Τασκένδης. Για κάποιο διάστημα η Κεντρική Ασία ήταν πλήρως αποκομμένη από τις δυνάμεις του Ερυθρού Στρατού στη Σιβηρία.[48] Αν και αυτή η αποτυχία επικοινωνίας αποδυνάμωσε τον Ερυθρό Στρατό, οι Μπολσεβίκοι συνέχισαν τις προσπάθειές τους για να επιτύχουν υποστήριξη για το Κόμμα των Μπολσεβίκων στην Κεντρική Ασία κάνοντας το δεύτερο περιφερειακό συνέδριο τον Μάρτιο. Κατά τη διάρκεια αυτού του συνεδρίου δημιουργήθηκε το περιφερειακό γραφείο των Μουσουλμανικών οργανώσεων του Ρωσικού Μπολσεβικικού Κόμματος. Το Μπολσεβίκικο Κόμμα συνέχισε να προσπαθεί να επιτύχει υποστήριξη μέσα στον γηγενή πληθυσμό δίνοντάς του την εντύπωση καλύτερης εκπροσώπησης για τον πληθυσμό της Κεντρικής Ασίας και μέχρι το τέλος του χρόνου μπόρεσαν να διατηρήσουν την αρμονία με τους ανθρώπους της Κεντρικής Ασίας.[49]

Οι δυσκολίες επικοινωνίας στις δυνάμεις του Ερυθρού Στρατού σε Σιβηρία και Ευρωπαϊκή Ρωσία έπαυσαν να είναι πρόβλημα από τα μέσα Νοεμβρίου 1919. Λόγω των επιτυχιών του Ερυθρού Στρατού βόρεια της Κεντρικής Ασίας, η επικοινωνία με τη Μόσχα αποκαταστάθηκε και οι Μπολσεβίκοι μπορούσαν να διεκδικούν τη νίκη από τον Λευκό Στρατό στο Τουρκεστάν.[48]

Νότια Ρωσία, Ουκρανία και Κρονστάνδη 1920-21 Επεξεργασία

Με την έναρξη του 1920 το κύριο σώμα των Ενόπλων Δυνάμεων της Νότιας Ρωσίας υποχωρούσε γρήγορα προς τον Ντον, το Ροστόβ. Ο Ντενίκιν ήλπιζε να κρατήσει τα περάσματα του Ντον, στη συνέχεια να σταματήσει και να αναμορφώσει τα στρατεύματά του, αλλά ο Λευκός Στρατός δεν ήταν σε θέση να κρατήσει την περιοχή του Ντον και στα τέλη Φεβρουαρίου 1920, άρχισε να υποχωρεί στην άλλη πλευρά του Κουμπάν προς Νοβοροσίσκ. Η πρόχειρη εκκένωση του Νοβοροσίσκ αποδείχτηκε ένα σκοτεινό γεγονός για τον Λευκό Στρατό. Περίπου 40.000 άνδρες διεκπεραιώθηκαν με Ρωσικά και Συμμαχικά πλοία από το Νοβοροσίσκ στην Κριμαία, χωρίς άλογα ή βαρύ εξοπλισμό, ενώ 20.000 αφέθηκαν πίσω και είτε διασκορπίστηκαν είτε συνελήφθησαν από τον Ερυθρό Στρατό. Μετά την καταστροφική εκκένωση του Νοβοροσίσκ, ο Ντενίκιν παραιτήθηκε και το στρατιωτικό συμβούλιο εξέλεξε τον Βράγγελ ως τον νέο Αρχιστράτηγο του Λευκού Στρατού. Μπορούσε να αποκαταστήσει την τάξη στα αποθαρρυμένα στρατεύματα και να αναδιαμορφώσει έναν στρατό που θα μπορούσε να πολεμήσει σαν τακτική δύναμη πάλι. Παρέμεινε μια οργανωμένη δύναμη στην Κριμαία σε όλο το 1920.

 
Θύματα της Ρωσικής πείνας του 1921.

Αφού η κυβέρνηση των Μπολσεβίκων στη Μόσχα υπέγραψε στρατιωτική και πολιτική συμμαχία με τον Νέστορ Μαχνό και τους Ουκρανούς αναρχικούς, ο Μαύρος Στρατός επιτέθηκε και νίκησε αρκετά συντάγματα των στρατευμάτων του Βράγγελ στη νότια Ουκρανία, αναγκάζοντάς τον να υποχωρήσει πριν μπορέσει να αρπάξει τη σοδειά σίτου εκείνης της χρονιάς.[50] Εμποδιζόμενος στις προσπάθειές του να σταθεροποιήσει τις θέσεις του, ο Βράγγελ στη συνέχεια επιτέθηκε βόρεια σε μια προσπάθεια να επωφεληθεί από τις πρόσφατες ήττες του Ερυθρού Στρατού στο τέλος του Πολωνο-Σοβιετικού πολέμου του 1919-1920. Αυτή η επίθεση τελικά αναχαιτίστηκε από τον Ερυθρό Στρατό, και τα στρατεύματα του Βράγγελ αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν στην Κριμαία τον Νοέμβριο του 1920, καταδιωκόμενα τόσο από το Ερυθρό όσο και από το Μαύρο ιππικό και πεζικό. Ο Βράγγελ και τα απομεινάρια του στρατού του διεκπεραιώθηκαν από την Κριμαία στην Κωνσταντινούπολη στις 14 Νοεμβρίου 1920. Έτσι τελείωσε η πάλη Ερυθρών και Λευκών στη Νότια Ρωσία.

 
Στρατεύματα του Ερυθρού Στρατού επιτίθενται στους ναύτες της Κρονστάνδης τον Μάρτιο του 1921.

Μετά την ήττα του Βράγγελ ο Ερυθρός Στρατός αποκήρυξε αμέσως τη συμμαχία με τον Νέστορ Μαχνό και επιτέθηκε στον αναρχικό Μαύρο Στρατό· η εκστρατεία για την εκκαθάριση του Μαχνό και των Ουκρανών αναρχικών άρχισε με μια απόπειρα δολοφονίας του Μαχνό από πράκτορες της Τσεκά. Εξοργισμένοι από τη συνεχιζόμενη καταπίεση από την Μπολσεβίκικη Κομμουνιστική Κυβέρνηση και τη χωρίς προκαταλήψεις χρήση της Τσεκά να καταστείλουν τα αναρχικά στοιχεία, ξέσπασε ναυτική ανταρσία στην Κρονστάνδη, ακολουθούμενη από αγροτικές εξεγέρσεις. Οι επιθέσεις του Ερυθρού Στρατού στα αναρχικά στρατεύματα και τους συμπαθούντες πολλαπλασιάστηκαν σε αγριότητα σε όλο το 1921.

Σιβηρία και Άπω Ανατολή 1920-22 Επεξεργασία

Στη Σιβηρία, ο στρατός του Ναυάρχου Κολτσάκ είχε διαλυθεί. Ο ίδιος εγκατέλειψε τη διοίκηση μετά την απώλεια του Ομσκ και όρισε τον Στρατηγό Γκριγκόρι Σεμιόνοφ σαν τον νέο ηγέτη του Λευκού Στρατού στη Σιβηρία. Όχι πολύ καιρό μετά από αυτό, ο Κολτσάκ, καθώς ταξίδευε προς το Ιρκούτσκ χωρίς την προστασία του στρατού παραδόθηκε στο σοσιαλιστικό Πολιτικό Κέντρο στο Ιρκούτσκ από το Τσεχοσλοβακικό Σώμα. Έξι ημέρες μετά αυτό το καθεστώς αντικαταστάθηκε από την ελεγχόμενη από τους Μπολσεβίκους Στρατιωτική Επαναστατική Επιτροπή. Στις 6-7 Φεβρουαρίου ο Κολτσάκ και ο πρωθυπουργός του Βίκτορ Πεπελάγιεφ εκτελέστηκαν και τα πτώματά τους πετάχτηκαν στον παγωμένο Ποταμό Ανγκαρά. Λίγο πριν την άφιξη του Λευκού Στρατού στην περιοχή.[51]

Απομεινάρια του στρατού του Κολτσάκ έφθασαν στην Τρανσμπαϊκάλια και ενώθηκαν με τα στρατεύματα του Σεμιόνοφ, σχηματίζοντας τον στρατό της Άπω Ανατολής. Με την υποστήριξη του Ιαπωνικού στρατού μπόρεσε να κρατήσει την Τσιτά, αλλά μετά την αποχώρηση των Ιαπώνων στρατιωτών από την Τρανσμπαϊκάλια η θέση του Σεμενόφ γίνεται ανίσχυρη, και τον Νοέμβριο του 1920 αναγκάστηκε από τον Ερυθρό Στρατό να κινηθεί από την Τρανσμπαϊκάλια και βρήκε καταφύγιο στην Κίνα. Οι Ιάπωνες, που είχαν σχέδια να προσαρτήσουν την Αμούρ Κράι, τελικά απέσυραν τα στρατεύματά τους καθώς οι Μπολσεβίκικες δυνάμεις σταδιακά επέβαλαν τον έλεγχο επί της Ρωσικής Άπω Ανατολής. Στις 25 Οκτωβρίου 1922 το Βλαδιβοστόκ έπεσε στον Ερυθρό Στρατό, και η Προσωρινή Κυβέρνηση του Πριαμούρ εξαλείφθηκε.

Συνέπειες Επεξεργασία

Επακόλουθη εξέγερση Επεξεργασία

Στην Κεντρική Ασία τα στρατεύματα του Ερυθρού Στρατού συνέχισαν να αντιμετωπίζουν αντίσταση το 1923, όπου ''μπασμάτσι'' (ένοπλες συμμορίες Ισλαμιστών ανταρτών) είχαν σχηματιστεί για να πολεμήσουν την κατάληψη της εξουσίας από τους Μπολσεβίκους. Οι Σοβιετικοί συνδέθηκαν με τους μη Ρωσικούς λαούς στην Κεντρική Ασία, όπως τον Μαγκάζα Μασάντσι, διοικητή του Συντάγματος Ιππικού Ντούνγκαν, για να πολεμήσουν κατά των Μπασμάτσι. Το Κομμουνιστικό Κόμμα δεν διέλυσε πλήρως αυτή την ομάδα μέχρι το 1934.[52]

Ο Στρατηγός Ανατόλι Πεπελάγιεφ συνέχισε την ένοπλη αντίσταση στην Περιφέρεια Αγιάνο-Μάισκι μέχρι τον Ιούνιο του 1923. Οι περιοχές της Καμτσάτκα και της Βόρειας Σαχαλίνης παρέμειναν υπό Ιαπωνική κατοχή μέχρι τη διαπραγμάτευσή τους με τη Σοβιετική Ένωση το 1925, όταν οι δυνάμεις τους τελικά αποσύρθηκαν.

Απώλειες Επεξεργασία

 
Θύματα της Ερυθράς Τρομοκρατίας στην Κριμαία, το 1918

Τα αποτελέσματα του εμφυλίου πολέμου ήταν βαρυσήμαντα. Ο Σοβιετικός δημογράφος Μπορίς Ουρλάνις εκτίμησε τον συνολικό αριθμό των ανδρών που σκοτώθηκαν στις μάχες του Εμφυλίου Πολέμου και του Πολωνο-Σοβιετικού Πολέμου σε 300.000 (125.000 του Ερυθρού Στρατού, 175.000 τα Λευκά στρατεύματα και Πολωνοί) και ο συνολικός αριθμός του στρατιωτικού προσωπικού που πέθανε από ασθένεια (και στις δύο πλευρές) σε 450.000.[53]

Κατά τη διάρκεια της Ερυθράς Τρομοκρατίας η Τσεκά διενήργησε τουλάχιστον 250.000 συνοπτικές εκτελέσεις «εχθρών του λαού» με τις εκτιμήσεις να φθάνουν πάνω από ένα εκατομμύριο.[54][55][56][57]

 
Παιδιά του δρόμου κατά τη διάρκεια του Ρωσικού Εμφυλίου Πολέμου

Κάπου 300.000-500.000 Κοζάκοι σκοτώθηκαν ή εκτοπίστηκαν κατά την από-κοζακοποίηση, από έναν πληθυσμό περίπου τριών εκατομμυρίων.[58] Υπολογίζεται ότι 100.000 Εβραίοι σκοτώθηκαν στην Ουκρανία, κυρίως από τον Λευκό Στρατό. [59]Τιμωριτικά όργανα του Παν-Κοζάκικου Χοστ του Μεγάλου Ντον καταδίκασαν 25.000 ανθρώπους σε θάνατο μεταξύ Μαΐου 1918 και Ιανουαρίου 1919.[60] Η κυβέρνηση Κολτσάκ εκτέλεσε 25.000 ανθρώπους στην επαρχία Εκατερίνμπουργκ μόνο.[61]

Στο τέλος του Εμφυλίου Πολέμου η Ρωσική ΣΟΣΔ ήταν εξουθενωμένη και σχεδόν ερείπιο. Οι ξηρασίες του 1920 και 1921, καθώς και η πείνα του 1921, επιδείνωσαν την καταστροφή ακόμη παραπέρα. Οι ασθένειες είχαν πάρει πανδημικές διαστάσεις, με 3.000.000 να πεθαίνουν από τύφο, μόνο το 1920. Εκατομμύρια άλλοι πέθαναν επίσης από τη γενική πείνα, τις χωρίς διακρίσεις σφαγές και από τις δυό πλευρές, και τα πογκρόμ κατά των Εβραίων στην Ουκρανία και τη νότια Ρωσία. Μέχρι το 1922 υπήρχαν τουλάχιστον 7.000.000 παιδιά του δρόμου στη Ρωσία σαν αποτέλεσμα της σχεδόν επί δεκαετία καταστροφής από τον Μεγάλο Πόλεμο και τον εμφύλιο πόλεμο.[62]

 
Πρόσφυγες σε επίπεδα βαγόνια

Άλλο ένα με δύο εκατομμύρια άνθρωποι, γνωστοί ως Λευκοί εμιγκρέ, έφυγαν από τη Ρωσία, πολλοί με τον Στρατηγό Βράγγελ – κάποιοι μέσω Άπω Ανατολής, άλλοι δυτικά στις πρόσφατα ανεξάρτητες Βαλτικές χώρες. Σε αυτούς τους μετανάστες περιλαμβανόταν μεγάλο ποσοστό μορφωμένου και ειδικευμένου πληθυσμού της Ρωσίας.

Η Ρωσική οικονομία ρημάχτηκε από τον πόλεμο, με εργοστάσια και γέφυρες κατεστραμμένες, ζωικό κεφάλαιο και πρώτες ύλες λεηλατημένα, ορυχεία πλημμυρισμένα και μηχανήματα κατεστραμμένα. Η αξία της βιομηχανικής παραγωγής στο ένα έβδομο της αξίας του 1913 και της γεωργίας στο ένα τρίτο. Σύμφωνα με την Πράβδα: «Οι εργάτες των πόλεων και κάποιοι των χωριών ασφυκτιούν αγωνιζόμενοι κατά της πείνας. Οι σιδηρόδρομοι μόλις που σέρνονται. Τα σπίτια καταρρέουν. Οι πόλεις είναι γεμάτες σκουπίδια. Οι επιδημίες εξαπλώνονται και ο θάνατος χτυπά – η βιομηχανία είναι κατεστραμμένη».[εκκρεμεί παραπομπή] Εκτιμάται ότι η συνολική παραγωγή ορυχείων και εργοστασίων το 1921 είχε πέσει στο 20% του προ του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου επιπέδου, και πολλά κρίσιμα στοιχεία υπέστησαν μια ακόμα πιο δραστική μείωση. Για παράδειγμα, η παραγωγή βαμβακιού έπεσε στο 5%, και του σιδήρου στο 2%, των προ πολέμου επιπέδων.

Ο Πολεμικός Κομμουνισμός έσωσε τη Σοβιετική κυβέρνηση στη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου, αλλά μεγάλο μέρος της Ρωσικής οικονομίας είχε περιέλθει σε στασιμότητα. Οι αγρότες αντέδρασαν στις επιτάξεις αρνούμενοι να καλλιεργήσουν τη γη. Μέχρι το 1921 η καλλιεργούμενη γη είχε συρρικνωθεί στο 62% της προπολεμικής έκτασης, και η απόδοση της παραγωγής ήταν μόνο το 37% περίπου της κανονικής. Ο αριθμός των αλόγων μειώθηκε από 35 εκατομμύρια το 1916 σε 24 εκατομμύρια το 1920 και των βοοειδών από 58 σε 37 εκατομμύρια. Η συναλλαγματική ισοτιμία με το δολάριο ΗΠΑ μειώθηκε από δύο ρούβλια το 1914 στα 1.200 το 1920.

Με το τέλος του πολέμου το Κομμουνιστικό Κόμμα αντιμετώπισε πλέον μια οξεία στρατιωτική απειλή για την ύπαρξη και την εξουσία του. Ωστόσο, η διαβλεπόμενη απειλή και άλλης επέμβασης, συνδυασμένης με την αποτυχία των σοσιαλιστικών επαναστάσεων σε άλλες χώρες – πιο ειδικά η Γερμανική Επανάσταση – συνέβαλε στη συνεχιζόμενη στρατιωτικοποίηση της Σοβιετικής κοινωνίας. Αν και η Ρωσία βίωσε ιδιαίτερα γρήγορη παραπομπή οικονομική ανάπτυξη στη δεκαετία του 1930, το συνδυασμένο αποτέλεσμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και του Εμφυλίου Πολέμου άφησε μια μόνιμη ουλή στη Ρωσική κοινωνία και είχε μόνιμες επιπτώσεις στην ανάπτυξη της Σοβιετικής Ένωσης.

Ο Βρετανός ιστορικός Ορλάντο Φίτζες έχει υποστηρίξει ότι η ρίζα της ήττας των Λευκών ήταν η αδυναμία τους να διαλύσουν τη λαϊκή αντίληψη ότι ήταν διττά συνδεδεμένοι με την Τσαρική Ρωσία και υποστηρικτικοί της Τσαρικής αποκατάστασης.[63]

Σύντομο Χρονικό Επεξεργασία

 
Το Περιστατικό του Νικολάγεβσκ: ο αναρχικός Γιακόβ Τριαπίτσιν σφαγίασε τους περισσότερους κατοίκους της πόλης Νικολάγεβσκ-στον- Αμούρ στη Ρωσική Άπω Ανατολή.
  • Οκτώβριος 1917 – Κατάληψη των Χειμερινών Ανακτόρων από τους μπολσεβίκους. Ο Αλέξανδρος Κερένσκι και οι οπαδοί του εγκαταλείπουν την Πετρούπολη.
  • 5 Ιανουαρίου 1918 – Οι Ερυθροφρουρά διαλύει τη συνεδρίαση της Συντακτικής Συνέλευσης με διαταγές του Λένιν.
  • 28 Ιανουαρίου 1918 – Ο Τρότσκι ιδρύει τον Ερυθρό Στρατό.
  • Μάρτιος 1918 – Οι Μπολσεβίκοι μεταφέρουν τη Ρωσική πρωτεύουσα από την Πετρούπολη στη Μόσχα για προστασία και καλύτερες επικοινωνίες, καθώς είναι το κέντρο της περιοχής τους.
  • Μάρτιος-Απρίλιος 1918 – Η προσπάθεια του τσαρικού στρατηγού Κορνίλοβ να κινηθεί κατά της Πετρούπολης και της Μόσχας αποτυγχάνει. Ο ίδιος ο Κορνίλοβ σκοτώνεται στις 13 Απριλίου.
  • 14 Οκτωβρίου 1919 – Τα στρατεύματα του Στρατηγού Ντενίκιν φθάνουν το Ορέλ, 300 χλμ. από τη Μόσχα.
  • 22 Οκτωβρίου 1919 – Λευκά στρατεύματα φθάνουν στα περίχωρα της Πετρούπολης. Ο Τρότσκι οργανώνει την αντεπίθεση.
  • Αρχές Νοεμβρίου 1919 – Οι Δυτικού σύμμαχοι σταματούν τη στήριξη για τους Λευκούς. Τα στρατεύματα αρχίζουν να λιποτακτούν.
  • 7 Φεβρουαρίου 1920 – Ο Κολτσάκ εκτελείται από τους Μπολσεβίκους, αφού παραδίνεται από την Τσέχικη Λεγεώνα.
  • Απρίλιος 1920 – Οι Πολωνοί εξωθούνται πίσω στην Πολωνία από τους Μπολσεβίκους.
  • 1921 – Κάποιες ομάδες συνεχίζουν να πολεμούν, όμως οι Λευκοί έχουν ηττηθεί.

Απόψεις, αποτελέσματα και μνημεία Επεξεργασία

Ο Τζων Ριντ έγραψε ότι «τα γεγονότα του 1917 και του 1918 συνετάραξαν ολόκληρο τον κόσμο»[64]. Στον Ρωσικό Εμφύλιο πέθαναν περίπου 9 εκατομμύρια άτομα και θεωρείται ως η 20η μεγαλύτερη αγριότητα στην παγκόσμια ιστορία.[65] Ο πρώτος Πρόεδρος της Ρωσικής Ομοσπονδίας, Μπορίς Γιέλτσιν, υπέγραψε το «Διάταγμα για τη δημιουργία μνημείου για τους νεκρούς Ρώσους του εμφυλίου πολέμου», στις 6 Νοεμβρίου 1997.[66]

Περαιτέρω αναγνώσματα Επεξεργασία

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Mawdsley, pp. 3, 230
  2. The Editors of Encyclopædia Britannica (2012). «Russian Civil War». Encyclopædia Britannica. Ανακτήθηκε στις 25 Μαρτίου 2016. 
  3. Evan Mawdsley (2007). The Russian Civil War. Pegasus Book. σελ. 287. ISBN 9781933648156. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 11 Αυγούστου 2016. Ανακτήθηκε στις 25 Μαρτίου 2016. 
  4. Bullock, p. 7 "Peripheral regions of the former Russian Empire that had broken away to form new nations had to fight for independence: Finland, Poland, Estonia, Lithuania, Latvia, Belarus, Ukraine, Georgia and Azerbaijan."
  5. Read, Christopher, From Tsar to Soviets, Oxford University Press (1996), p. 237: Ως το 1920 το 77% των στρατευμένων στον Κόκκινο Στρατό, απαρτιζόταν από επιστρατευμένους αγρότες.
  6. 6,0 6,1 6,2 Williams, Beryl (1987). The Russian Revolution 1917–1921. Blackwell Publishing Ltd. ISBN 978-0-631-15083-1. Typically, men of conscriptible age (17–40) in a village would vanish when Red Army draft units approached. The taking of hostages and a few summary executions usually brought the men back.
  7. 7,0 7,1 Orlando Figes, A people's tragedy – History of the Russian Revolution (Penguin Books 1996): To mobilize the peasants Kolchak's army resorted increasingly to terror. There was no effective local administration to enforce the conscription in any other way, and in any case the Whites' world view ruled out the need to persuade the peasants. It was taken for granted that it was the peasants' place to serve in the White army, just as he had served in the ranks of the Tsar's, and that if he refused it was the army's right to punish him, even executing him if necessary as a warning to others. Peasants were flogged and tortured, hostages were taken and shot and whole villages were burned to the ground to force conscripts into the army. Kolchak's cavalry would ride into towns on market day, round up young men at gunpoint and take them off to the front. Much of this terror was concealed from the Allies so as not to jeopardize their aid, but Gen. Graves, the commander of US troops, was well informed and horrified by it. As he realized, the forcible mass conscription of the peasantry "was a long step towards the end of Kolchak's regime". It soon destroyed the discipline and fighting morale of his army. Of every five peasants forcibly conscripted, four would desert: many of them went over to the Reds, taking with them their supplies and weapons. Knox was livid when he first saw Red troops on the Eastern Front: they were wearing British uniforms. From the start of its campaign, Kolchak's army was forced to deal with numerous peasant revolts in the rear, notably in Slavgorod, southeast of Omsk, and in Minusinsk on the Yenisei. White forces' requisitioning and mobilizations were their principal cause. Without its own structures of local government in the rural areas, Kolchak's regime could do very little, other than send in the Cossacks with their whips to stop the peasants from reforming their Soviets to defend the local village revolution. By the height of the Kolchak offensive whole areas of the Siberian rear were engulfed by peasant revolts.
  8. 8,0 8,1 Overy, R.J. (2004). The Dictators: Hitler's Germany and Stalin's Russia. W.W. Norton & Company. σελ. 446. ISBN 978-0-393-02030-4. Μέχρι το τέλος του εμφυλίου πολέμου, το ένα τρίτο όλων των αξιωματικών του Ερυθρού Στρατού ήταν πρώην Τσαρικοί voenspetsy.
  9. John M. Thompson. A Vision Unfulfilled. Russia and the Soviet Union in the Twentieth Century (Lexington, MA; 1996) 159.
  10. «Cover Story: Churchill's greatness - Jeffrey Wallin with Juan Williams of Fox News». winstonchurchill.org. The Churchill Centre. 4 Οκτωβρίου 2006. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Οκτωβρίου 2006. Ανακτήθηκε στις 25 Μαρτίου 2016. 
  11. «Βιογραφία του Καλέντιν» (στα Ρωσικά). Ανακτήθηκε στις 25 Μαρτίου 2016. 
  12. Geoffrey Wheeler, The Modern History of Soviet Central Asia (New York: Frederick A. Praeger, 1964), 103.
  13. «The Czech Legion». 7 Νοεμβρίου 2006. Ανακτήθηκε στις 25 Μαρτίου 2016. 
  14. Mawdsley, p. 27
  15. W. P. and Zelda K. Coates, Soviets in Central Asia (New York: Philosophical Library, 1951), 72.
  16. Wheeler, The Modern History of Soviet Central Asia, 104.
  17. P. and Coates, Soviets in Central Asia, 70.
  18. P. and Coates, Soviets in Central Asia, 68–69.
  19. P. and Coates, Soviets in Central Asia, 74.
  20. Edward Allworth, Central Asia: A Century of Russian Rule(New York: Columbia University Press, 1967), 226.
  21. Mawdsley, p. 35
  22. Orlando Figes (in "A People's Tragedy--History of the Russian Revolution", Penguin Books 1996) is quoting such comments from the peasant soldiers during the first weeks of the war: We have talked it over among ourselves; if the Germans want payment, it would be better to pay ten rubles a head than to kill people. Or: Is it not all the same what Tsar we live under? It cannot be worse under the German one. Or: Let them go and fight themselves. Wait a while, we will settle accounts with you. Or: 'What devil has brought this war on us? We are butting into other people's business.'
  23. «Λένιν». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 25 Μαρτίου 2016. 
  24. Orlando Figes, in "A People's Tragedy--History of the Russian Revolution" (Penguin Books 1996), wrote: As Brusilov saw it, the soldiers were so obsessed with the idea of peace that they would have been prepared to support the Tsar himself, so long as he promised to bring the war to an end. This alone, Brusilov claimed, rather than the belief in some abstract 'socialism', explained their attraction to the Bolsheviks. The mass of the soldiers were simple peasants, they wanted land and freedom, and they began to call this 'Bolshevism' because only that party promised peace. This 'trench Bolshevism', as Allan Wildman has called it in his magisterial study of the Russian army during 1917, was not necessarily organized through formal party channels, or even encouraged by the Bolshevik agents.
  25. Orlando Figes, in "A People's Tragedy--History of the Russian Revolution" (Penguin Books 1996) wrote: It was partly a case of the usual military failings: units had been sent into battle without machine-guns; untrained soldiers had been ordered to engage in complex manoeuvres using hand grenades and ended up throwing them without first pulling the pins. But the main reason for the fiasco was the simple reluctance of the soldiers to fight. Having advanced two miles, the front-line troops felt they had done their bit and refused to go any further, while those in the second line would not take their places. The advance thus broke down as the men began to run away. In one night alone the shock battalions of the Eleventh Army arrested 12,000 deserters near the town of Volochinsk. Many soldiers turned their guns against their commanding officers rather . . . than fight against the enemy. The retreat degenerated into chaos as soldiers looted shops and stores, raped peasant girls and murdered Jews. The collapse of the offensive dealt a fatal blow to the Provisional Government and the personal authority of its leaders. Hundreds of thousands of soldiers were killed. Millions of square miles of territory were lost. The leaders of the government had gambled everything on the offensive in the hope that it might rally the country behind them in the national defense of democracy. The coalition had been based upon this hope; and it held together as long as there was a chance of military success. But as the collapse of the offensive became clear, so the coalition fell apart.
  26. Orlando Figes, "A People's Tragedy--History of the Russian Revolution" (Penguin Books 1996): This new civic patriotism did not extend beyond the urban middle classes, although the leaders of the Provisional Government deluded themselves that it did. The visit of the Allied socialists--Albert Thomas from France, Emile Vandervelde from Belgium and Arthur Henderson from Britain--was a typical case in point. They had come to Russia to plead with "the people" not to leave the war, yet very few people bothered to listen to them. Konstantin Paustovsky recalls Thomas speaking in vain from the balcony of the building that was later to become the Moscow Soviet. Thomas spoke in French, and the small crowd that had gathered could not understand what he said. "But everything in his speech could be understood without words. Bobbing up and down on his bowed legs, Thomas showed us graphically what would happen to Russia if it left the war. He twirled his moustache, like the Kaiser's, narrowed his eyes rapaciously, and jumped up and down choking the throat of an imaginary Russia." For several minutes the Frenchman continued with this circus act, hurling the body of Russia to the ground and jumping up and down on it, until the crowd began to hiss and boo and laugh. Thomas mistook this for a sign of approval and saluted the crowd with his bowler hat. But the laughter and booing got louder: 'Get that clown off!' one worker cried. Then, at last, someone else appeared on the balcony and diplomatically led him inside.
  27. Mawdsley, p. 42
  28. 28,0 28,1 Spencer Tucker· Priscilla Mary Roberts, επιμ. (2005). «Faustschlag, Operation». World War One. ABC-CLIO. σελ. 663. ISBN 1851098798. 
  29. Mawdsley, p. 29
  30. Mawdsley, p. 28
  31. Mawdsley, pp. 62–8
  32. Haupt, Georges & Marie, Jean-Jacques (1974). "Makers of the Russian revolution". London: George Allen & Unwin: 222.
  33. Chamberlain, William Henry, The Russian Revolution: 1917–1921, New York: Macmillan Co. (1957), p. 131: Frequently the deserters' families were taken hostage to force a surrender; a portion were customarily executed, as an example to the others.
  34. Daniels, Robert V (1993). A Documentary History of Communism in Russia: From Lenin to Gorbachev. UPNE. σελ. 70. ISBN 978-0-87451-616-6.  The Cheka special investigations forces were also charged with the detection of sabotage and counter-revolutionary activity by Red Army soldiers and commanders.
  35. Dmitri Volkogonov, Trotsky: The Eternal Revolutionary, transl. & edited by Harold Shukman, HarperCollins Publishers, London (1996), p. 180: By December 1918 Trotsky had ordered the formation of special detachments to serve as blocking units throughout the Red Army. On 18 December he cabled: "How do things stand with the blocking units? . . . It is absolutely essential that we have at least an embryonic network of blocking units and that we work out a procedure for bringing them up to strength and deploying them."
  36. Teresa Rakowska-Harmstone, "Russia and Nationalism in Central Asia: The Case of Tadzhikistan" (Baltimore: Johns Hopkins Press, 1970), 19.
  37. P. and Coates, Soviets in Central Asia, 75.
  38. Allworth, Central Asia, 232.
  39. The Editors of Encyclopædia Britannica. «Baltic War of Liberation». Encyclopædia Britannica. Ανακτήθηκε στις 25 Μαρτίου 2016. 
  40. «Generalkommando VI Reservekorps». Axis History. Ανακτήθηκε στις 25 Μαρτίου 2016. 
  41. Williams, Beryl (1987). The Russian Revolution 1917–1921. Blackwell Publishing. ISBN 978-0-631-15083-1. 
  42. Rosenthal, Reigo (2006). Loodearmee (Estonian language/Northwestern Army). Tallinn: Argo. σελ. 516. ISBN 9949-415-45-4. 
  43. «Bolsheviki Grain Near Petrograd». New York Tribune: 4. November 15, 1919. http://chroniclingamerica.loc.gov/lccn/sn83030214/1919-11-15/ed-1/seq-4/. 
  44. Distinguished Service Order citation for Bruce in the 1920 London Gazette
  45. 45,0 45,1 Kinvig, Clifford (2006). Churchill's Crusade: The British Invasion of Russia, 1918-1920. Hambledon Continuum. σελ. 225. ISBN 9781847250216. 
  46. Liddell Hart, Basil. "The Tanks: The History Of The Royal Tank Regiment And Its Predecessors, Heavy Branch Machine-Gun Corps, Tank Corps And Royal Tank Corps, 1914-1945. Vol I". Cassell: 1959, p. 211.
  47. Allworth, Central Asia, 231.
  48. 48,0 48,1 P. and Coates, "Soviets in Central Asia", 76.
  49. Allworth, Central Asia, 232–233.
  50. Berland, Pierre, Mhakno, Le Temps, 28 August 1934: In addition to supplying White Army forces and their sympathizers with food, a successful seizure of the 1920 Ukrainian grain harvest would have had a devastating effect on food supplies to Bolshevik-held cities, while depriving both Red Army and Ukrainian Black Army troops of their usual bread rations.
  51. Mawdsley, pp. 319–21
  52. Wheeler, "The Modern History of Soviet Central Asia", 107.
  53. Urlanis B. Wars and Population. Moscow, Progress publishers, 1971.
  54. Stewart-Smith, D.G. "The Defeat of Communism". London: Ludgate Press Ltd., 1964.
  55. Rummel, Rudolph (1990). «Lethal Politics: Soviet Genocide and Mass Murder Since 1917». www.hawaii.edu. Ανακτήθηκε στις 25 Μαρτίου 2016. 
  56. Christopher Andrew· Vasili Mitrokhin (2000). The Sword and the Shield. Basic books. ISBN 9780465003129. 
  57. page 180, Overy, The Dictators: Hitler's Germany, Stalin's Russia, W. W. Norton & Company; 1st American ed., 2004.
  58. Robert Gellately (2007). Lenin, Stalin, and Hitler: The Age of Social Catastrophe. Knopf. σελίδες 70–1. ISBN 1-4000-4005-1. 
  59. Kenez, Peter; Pipe, Richard; Pipes, Richard (1991). «The Prosecution of Soviet History: A Critique of Richard Pipes' The Russian Revolution». Russian Review 50(3): 345–51. doi:10.2307/131078. http://www.jstor.org/stable/131078?origin=crossref&seq=1#page_scan_tab_contents. 
  60. Holquist, Peter (2002). Making War, Forging Revolution: Russia's Continuum of Crisis, 1914–1921. Harvard University Press. σελ. 164. ISBN 0-674-00907-X. 
  61. Колчаковщина (in Russian). RU: Cult Info
  62. And Now My Soul Is Hardened: Abandoned Children in Soviet Russia, 1918–1930, Thomas J. Hegarty, Canadian Slavonic Papers
  63. Orlando Figes, A People's Tragedy--History of the Russian Revolution (Penguin Books 1996): At the root of the Whites' defeat was a failure of politics. They proved to be both unable and unwilling to frame policies capable of getting the mass of the population on their side. Their movement was based, in Wrangel's phrase, on "the cruel sword of vengeance"; their only idea was to put the clock back to the "happy days" before 1917; and they failed to see the need to adapt themselves to the realities of the revolution. The Whites' failure to recognize the peasant revolution on the land and the national independence movements doomed them to defeat. As Denikin was the first to acknowledge, victory depended on a popular revolt against the Reds within central Russia--yet that revolt never came. Rather than rallying the people to their side, the Whites, in Wrangel's words, "turned them into enemies". This was partly a problem of image. Although Kolchak and Denikin both denied being monarchists, there were too many supporters of a tsarist restoration within their ranks, which created the popular image--and gave ammunition to the propaganda of their enemies--that they were associated with the old regime. The Whites made no real effort to overcome this problem with their image. Their propaganda was extremely primitive and, in any case, it's doubtful whether any propaganda could have overcome this mistrust. In the end, then, the defeat of the Whites comes down largely to their own dismal failure to break with the past and regain the initiative within the agenda of 1917. The problem of the Russian counter-revolution was precisely that: it was too counter-revolutionary. [...] This is clearly shown by the story of the return of the peasant deserters to the Red Army. Until June the Reds' campaign against desertion had relied on violent repressive measures against the villages suspected of harboring deserters. This had been largely counter-productive, resulting in a wave of peasant revolts behind the Red Front which had facilitated the White advance. However, in June the Bolsheviks switched to the more conciliatory tactic of "amnesty weeks". During these weeks, which were much propagandized and often extended indefinitely, the deserters were invited to return to the ranks without punishment. In a sense it was a sign of the Bolshevik belief in the need to reform the nature of the peasant and to make him conscious of his revolutionary duty--thus the Reds punished 'malicious' deserters but tried to reform the 'weak-willed' ones--as opposed to the practice of the Whites of executing all deserters equally. Between July and September, as the threat of a White victory grew, nearly a quarter of a million deserters returned to the Red Army from the two military districts of Orel and Moscow alone. Many of them called themselves 'volunteers', and said they were ready to fight against the Whites, whom they associated with the restoration of the gentry on the land.
  64. Ο άγνωστος ρωσικός εμφύλιος πόλεμος, Το Βήμα, 30/11/1997
  65. Οι μεγαλύτερες αγριότητες στην ιστορία, Matthew White, αναφορά στο βιβλίο «Οι καλύτεροι άγγελοι της φύσης μας. Γιατί η βία έχει μειωθεί»
  66. Указ Президенат РФ от 06.11.1997 N 1155 «О возведении памятника россиянам, погибшим в годы Гражданской войны» Αρχειοθετήθηκε 2012-01-03 στο Wayback Machine. (Ρωσικά)

Πηγές Επεξεργασία