Σέπαλο

μέρος του άνθους στη βάση του, συνήθως πράσινο, συναποτελούν τον κάλυκα του άνθους

Το σέπαλο είναι μέρος του άνθους των αγγειόσπερμων φυτών (δηλαδή ουσιαστικά όλων των φυτών που έχουν άνθη). Συνήθως έχει πράσινο χρώμα. Τα σέπαλα ενός άνθους χρησιμεύουν ως προστατευτικά για το άνθος όταν αυτό είναι ακόμα μπουμπούκι και συχνά ως στήριγμα για τα πέταλα όταν το άνθος έχει «ανοίξει».[1] Ο όρος «σέπαλο» εισάχθηκε με τη λατινική μορφή του ως sepalum από τον Βέλγο ιατρό και βοτανολόγο Νοέλ Μαρτέν Ζοζέφ ντε Νεκέρ το 1790 και τελικώς ανάγεται στην αρχαία ελληνική λέξη σκέπη, που σημαίνει ακριβώς το κάλυμμα και την προστασία.[2][3]

Το άνθος του δικοτυλήδονου φυτού Ludwigia octovalvis, με 4 πέταλα και 4 σέπαλα.
Μετά την ανθοφορία τα σέπαλα του είδους Hibiscus sabdariffa αναπτύσσονται σε φαγώσιμο ψευδοκάρπιο.
Σε πολλά άνθη φυτών της οικογένειας κυαμοειδή τα πέταλα περιβάλλονται από έναν σωληνοειδή κάλυκα.
Ο μεγάλος κάλυκας της μακεδονικής μουσμουλιάς είναι η αιτία πολλών κοινών ονομασιών της.

Το σύνολο των σεπάλων ενός άνθους ονομάζεται κάλυκας του άνθους (καθαρ. κάλυξ)[4] και αποτελεί το πιο εξωτερικό σπονδύλωμα των μερών ενός άνθους.

Μετά την ανθοφορία ο κάλυκας δεν έχει πλέον κάποια χρησιμότητα για τα περισσότερα φυτά και ατροφεί. Κάποια είδη φυτών διατηρούν έναν κάλυκα με αγκαθωτά σέπαλα, είτε αποξηραμένο είτε ζωντανό, ως προστασία για τον καρπό ή τους σπόρους τους. Τέτοια φυτά είναι π.χ. είδη του γένους άκαινα ή της οικογένειας των στρυχνοειδών (όπως το Physalis philadelphica) και η τράπα (Trapa natans). Σε ορισμένα είδη ο κάλυκας όχι απλώς παραμένει μετά την ανθοφορία, αλλά αντί να ατροφήσει αρχίζει να μεγαλώνει, μέχρι που να σχηματίσει μια θήκη σαν κύστη γύρω από τον καρπό. Αυτό αποτελεί μια αποτελεσματική προστασία από μερικά είδη πουλιών και εντόμων. Τέτοια φυτά είναι ο Hibiscus trionum και η Physalis peruviana. Σε κάποια άλλα είδη φυτών ο κάλυκας αναπτύσσεται σε ψευδοκάρπιο.

Μορφολογικώς τόσο τα σέπαλα όσο και τα πέταλα είναι τροποποιημένα φύλλα. Ο κάλυκας (το σύστημα των σεπάλων) και το σύστημα των πετάλων αποτελούν τα εξωτερικά, στείρα σπονδυλώματα του άνθους και μαζί ονομάζονται περιάνθιο.[5] Παρόμοια με τα συνηθισμένα φύλλα, τα σέπαλα είναι ικανά να φωτοσυνθέτουν. Ωστόσο η φωτοσύνθεση στα σέπαλα γίνεται με βραδύτερους ρυθμούς σε σχέση με τα κανονικά φύλλα, καθώς τα σέπαλα έχουν λιγότερα στόματα ανά μονάδα επιφάνειας.[6]

Σε περιπτώσεις κατά τις οποίες τα μέρη του περιανθίου ξεχωρίζουν με δυσκολία, π.χ. τα πέταλα και τα σέπαλα έχουν το ίδιο χρώμα ή τα πέταλα απουσιάζουν και τα σέπαλα έχουν χρώμα άλλο από το πράσινο, χρησιμοποιείται συνήθως για αυτά ο όρος τέπαλο.[7] Αν τα αδιαφοροποίητα τέπαλα μοιάζουν με πέταλα, τότε αποκαλούνται «πεταλοειδή», όπως σε τάξεις των μονοκοτυλήδονων φυτών με ζωηρά χρωματισμένα τέπαλα. Παραδείγματα φυτών με τέπαλα είναι η αλόη και η τουλίπα.

Ο αριθμός των σεπάλων σε ένα άνθος ονομάζεται πολυμέρεια και είναι ενδεικτικό στοιχείο για την ταξινόμηση του φυτού στο οποίο ανήκει το άνθος. Στα ευδικοτυλήδονα φυτα η πολυμέρεια είναι συνήθως 4 ή 5, ενώ στα μονοκοτυλήδονα και στα παλαιοδικοτυλήδονα είναι τρία ή πολλαπλάσιο του τρία.

Η ανάπτυξη και η μορφή των σεπάλων ποικίλλουν αρκετά στα διάφορα αγγειόσπερμα φυτά.[8] Μπορεί να είναι ελεύθερα, οπότε το φυτό ή το άνθος ονομάζεται πολυσέπαλο, ή συγχωνευμένα μεταξύ τους, οπότε το φυτό ή το άνθος ονομάζεται γαμοσέπαλο.[9] Συχνά τα σέπαλα είναι πολύ συνεπτυγμένα, μοιάζοντας με άγανο, λέπια ή δόντια. Τέτοια σέπαλα συνήθως προεξέχουν μέχρι να ωριμάσει και να πέσει ο καρπός.

Παραδείγματα φυτών με πολύ συνεπτυγμένα περιάνθια είναι πολλά αγρωστώδη.

Σε κάποια άνθη τα σέπαλα είναι συγχωνευμένα στη βάση τους, σχηματίζοντας έναν σωληνοειδή κάλυκα, όπως στις οικογένειες λυθροειδή[10] και κυαμοειδή. Σε άλλες οικογένειες υπάρχει ένα υπάνθιο, που περιλάμβάνει τις βάσεις των σεπάλων, των πετάλων και τα σημεία προσφύσεως των στημόνων.

Η ανάπτυξη των σεπάλων μπορεί να οφείλεται σε μηχανικούς παράγοντες και υπάρχει ισχυρή ένδειξη ότι η σπαργή και η κατεύθυνση της αναπτύξεως καθορίζεται σε μοριακό επίπεδο από μικροσωληνίσκους.[11]


Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Beentje, Henk (2010). The Kew Plant Glossary. Royal Botanic Gardens, Kew. ISBN 978-1-84246-422-9. , σελ. 106
  2. Stearn, William T.: Botanical Latin, 4η έκδ. (2000), σσ. 38-39
  3. Necker, N.J. de Corollarium ad Philosophiam botanicam Linnaei 18 (1790), σελ. 31
  4. Shorter Oxford English dictionary, 6η έκδ. Oxford University Press. 2007. σελ. 3804. ISBN 978-0199206872. 
  5. Davis, P.H.· Cullen, J. (1979). The identification of flowering plant families, including a key to those native and cultivated in north temperate regions. Cambridge: Cambridge University Press. σελίδες 106. ISBN 0-521-29359-6. 
  6. Aschan, G.; Pfanz, H.; Vodnik, D.; Batič, F. (1 Μαρτίου 2005). «Photosynthetic performance of vegetative and reproductive structures of green hellebore (Helleborus viridis L. agg.)». Photosynthetica 43 (1): 55-64. doi:10.1007/s11099-005-5064-x. http://ps.ueb.cas.cz/doi/10.1007/s11099-005-5064-x.html. 
  7. Beentje 2010, σελ. 119
  8. Sattler, R.: Organogenesis of Flowers - A Photographic Text-Atlas, University of Toronto Press, 1973, ISBN 0-8020-1864-5
  9. Beentje 2010, σελίδες 51 & 91.
  10. Carr, Gerald. «Lythraceae». University of Hawaii. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Δεκεμβρίου 2008. Ανακτήθηκε στις 20 Δεκεμβρίου 2008. 
  11. Hervieux, Nathan; Dumond, Mathilde; Sapala, Aleksandra; Routier-Kierzkowska, Anne-Lise; Kierzkowski, Daniel; Roeder, Adrienne H.K.; Smith, Richard S.; Boudaoud, Arezki και άλλοι. (Απρίλιος 2016). «A Mechanical Feedback Restricts Sepal Growth and Shape in Arabidopsis». Current Biology 26 (8): 1019-1028. doi:10.1016/j.cub.2016.03.004. PMID 27151660.