Ο Σπύρος Μπίμπισης ή εκλαϊκευμένα Μπίμπιζας (????-1847) ήταν ένας από τους πιο διαβόητους ληστάρχους της Αττικής ο οποίος έδρασε στη περίοδο των πρώτων χρόνων του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Οι πηγές της εποχής τον περιγράφουν ως ιδιαίτερα λαοφιλή, όμορφο στην εμφάνιση και απλοϊκό και ειλικρινή στον χαρακτήρα.

Σπύρος Μπίμπισης
Γενικές πληροφορίες
Θάνατος1847
Μαραθώνας
Συνθήκες θανάτουανθρωποκτονία
Τόπος ταφήςΑθήνα
Χώρα πολιτογράφησηςΕλλάδα
Εκπαίδευση και γλώσσες
Μητρική γλώσσαΕλληνικά
Ομιλούμενες γλώσσεςΕλληνικά
Πληροφορίες ασχολίας

Βιογραφία Επεξεργασία

Ο Μπίμπισης κατά πάσα πιθανότητα αρχικά αγρότης ή βοσκός, αναφέρεται πως στη καταγωγή ήταν Μενιδιάτης. Είχε δύο αδέρφια, τον Γιώργη και τον Αναστάση.

Το 1838 δολοφόνησε κάποιον που είχε παράνομη σχέση με τη γυναίκα του, με αποτέλεσμα να συλληφθεί μαζί με 4 άλλους μετά τη μεσολάβηση του αγωνιστή του 1821 Ιωσήφ Ταμπακόπουλου και του ηγουμένου της Μονής Πεντέλης. Ο Μπίμπισης καταδικάστηκε σε θάνατο και φυλακίστηκε στον Μεντρεσέ (στους Αέρηδες) στην αυλή του οποίου φέρεται πως φύτεψε τον περίφημο πλάτανο του Μεντρεσέ. Ο πλάτανος αυτός όταν μεγάλωσε απέκτησε δύο μεγάλα χαρακτηριστικά κλαδιά και τον χρησιμοποιούσαν για να κρεμούν τους θανατοποινίτες. Το δέντρο αυτό είχε μετατραπεί έτσι με τη πάροδο του χρόνου σε μισητό σύμβολο αδικίας και καταπίεσης. Όσοι είχαν αποφυλακιστεί όταν σύχναζαν σε λημέρια κοντά στη φυλακή συνήθιζαν να φωνάζουν και να ζητάνε για αστείο από τους ακόμα φυλακισμένους γνωστούς τους να δώσουν χαιρετίσματα στον πλάτανο (απ' όπου προέκυψε η φράση χαιρέτα μας τον πλάτανο).[1] Την επόμενη χρονιά όταν έφτασε η ώρα της εκτέλεσης του Μπίμπιση, ο δήμιος (ενδεχομένως από δειλία) δήλωσε πως υπήρχε βλάβη στη λαιμητόμο, με αποτέλεσμα η εκτέλεση να αναβληθεί.

Λίγο μετά την αναβολή της εκτέλεσης ο Όθωνας μετέτρεψε την ποινή του Μπίμπιση σε ισόβια, πιθανότατα για να κερδίσει την εύνοια του λαού. Ο λήσταρχος έτσι μεταφέρθηκε στις φυλακές Παλαμηδίου στο Ναύπλιο. Το 1844 η ποινή του μειώθηκε και λίγο αργότερα απέδρασε και επέστρεψε στην Αττική.

Απαγωγή Δουκίσσης Πλακεντίας Επεξεργασία

Τον Ιούνιο του 1846 ο Μπίμπισης απήγαγε τη λεγόμενη Δούκισσα της Πλακεντίας ενώ αυτή είχε πάει εκδρομή με τη συνοδεία της στην Πεντέλη και ζήτησε λύτρα για την απελευθέρωσή της. Τελικά η απαγωγή έληξε άδοξα για τον Μπίμπιση, αφού εξαγριωμένοι κάτοικοι του Χαλανδρίου κυνήγησαν τους ληστές και τους έδιωξαν. Το παράδοξο της όλης υπόθεσης όμως είναι ότι η Δούκισσα μετά την απαγωγή της προσπάθησε να πετύχει βασιλική χάρη για τον λήσταρχο, κάτι που μοιάζει να επιβεβαιώνει τις λαϊκές φήμες της περιόδου, ότι δηλαδή υπήρχε κρυφή σχέση μεταξύ των δύο. Επίσης γνωρίζουμε ότι το 1846-1847, μετά από αίτημα του Μπίμπιση προς την Δούκισσα, έγινε προσπάθεια ν’ αποκατασταθεί κοντά σε κάποια οικογένεια η κόρη του Μπίμπιση, ετών 16, αγνώστου ονόματος.

Θάνατος Επεξεργασία

Η κυβέρνηση τον επόμενο χρόνο θέλοντας να ξεφορτωθεί τον λήσταρχο, έταξε στον ληστή Χρήστο Βούλγαρη αμνηστία καθώς και την εξωφρενική για την εποχή επικήρυξη των 3.000 δραχμών ώστε να τον σκοτώσει. Ο Βούλγαρης μαζί με άλλους συντρόφους του συνάντησε τον Μπίμπιση στον Μαραθώνα και αφού κέρδισε την εμπιστοσύνη του τον εκτέλεσε εν ψυχρώ. Στη συνέχεια έφερε το πτώμα στην Αθήνα δεμένο σε ένα γαϊδούρι. Το πτώμα τοποθετήθηκε στο νεκροτομείο του Πολιτικού Νοσοκομείου όπου εκτυλίχτηκαν σκηνές λαϊκού προσκυνήματος. Οι αρχές φοβούμενες την οργή του λαού (που θεωρούσε ότι η δολοφονία είχε οργανωθεί από το κόμμα Κωλέττη με πολιτικά κίνητρα) έθαψαν τη σορό συνοπτικά, χωρίς νεκρώσιμη ακολουθία σ’ έναν πρόχειρο τάφο, εκεί που σήμερα βρίσκεται το Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων, προς την πλευρά της οδού Σόλωνος. [2]

Κινηματογράφος Επεξεργασία

Αναφορές Επεξεργασία

Βιβλιογραφία Επεξεργασία