Η στενογραφία είναι μέθοδος ταχύτατης γραφής με ειδικό αλφάβητο, που δίνει την ευκαιρία να παρασταθεί ολόκληρη λέξη με απλή μονοκοντυλιά και έτσι να μπορεί αυτός που γράφει να παρακολουθεί τον προφορικό λόγο. Ως παράδοση οι στενογράφοι εργάζονται σε κοινοβούλια και δικαστήρια ενώ σε άλλους χώρους είναι πλέον σπάνιοι.

Ιστορία Επεξεργασία

Πρώτο το εφευρετικό πνεύμα των αρχαίων Ελλήνων άρχισε να απλοποιεί διάφορα γράμματα ή να παραλείπει άλλα στις επιγραφές από τον 4ο αι. π.Χ. Πριν να καθιερωθεί ο όρος στενογραφία, υπήρχαν οι ονομασίες σημειογραφία, ταχυγραφία και σπάνια οξυγραφία. Από την αρχαία Ελλάδα πήραν τη σημειογραφία οι Ρωμαίοι κι ασχολήθηκαν μ' αυτήν κύρια ο Κικέρωνας κι ο φίλος του Τύλιος Τίρωνας. Από κει μεταδόθηκε στο Βυζάντιο και από τον 6ο μ.Χ. αι. άρχισε η σταδιακή εμφάνιση της σημειογραφίας.

Μετά το 15ο αι. στην Αγγλία ασχολήθηκαν με την εφεύρεση στενογραφικών συστημάτων ο Πλίμουθ, ο Μπράιτ, ο Ουίλις, ο Σέλτον, ο Τέιλορ και ο Ισαάκ Πίτμαν του οποίου το σύστημά ήταν αυτό που τελικά επικράτησε. Στη Γερμανία η στενογραφική κίνηση αρχίζει από το 1796 ώσπου τελικά καθιερώθηκε η ενοποιημένη γερμανική στενογραφία επίσημα από το κράτος.

Στην Ελλάδα επικράτησε περισσότερο το γερμανικό σύστημα του Γκαμπελσμπέργκερ που προσαρμόστηκε στα ελληνικά από τον Ιωσήφ Μίνδλερ.

Στη στενογραφία ισχύει ο κανόνας "γράφε όπως ακούς", δηλαδή δεν τηρείται η ορθογραφία. Τα κεφαλαία, οι τόνοι, τα πνεύματα και τα σημεία στίξης εκτός από το ερωτηματικό καταργούνται.