Το Τάγμα του Μαύρου Κύκνου (γαλλικά: Companie du Cigne Noir‎‎ ή Compaignie du Cine) ήταν ένα βραχύβιο ιπποτικό τάγμα, που ιδρύθηκε από τον Aμεδαίο ΣΤ΄ κόμη της Σαβοΐας το 1350. Καταργήθηκε το 1364, όταν ο Aμεδαίος ΣΤ΄ ίδρυσε το Τάγμα του Περιλαιμίου στη θέση του. Μαζί με τον Aμεδαίο ΣΤ΄, ο Aμεδαίος Γ΄ κόμης της Γενεύης και ο Γκαλεάτσο Β΄ Βισκόντι ήταν οι «μεγάλοι κύριοι» (grans seignours) του Τάγματος. Την εποχή της ίδρυσής του, η ύπαρξη μαύρων κύκνων ήταν άγνωστη στους Ευρωπαίους.

Το τάγμα αποτελούταν αρχικά από 14 ιππότες. Οι απαιτήσεις της ιδιότητας μέλους ήταν η κατοχή ενός πολεμικού ίππου (charger), ενός ίππου αποστάσεων (plafrey) και η δυνατότητα να υπηρετήσει (συντηρηθεί) με δικά του έξοδα για μία εβδομάδα, όποτε απαιτηθεί. Το Τάγμα εισέπραττε εισφορές, τουλάχιστον από ευγενείς (riches hommes) για σκοπούς έκτακτους (estreordinaire) σύμφωνα με τον βαθμό τους (κύρος, puissance): 8 εκύ (écus) από έναν σημαιοφόρο ιππότη, 4 από έναν απλό ιππότη και 1 από οποιονδήποτε ιππότη (squire). Κάθε χρόνο την ημέρα του Αγίου Ανδρέα οι ιππότες συγκεντρώνοντο και ενέκριναν τις δαπάνες. Στο μεταξύ, τα χρήματα ήταν αποθηκευμένα σε διάφορα θρησκευτικά ιδρύματα.

Το έμβλημα του Τάγματος ήταν ένας μαύρος κύκνος, με κόκκινο ράμφος και πόδια, σε ένα λευκό χωράφι και τα μέλη (σύντροφοι, compaignons) έπρεπε να το φέρουν, συνήθως στις ασπίδες τους. Τα μέλη ορκίστηκαν να υπερασπίζονται το ένα το άλλο, ακόμη και έναντι συγγενών πέρα από το βαθμό του πρώτου εξαδέλφου, και να υποβάλουν όλες τις διαφορές μεταξύ τους στην κρίση των μελών. Όποιος ιππότης αρνιόταν να συμμορφωθεί με τη διαιτησία των άλλων, θα εκδιώκετο και οι πρώην σύντροφοί του θα ένωναν τα όπλα τους εναντίον του.

Βιβλιογραφικές αναφορές Επεξεργασία