Το κάστρο του Οτράντο (πρωτότυπος τίτλος: The Castle of Otranto), είναι μυθιστόρημα του Οράτιου Ουόλπολ. Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1764 και θεωρείται γενικά ως το πρώτο γοτθικό μυθιστόρημα. Στη δεύτερη έκδοση, ο συγγραφέας πρόσθεσε τον υπότιτλο «Μια γοτθική ιστορία». [2]

Το κάστρο του Οτράντο
Εξώφυλλο της τρίτης έκδοσης
ΣυγγραφέαςΟράτιος Ουόλπολ
ΤίτλοςThe Castle of Otranto
ΓλώσσαΑγγλικά
Ημερομηνία δημοσίευσης1764
1765
LC ClassOL183741W και OL183675W[1]
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Διαδραματίζεται στο Οτράντο στη νότια Ιταλία σε ένα στοιχειωμένο κάστρο και διηγείται περιπέτειες σε μεσαιωνικό περιβάλλον μέσα σε ατμόσφαιρα τρόμου, φρίκης και μυστηρίου με ύφος που δημιούργησε σχολή και έχει επηρεάσει μεταγενέστερα γοτθικά μυθιστορήματα, ταινίες, την τέχνη, τη μουσική και τη γοτθική υποκουλτούρα.

Το έργο Επεξεργασία

Ο Ουόλπολ εμπνεύστηκε την ιστορία μετά από έναν εφιάλτη που είχε στην νεογοτθικής αρχιτεκτονικής κατοικία του, στο νοτιοδυτικό Λονδίνο.

Το κάστρο του Οτράντο θεωρείται το πρώτο γοτθικό μυθιστόρημα, ένα είδος που έμελλε να γίνει εξαιρετικά δημοφιλές στην Ευρώπη προς τα τέλη του 18ου αιώνα και στις πρώτες δεκαετίες του επόμενου αιώνα, με κυριότερους εκπροσώπους την Κλάρα Ριβ, την Ανν Ράντκλιφ, τον Ουίλλιαμ Τόμας Μπέκφορντ, τον Μάθιου Λιούις, τη Μαίρυ Σέλλεϋ, τον Μπραμ Στόκερ, τον Έντγκαρ Άλλαν Πόε, τον Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον και άλλους.

Λόγω των ονομάτων του Μάνφρεντ και του Κόνραντ, καθώς και του τόπου όπου διαδραματίζεται η ιστορία, θεωρείται ότι ο συγγραφέας αναφέρεται στη δραματική μοίρα του Μανφρέδου της Σικελίας, ο οποίος είχε στεφθεί ο ίδιος βασιλιάς της Σικελίας το 1258 όταν σφετερίστηκε την εξουσία από τον ανήλικο ανεψιό του Κορράδο Ε΄ και στη συνέχεια αφορίστηκε από τον Πάπα Ιννοκέντιο Δ'.[3]

Δημοσίευση Επεξεργασία

Ο Ουόλπολ παρουσίασε την αρχική έκδοση του Κάστρου του Οτράντο ως μετάφραση ενός χειρογράφου που γράφτηκε στη Νάπολη το 1529 και είχε δήθεν ανακαλυφθεί πρόσφατα στη βιβλιοθήκη «μιας παλιάς Καθολικής οικογένειας στη βόρεια Αγγλία». Αυτό το χειρόγραφο υποτίθεται ότι προέρχονταν από μια ακόμη παλαιότερη ιστορία από την εποχή των Σταυροφοριών. Στις επόμενες εκδόσεις, και μετά την επιτυχία του έργου, ο συγγραφέας δημοσίευσε το όνομά του, αλλά τότε πολλοί κριτικοί, που το είχαν εγκωμιάσει στο παρελθόν όταν πίστευαν ότι είναι αυθεντικό, το απέρριψαν ως μη ρεαλιστικό, ανήθικο και παράλογο, όπως και τον «ευρηματικό μεταφραστή του».

Υπόθεση Επεξεργασία

 
Ο συγγραφέας εμπνεύστηκε το μυθιστόρημα από έναν εφιάλτη που είχε (γκραβούρα του 18ου αιώνα του νεογοτθικού κάστρου του).

Ένα χειρόγραφο αφηγείται την ιστορία του πρίγκιπα του Οτράντο Μάνφρεντ και της οικογένειάς του. Το βιβλίο ξεκινά στο κάστρο του Οτράντο την ημέρα του γάμου του άρρωστου 15χρονου γιου του Κόνραντ με την πριγκίπισσα Ισαβέλλα. Λίγο πριν τον γάμο ο Κόνραντ σκοτώνεται από ένα γιγάντιο κράνος που πέφτει πάνω του. Αυτό το ανεξήγητο γεγονός είναι ιδιαίτερα δυσοίωνο υπό το φως μιας αρχαίας προφητείας: «το κάστρο και η κυριαρχία του Οτράντο θα χαθούν από τους κατόχους του, όταν ο πραγματικός ιδιοκτήτης μεγαλώσει αρκετά για να το κατοικήσει». Ανάμεσα στο πλήθος είναι ο όμορφος νεαρός αγρότης Θεόδωρος, ο οποίος σκέφτεται ότι το κράνος είναι σαν αυτό από το άγαλμα του Αλφόνσο, προηγούμενου πρίγκιπα του Οτράντο, την εξουσία του οποίου ο Μάνφρεντ έχει σφετερισθεί. Αν και δεν έχει κανέναν λόγο να υποψιάζεται αληθινά τον Θεόδωρο για το θάνατο του Κόνραντ, ο Μάνφρεντ τον φυλακίζει.

Ο Μάνφρεντ, τρομοκρατημένος που ο θάνατος του Κόνραντ σηματοδοτεί το τέλους του οίκου του, αποφασίζει να παντρευτεί ο ίδιος την Ισαβέλλα, ενώ χωρίζει τη σύζυγό του Ιππολίτη, που δεν μπορεί πλέον να του δώσει κληρονόμο.[4]

 
Εικονογράφηση του 1794.

Ο Μάνφρεντ εκφράζει στην Ισαβέλλα την πρόθεσή του να κάνει αρκετούς γιους μαζί της. Παρά τις φρίκη και τις διαμαρτυρίες της, την αρπάζει, σκοπεύοντας να τη βιάσει αλλά μια σειρά από υπερφυσικά γεγονότα, συμπεριλαμβανομένης της εμφάνισης του φαντάσματος προγόνου του, αποσπούν την προσοχή του και η Ισαβέλλα καταφέρνει να αποδράσει μέσω μιας μυστικής υπόγειας διάβασης για να αναζητήσει καταφύγιο στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου, όπου βρίσκεται υπό την προστασία του μοναχού Ιερώνυμου. Ο Μάνφρεντ διατάζει τον θάνατο του Θεόδωρου. Όταν ο νεαρός αφαιρεί το πουκάμισό του για να τον σκοτώσουν, ο Ιερώνυμος αναγνωρίζει ένα σημάδι κάτω από τον ώμο του και καταλαβαίνει ότι ο Θεόδωρος είναι ο χαμένος γιος του. Ο Ιερώνυμος εκλιπαρεί για τη ζωή του γιου του, αλλά ο Μάνφρεντ υπόσχεται να του χαρίσει τη ζωή μόνο με αντάλλαγμα με την Ισαβέλλα και ο Ιερώνυμος βρίσκεται σε ηθικό δίλημμα. Ωστόσο, πριν προλάβει να πάρει μια απόφαση, διακόπτονται από μια τρομπέτα που αναγγέλλει την άφιξη ιπποτών του βασιλείου του πατέρα της κοπέλας, που θέλουν να την παραδώσουν στον πατέρα της Φρειδερίκο μαρκήσιο της Βιτσέντζα, μαζί με το κάστρο, καθώς ο Φρειδερίκος έχει ισχυρότερα δικαιώματα σ' αυτό (ο κύριος λόγος που ο Μάνφρεντ θέλει να παντρευτεί την Ισαβέλλα). Αυτό οδηγεί τους ιππότες αφενός και τον Μάνφρεντ αφετέρου να ψάχνουν για την Ισαβέλλα.[5] Ο φυλακισμένος Θεόδωρος ελευθερώνεται από την κόρη του Μάνφρεντ, τη 18χρονη Ματθίλδη που αναγνώρισε την ομοιότητα του Θεόδωρου με τον προηγούμενο ηγεμόνα του Οτράντο, τον Αλφόνσο, οι δύο νέοι ερωτεύονται. Τον βοηθά να οπλιστεί και να φύγει από το κάστρο. Ο Θεόδωρος βρίσκει την Ισαβέλλα στο δάσος, την κρύβει σε μια σπηλιά και καταλήγει να πολεμήσει με έναν από τους μυστηριώδεις ιππότες νομίζοντας ότι είναι σύμμαχος του Μάνφρεντ. Πληγώνει τον ιππότη και ανακαλύπτει -προς μεγάλη του απογοήτευση- ότι ο πληγωμένος είναι στην πραγματικότητα ο πατέρας της Ισαβέλλας Φρειδερίκος, που εικαζόταν νεκρός στους Αγίους Τόπους. Μαζί, ο Θεόδωρος, ο Φρειδερίκος και η Ισαβέλλα επιστρέφουν στο κάστρο. Ο Φρειδερίκος αναρρώνει και εξηγεί στη σύζυγο του Μάνφρεντ, Ιππολύτη, πώς βρέθηκε στο Οτράντο: ενώ βρισκόταν στον πόλεμο, είχε ένα όραμα που τον προειδοποιούσε ότι η κόρη του βρισκόταν σε κίνδυνο. Το όραμα τον οδήγησε σε ένα δάσος όπου συνάντησε έναν ερημίτη που τον οδήγησε σε ένα γιγάντιο ξίφος με μια προφητεία που έγραφε ότι η κόρη του θα σωθεί μόνο από έναν απόγονο του Αλφόνσο.

 
Το κάστρο του Οτράντο.

Ο Μάνφρεντ, παρατηρώντας ξαφνικά την ομοιότητα του Θεόδωρου με τον ήρωα Αλφόνσο, προσπαθεί ξανά να εξασφαλίσει το χέρι της Ισαβέλλας. Αυτή τη φορά προτείνει στον Φρειδερίκο να παντρευτούν ο ένας την κόρη του άλλου. Στην αρχή ο Φρειδερίκος συμφωνεί, αλλά τον στοιχειώνει το φάντασμα του ερημίτη και τελικά αποφασίζει να μην το κάνει. Ο Μάνφρεντ είναι έξαλλος — και περισσότερο αφού μαθαίνει ότι ο Θεόδωρος συναντά μια κοπέλα στον τάφο του Αλφόνσο. Πεπεισμένος ότι η Ισαβέλλα έχει σχέση με τον Θεόδωρο, μπαίνει κρυφά στον τάφο και μαχαιρώνει θανάσιμα την κοπέλα. Με φρίκη όμως συνειδητοποιεί ότι δεν σκότωσε την Ισαβέλλα αλλά την ίδια του την κόρη, τη Ματθίλδη. Λίγες στιγμές μετά το θάνατο της Ματθίλδης, ένας τοίχος του κάστρου καταρρέει, αποκαλύπτοντας μια γιγάντια οπτασία του Αλφόνσο που δηλώνει ότι ο εγγονός του Θεόδωρος, είναι ο πραγματικός κληρονόμος του Οτράντο. Τότε ο Μάνφρεντ αποκαλύπτει ότι ο παππούς του δηλητηρίασε τον Αλφόνσο και σφετερίστηκε τον θρόνο του. Σε μια προσπάθεια να εξιλεωθεί για το λάθος του, ο Μάνφρεντ δέχεται να παραιτηθεί από τον θρόνο. Το μυθιστόρημα τελειώνει με τον Φρειδερίκο να προσφέρει το χέρι της Ισαβέλλας στον Θεόδωρο, ο οποίος, αν και τελικά συμφωνεί να την παντρευτεί, θρηνεί για πολλά χρόνια την απώλεια της αληθινής του αγάπης, της Ματθίλδης.[6]

Μετάφραση στα ελληνικά Επεξεργασία

Παραπομπές Επεξεργασία