Η φορολογία είναι η επιβολή υποχρεωτικών φόρων υπέρ του κράτους. Τα κρατικά έσοδα μέσω των υποχρεωτικών φόρων των φυσικών προσώπων (πολιτών) και νομικών προσώπων αποτελούν στη σύγχρονη οικονομία την σημαντικότερη πηγή των δημοσίων εσόδων. Ο αντικειμενικός σκοπός της φορολογίας είναι τριπλός: αφενός μεν η χρηματοδότηση των κρατικών δαπανών, κατά την δημοσιονομική πολιτική, αφετέρου η ενίσχυση ή σταθεροποίηση της οικονομικής ανάπτυξης, που αφορά την οικονομία γενικότερα, και τέλος η ανακατανομή του πλούτου που αφορά την κοινωνική οικονομία για άμβλυνση των ανισοτήτων. Η εισοδηματική πολιτική (το κόστος εκτέλεσης του κυβερνητικού έργου) στηρίζεται ακριβώς στους πόρους που αποκομίζει το κράτος με τη φορολογική πολιτική που αποφασίζει να εφαρμόσει. Οι υποχρεωτικές εισφορές ονομάζονται συνήθως φόροι.

Δημόσια Οικονομικά

Το παρόν αποτελεί μέρος της σειράς:
Χρηματοοικονομικά και Φορολογία

Φορολογία
Φόρος εισοδήματος
Φόρος μισθωτών υπηρεσιών
Φόρος Υπεραξίας
Τέλος χαρτοσήμου
Τέλος ακίνητης περιουσίας
ΦΠΑΔασμός
Φορολογικός παράδεισος
Φορολογική επιβάρυνση
Ποσοστό φορολόγησης
Αναλογικός φόρος
Προοδευτικός φόρος
Μειούμενος φόρος
Φορολογικό πλεονέκτημα
Οικονομική πολιτική
Νομισματική πολιτική
Κεντρική τράπεζαΠροσφορά χρήματος
Απόθεμα χρυσού
Δημοσιονομική πολιτική
Κυβερνητικές δαπάνες
Έλλειμμα / πλεόνασμαΧρέος
Εμπόριο
ΔασμόςΣυμφωνία κυρίων
Χρηματοοικονομικά
Χρηματοοικονομική αγορά
Συμμετέχοντες
Εταιρικά χρηματοοικονομικά
ιδιωτικά χρηματοοικονομικά
Δημόσια χρηματοοικονομικά
Νομοθεσία
Τραπεζική
Μερικά τραπεζικά αποθέματα
Πλήρη τραπεζικά αποθέματα
Ανοιχτή τραπεζική
 προβ.  συζ.  επεξ. 

Η φορολογία αποτελεί μια σημαντική δραστηριότητα των δημόσιων φορέων σε όλες τις χώρες του κόσμου, και ιδιαίτερα στις περισσότερο ανεπτυγμένες, αφού εξασφαλίζει συνήθως περισσότερο από το 90% των εσόδων τους.[1] Για το λόγο αυτό αποτελεί ένα ιδιαίτερα σημαντικό αντικείμενο μελέτης, με το οποίο ασχολούνται τόσο η οικονομική, όσο και άλλες επιστήμες, όπως π.χ. η νομική επιστήμη, η πολιτική επιστήμη, η διοικητική επιστήμη κ.ά.[1]

Ενδεικτικά αναφέρεται ότι το 1998 ο μέσος όρος των κρατικών δαπανών στη ΕΕ των 15 ήταν 48% του ΑΕγχΠ, ενώ τα συνολικά φορολογικά έσοδα περίπου 41,5%[2]. Από τις συνολικές κρατικές δαπάνες στις χώρες της Ευρώπης πάνω από τις μισές (περίπου 28% του ΑΕγχΠ κατά μέσο όρο) είναι κοινωνικές δαπάνες (παιδεία, υγεία, μεταφορές, συντάξεις, επιδόματα ανεργίας κ.ο.κ.). Αντίθετα, σε χώρες όπου δεν έχουν τα χαρακτηριστικά του μικτού οικονομικού συστήματος της Ευρώπης, αλλά το λεγόμενο "ανελέητο"[3] οικονομικό σύστημα, όπως στις ΗΠΑ και Ιαπωνία, τα ποσοστά της συνολικής φορολογίας (VAT, άμεση κλπ) είναι σχετικά μειωμένα, και τα επίπεδα των κοινωνικών δαπανών περίπου 15% του ΑΕγχΠ.[4]

Ιστορική αναδρομή Επεξεργασία

 
Beim Steuereinehmer (στην εφορία) του Jan Massys το 1539.

Η φορολογία φαίνεται να ξεκίνησε από την αρχαιότητα ως υποχρέωση ανθρώπων να καταβάλλουν αντικείμενα ή προϊόντα αξίας σε άρχοντες ή κράτη. Συνήθως σε κάθε περιοχή υπήρχε ένας άρχοντας με στρατιωτική, πολιτική εξουσία ή ήταν απλά ένας γαιοκτήμονας στον οποίο αποδίδονταν οι εισφορές, και αυτός με τη σειρά του τις έστελνε στην ανώτατη κρατική αρχή. Άλλο αξιοσημείωτο φαινόμενο της αρχαιότητας και του Μεσαίωνα είναι η παροχή υπηρεσιών από τους άρχοντες με αντάλλαγμα το δικαίωμα της είσπραξης των φόρων μιας επαρχίας για δικό τους όφελος. Στον ελλαδικό χώρο επί Βυζαντίου παρατηρήθηκε το φαινόμενο οι εισφορές να καταβάλλονται στην κοινότητα αντί για κάποιο άρχοντα και αυτή με τη σειρά της να αποδίδεται στο κράτος.

Ιστορικά υπάρχουν περιπτώσεις όπου ο φορολογούμενος δεν είναι ένας πολίτης ή περίοικος (κάτοικος χωρίς πολιτικά δικαιώματα) μιας περιοχής, αλλά ένα ολόκληρο κράτος. Σε αυτές τις περιπτώσεις ένα αναγνωρισμένο κράτος καταβάλλει υποχρεωτική εισφορά σε ένα άλλο μετά από σχετική συνθήκη που έχει υπογραφεί. Αυτό συνέβη στο Μεσαίωνα, όπου σλαβικά κράτη πλήρωναν στο Βυζάντιο φόρο, ενώ το ίδιο σε άλλες ιστορικές περιόδους πλήρωνε φόρο στην Περσία και την Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Η φορολογία στην αρχαιότητα και το Μεσαίωνα ίσως συνδέθηκε με τη στρατιωτική κατάκτηση ή πολιτική κτήση όπως υποδηλώνει η χαρακτηριστική φράση φόρος υποτέλειας.

Σχεδόν ταυτόχρονα με τη φορολογία αναπτύχθηκε και το φαινόμενο της φοροδιαφυγής, ώστε να δημιουργηθούν ειδικές οργανώσεις συλλογής φόρων για την εξασφάλιση της είσπραξης των φόρων και τον ακριβή υπολογισμό του κάθε φόρου. Αυτές οι οργανώσεις ταυτόχρονα μπορούσαν να επιδικάσουν ποινές σε φοροφυγάδες. Η φοροδιαφυγή ανέρχεται στην Ελλάδα σε 30 δις ευρώ ετησίως, κάνοντας την πρωταθλήτρια στην παραοικονομία, και η μείωση της κατά 20 δις ευρώ θα μπορούσε να μειώσει τους φόρους που καταβάλλουν οι φορολογούμενοι κατά ποσοστό 30%[5].

Οι υποχρεωτικές εισφορές αρχικά ήταν ένα μέρος της σοδειάς, όπως συνέβαινε στην αρχαία Αίγυπτο και αργότερα αντικαταστάθηκαν με χρήματα μετά την εφεύρεσή του. Ωστόσο, ο υπολογισμός της υποχρεωτικής καταβολής εξακολουθούσε να γίνεται με βάση την έκταση των κτημάτων του φορολογούμενου μέχρι και μετά τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία σε πολλά κράτη.

Η φορολογία δεν είναι πάντα η μοναδική πηγή εσόδων ενός κράτους, υπάρχουν και περιπτώσεις όπου το κράτος ελέγχει μερικά μονοπώλια ως κύρια ή συμπληρωματική πηγή εσόδων, όπως συνέβη κάποτε στην Ελλάδα όταν το κράτος είχε τον έλεγχο ορυχείων της Χαλκιδικής. Εκτός από τους φόρους, ένα κράτος μπορεί να επιβάλλει εισφορές και σε εμπορικές συναλλαγές που γίνονται μέσα σε αυτό, ακόμα και όταν οι συναλλασσόμενοι δεν είναι πολίτες του κράτους.

Χαρακτηριστικά των φόρων Επεξεργασία

Οι φόροι έχουν δύο βασικά γνωρίσματα:

  1. Αποτελούν αναγκαστικό μέσο μετάθεσης πόρων από τον ιδιωτικό στο δημόσιο τομέα.
  2. Αποτελούν μονομερές μέσο, δηλαδή συνεπάγονται μόνο παροχή από τους ιδιωτικούς φορείς προς τους δημόσιους φορείς χωρίς αντίστοιχα ειδική αντιπαροχή των τελευταίων προς τους πρώτους.[1]

Φορολογική βάση Επεξεργασία

Φορολογική βάση καλείται το μέγεθος με βάση το οποίο υπολογίζεται η φορολογική υποχρέωση, δηλαδή το ποσό φόρου που πρέπει να καταβάλλει ο φορολογούμενος.[1]

Σήμερα ως φορολογική βάση χρησιμοποιούνται συνήθως διάφορα οικονομικά χαρακτηριστικά του φορολογούμενου και ιδιαίτερα το εισόδημα, η περιουσία και η δαπάνη, ειδικότερα μάλιστα η καταναλωτική δαπάνη.[1]

Αμεσότητα της φορολόγησης Επεξεργασία

Οι φόροι διακρίνονται αρχικά σε δύο είδη, ανάλογα με το συσχετισμό τους με το εισόδημα του φορολογουμένου.

Άμεση Φορολόγηση Επεξεργασία

Η άμεση φορολόγηση είναι η καταβολή των εισφορών άμεσα από τους πολίτες προς το κράτος. Είναι ο πιο καθιερωμένος τρόπος φορολόγησης των φυσικών και νομικών προσώπων. Η άμεση φορολόγηση θεωρείται αξιοκρατική, γιατί μπορεί να γίνει διάκριση των προσώπων σε εισοδηματικές τάξεις και να καθοριστεί ανάλογα το ύψος του φορολογικού βάρους. Συνήθως στην άμεση φορολόγηση αυξάνεται το ποσοστό φορολόγησης στα μεγαλύτερα εισοδήματα.

Έμμεση Φορολόγηση Επεξεργασία

Έμμεση φορολόγηση έχουμε όταν η καταβολή των εισφορών γίνεται με μη άμεσο τρόπο. Αναφερόμαστε σε έμμεση φορολόγηση-έμμεσους φόρους, όταν τα έσοδα λαμβάνονται από όλες τις κοινωνικές ομάδες ανεξαρτήτως εισοδήματος. Στηρίζεται στο σκεπτικό άντλησης εσόδων σε περιπτώσεις που δεν είναι αυτό εφικτό ή εύκολο μέσω των κλιμάκων της άμεσης. Παραδείγματα έμμεσης φορολόγησης αποτελούν ο Φόρος Προστιθέμενης Αξίας (ΦΠΑ), ο φόρος κύκλου εργασιών (πλην ΦΠΑ), τέλη χαρτοσήμου, φόρος μεταβίβασης ακινήτων.

Διπλή Φορολόγηση Επεξεργασία

Διπλή φορολόγηση είναι η αποτίμηση φόρων σε μια περίπτωση δύο ανεξάρτητες φορές συνήθως με δύο διαφορετικές φορολογικές μεθόδους και ο υπολογισμός της τελικής εισφοράς ως το άθροισμα αυτών των δύο. Περιπτώσεις διπλής φορολόγησης προκύπτουν συνήθως όταν ένα πρόσωπο διενεργεί συναλλακτικές δραστηριότητες και στη χώρα μόνιμης κατοικίας του και σε άλλη χώρα. Η διπλή φορολόγηση για την ίδια συναλλακτική δραστηριότητα θεωρείται άδικη. Για την αποφυγή του φαινομένου αυτού το κράτος έχει προβλέψει ασφαλιστικές δικλείδες. Εάν για κάποιο λόγο αυτό συμβεί, δικαιούται ο φορολογούμενος να το γνωστοποιήσει και να ζητήσει συμψηφισμό του καταβληθέντος φόρου.

Απόψεις για τη φορολογία Επεξεργασία

Υποστήριξη στη φορολογία Επεξεργασία

Κάθε φόρος, όμως, είναι γι'αυτόν που τον πληρώνει παράσημο, όχι σκλαβιάς, αλλά ελευθερίας. – Άνταμ Σμιθ (1776), Ο Πλούτος των Εθνών[6]

Σύμφωνα με τις περισσότερες πολιτικές φιλοσοφίες, οι φόροι είναι δικαιολογημένοι καθώς χρηματοδοτούν δραστηριότητες που είναι απαραίτητες και ωφέλιμες για την κοινωνία. Επιπρόσθετα, η προοδευτική φορολογία μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να μειώσει την οικονομική ανισότητα σε μία κοινωνία. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, η φορολογία σε σύγχρονα έθνη-κράτη ωφελεί την πλειοψηφία του πληθυσμού και την κοινωνική ανάπτυξη[7]. Μια συνηθισμένη παρουσίαση αυτής της άποψης, παραφράζοντας δηλώσεις του Όλιβερ Γουέντελ Χολμς, είναι « Οι φόροι είναι το τίμημα του πολιτισμού»[8].

Μπορεί επίσης να ειπωθεί ότι σε μία δημοκρατία, εξαιτίας του ότι η κυβέρνηση είναι το συμβαλλόμενο μέρος που εκτελεί την πράξη της επιβολής φόρων, η κοινωνία σαν σύνολο αποφασίζει πώς το φορολογικό σύστημα θα πρέπει να οργανωθεί[9]. Το σλόγκαν της Αμερικανικής Επανάστασης «Καμία φορολογία χωρίς αντιπροσώπευση» υπονόησε αυτή την άποψη. Για τους παραδοσιακούς συντηρητικούς, η πληρωμή της φορολογίας δικαιολογείται ως μέρος των γενικών υποχρεώσεων των πολιτών να υπακούν στον νόμο και να στηρίζουν τους εδραιωμένους θεσμούς. Η συντηρητική θέση αποδίδεται περιληπτικά στο ίσως πιο γνωστό απόφθευγμα των δημόσιων οικονομικών, «Ένας παλιός φόρος είναι ένας καλός φόρος»[10]. Οι συντηρητικοί υποστηρίζουν την «θεμελιώδη συντηρητική προϋπόθεση ότι κανείς δεν θα πρέπει να εξαιρεθεί από το να πληρώνει για την κυβέρνηση, μην τυχόν και αρχίσουν να πιστεύουν ότι η κυβέρνηση δεν κοστίζει τίποτα σε αυτούς με την βέβαιη συνέπεια ότι θα απαιτήσουν περισσότερες κυβερνητικές «υπηρεσίες»[11]. Οι σοσιαλδημοκράτες γενικά είναι υπέρ υψηλότερων επιπέδων φορολογίας ώστε να χρηματοδοτείται η δημόσια πρόνοια ενός ευρέως φάσματος υπηρεσιών όπως η συνολική υγεία και εκπαίδευση, όπως επίσης η πρόνοια ενός φάσματος κοινωνικών επιδομάτων[12]. Όπως υποστηρίχθηκε από τον Τόνι Κρόσλαντ και άλλους, η ικανότητα να φορολογήσεις το εισόδημα από το κεφάλαιο είναι ένα κεντρικό στοιχείο της σοσιαλδημοκρατικής περίπτωσης για μία μικτή οικονομία σε αντίθεση με τα μαρξιστικά επιχειρήματα για μία εναία δημόσια ιδιοκτησία του κεφαλαίου[13].

Η υποχρεωτική φορολογία των ατόμων, όπως ο φόρος εισοδήματος, συχνά δικαιολογείται με επιχειρήματα που περιλαμβάνουν την εδαφική κυριαρχία, και το κοινωνικό συμβόλαιο. Οι υπερασπιστές της επιχειρηματικής φορολογίας υποστηρίζουν ότι υπάρχει μία αποτελεσματική μέθοδος να φορολογηθεί το εισόδημα για το λόγο ότι η εμπορική δραστηριότητα απαραίτητα περιλαμβάνει χρήση δημόσια εδραιωμένης και συντηρημένης οικονομικής υποδομής, και ότι οι επιχειρήσεις στην πραγματικότητα χρεώνονται για αυτή την χρήση[14]. Οι Γεωργιστές οικονομολόγοι υποστηρίζουν ότι όλο το οικονομικό ενοίκιο που συγκεντρώνεται από φυσικές πηγές (γη, εξόρυξη μετάλλων, ποσοστά αλιείας, κτλ.) είναι μη δεδουλευμένο εισόδημα, και ανήκει στην κοινότητα παρά στο άτομο. Είναι υπέρ ενός υψηλού φόρου (ο «Μοναδικός Φόρος») στη γη και σε άλλες φυσικές πηγές για να επιστραφεί αυτό το μη δεδουλευμένο εισόδημα στο κράτος, αλλά όχι άλλων φόρων.

Αντίδραση στη φορολογία Επεξεργασία

Επειδή η καταβολή του φόρου είναι υποχρεωτική και επιβάλλεται από το νομικό σύστημα, κάποιες πολιτικές φιλοσοφίες θεωρούν τη φορολογία κλοπή, εκβιασμό (ή δουλεία, ή παραβίαση των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας) ή τυραννία, κατηγορώντας την κυβέρνηση για την είσπραξη φόρων μέσω βίας και καταναγκαστικών μέσων[15]. Βολονταριστές, ατομικιστές αναρχικοί, αντικειμενιστές, αναρχο-καπιταλιστές, και ελευθεριακοί βλέπουν τη φορολογία ως επιθετικότητα του κράτους. Η άποψη ότι η δημοκρατία νομιμοποιεί τη φορολογία απορρίπτεται από εκείνους που ισχυρίζονται ότι κάθε μορφή κυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένων των νόμων που επιλέχθηκαν με δημοκρατικά μέσα, είναι θεμελιωδώς καταπιεστική. Σύμφωνα με τον Λούντβιχ φον Μίζες, «η κοινωνία στο σύνολό της», δεν θα πρέπει να λαμβάνει τέτοιες αποφάσεις, λόγω του μεθοδολογικού ατομικισμού[16]. Οι φιλελεύθεροι πολέμιοι της φορολογίας ισχυρίζονται ότι η κυβερνητική προστασία, όπως η αστυνομία και οι αμυντικές δυνάμεις, θα μπορούσε να αντικατασταθεί από εναλλακτικές λύσεις της αγοράς, όπως ιδιωτικούς οργανισμούς άμυνας, υπηρεσίες διαιτησίας ή εθελοντικές εισφορές[17]. Ο Γουόλτερ Ουίλιαμς, καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Τζορτζ Μέισον, δήλωσε ότι «τα κυβερνητικά προγράμματα αναδιανομής του εισοδήματος παράγουν το ίδιο αποτέλεσμα όπως η κλοπή. Στην πραγματικότητα, αυτό είναι που κάνει ένας κλέφτης: αναδιανέμει το εισόδημα. Η διαφορά μεταξύ κυβέρνησης και κλοπής είναι κυρίως θέμα νομιμότητας[18].

Η φορολογία έχει, επίσης, βρει αντίθετους τους κομμουνιστές και τους σοσιαλιστές. Ο Καρλ Μαρξ θεωρούσε ότι η φορολόγηση θα είναι περιττή μετά την έλευση του κομμουνισμού και προσδοκούσε τον «μαρασμό του κράτους». Στις σοσιαλιστικές οικονομίες, όπως της Κίνας, η φορολόγηση έπαιξε μικρό ρόλο, δεδομένου ότι τα περισσότερα από τα έσοδα του κράτους προέρχονταν από την ιδιοκτησία των επιχειρήσεων, και υποστηρίχθηκε από ορισμένους ότι η νομισματική φορολογία δεν ήταν απαραίτητη[19]. Μολονότι η ηθική της φορολογίας μερικές φορές αμφισβητείται, τα περισσότερα επιχειρήματα για τη φορολογία περιστρέφονται γύρω από το βαθμό και τη μέθοδο της φορολογίας και των συναφών κρατικών δαπανών και όχι γύρω από την ίδια την φορολογία.

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 Γεωργακόπουλος, Θεόδωρος, Πάσχος, Παναγιώτης, «Εισαγωγή στη Φορολογία», Εκδόσεις Μπένου, Αθήνα 2003. ISBN 960-8249-42-2
  2. Σε κάθε χώρα βέβαια οι εν λόγω δεικτες διαφέρουν. Το 1997, τα συνολικά φορολογικά έσοδα ήταν 49,5% του ΑΕΠ στη Δανία και 51,9% στη Σουηδία. Στη Γαλλία ήταν 45,1%. Το χαμηλότερο ποσοστό ήταν στην Ιρλανδία, 33%. Στη Μεγάλη Βρετανία ήταν 35%.
  3. “ruthless economy” (Samuelson)
  4. François Crouzet, 2001, A history of the European economy, 1000–2000, σελ.231.
  5. «Έκθεση ΟΟΣΑ: Βασιλεύει η φοροδιαφυγή στην Ελλάδα». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Αυγούστου 2011. Ανακτήθηκε στις 22 Αυγούστου 2011. 
  6. Smith, Adam (1776), Wealth of Nations Αρχειοθετήθηκε 2013-10-20 στο Wayback Machine., Penn State Electronic Classics edition, αναδημοσίευση 2005, σελ.704
  7. Population and Social Integration Section (PSIS) Αρχειοθετήθηκε 2004-07-01 στο Wayback Machine., United Nations Social and Economic Commission for Asia and the Pacific
  8. Gerhart, Eugene C (Σεπτεμβρίου 1998). Quote it Completely!. Books.google.com.au. ISBN 978-1-57588-400-4. Ανακτήθηκε στις 27 Μαρτίου 2009. 
  9. Logue, Danielle. 2009. "Moving policy forward: 'brain drain' as a wicked problem." Globalisation, Societies & Education 7, no. 1: 41–50. Academic Search Premier, EBSCO Publishing. Ανακτήθηκε 18 Φεβρουαρίου 2009.
  10. «Tax History Project: The Depression and Reform: FDR's Search for Tax Revision in N.Y. (Copyright, 2003, Tax Analysts)». 
  11. «Do Conservatives Have a Conservative Tax Agenda?». Heritage.org. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 22 Μαΐου 2009. Ανακτήθηκε στις 22 Ιανουαρίου 2013. 
  12. Ruiz del Portal, X. 2009. "A general principal–agent setting with non-differentiable mechanisms: Some examples." Mathematical Social Sciences 57, no. 2: 262–278. Academic Search Premier, EBSCOhost.
  13. Chaturvedi, Skand (2009). Financial Management: Entailing Planning for the Future. Page 77: Global India Publications. Ανακτήθηκε στις 5 Δεκεμβρίου 2013. 
  14. Van Der Graaf, Rieke, and Johannes J. M. Van Delden. 2009. Clarifying appeals to dignity in medical ethics from an historical perspective. Bioethics 23, no. 3: 151–160. Academic Search Premier, EBSCOhost.
  15. Για συνολική άποψη των κλασικών φιλελεύθερων απόψεων για τη φορολογία, δες: www.irefeurope.org Αρχειοθετήθηκε 2009-12-05 στο Wayback Machine. (Αγγλικά)
  16. Human Action Κεφάλαιο II. Τμήμα 4. The Principle of Methodological Individualism του Λούντβιχ φον Μίζες (Αγγλικά)
  17. Spencer Heath MacCallum (12 Σεπτεμβρίου 2007). «The Rule of Law Without the State,». Ludwig Von Mises Institute. Ανακτήθηκε στις 16 Αυγούστου 2008. 
  18. Williams, Walter E. (6 Αυγούστου 2008). «Government theft, American-style». WorldNetDaily. Ανακτήθηκε στις 11 Σεπτεμβρίου 2008. 
  19. Li, Jinyan (1991). Taxation in the People's Republic of China. New York: Praeger. ISBN 0-275-93688-0.