Άγιος Γεώργιος Δομοκού Φθιώτιδας
Συντεταγμένες: 39°1′58.1″N 22°20′19.0″E / 39.032806°N 22.338611°E
Ο Άγιος Γεώργιος είναι χωριό και έδρα ομώνυμης τοπικής κοινότητας, της δημοτικής ενότητας (τέως δήμου) Ξυνιάδας, του δήμου Δομοκού, της περιφερειακής ενότητας (τέως νομού) Φθιώτιδας, στην περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας, σύμφωνα με το πρόγραμμα Καλλικράτης[1][2] Πριν το σχέδιο Καποδίστριας και το πρόγραμμα Καλλικράτης, ανήκε στην επαρχία Δομοκού του νομού Φθιώτιδας, στο γεωγραφικό διαμέρισμα Στερεάς Ελλάδας.[3][4]
Άγιος Γεώργιος | |
---|---|
Διοίκηση | |
Χώρα | Ελλάδα |
Περιφέρεια | Στερεάς Ελλάδας |
Περιφερειακή Ενότητα | Φθιώτιδας |
Δήμος | Δομοκού |
Δημοτική Ενότητα | Ξυνιάδος |
Γεωγραφία | |
Νομός | Φθιώτιδας |
Υψόμετρο | 510 μέτρα |
Έκταση | 11,354 (η κοινότητα) |
Πληθυσμός | |
Μόνιμος | 94 |
Έτος απογραφής | 2021 |
Πληροφορίες | |
Ταχ. κώδικας | 350 10 |
Γεωγραφικά στοιχεία
ΕπεξεργασίαΟ Άγιος Γεώργιος είναι χωριό στο Β.ΒΚ τμήμα του νομού Φθιώτιδας, στις βορειοδυτικές απολήξεις του όρους Όθρυς. Βρίσκεται πάνω στην επαρχιακή οδό Ξυνιάδας-Αλμυρού, Ν. από τη Ξυνιάδα, σε μέσο σταθμικό υψόμετρο 510 μέτρα. Απέχει 26 χλμ. περίπου Β.ΒΔ. της Λαμίας. Ο Άγιος Γεώργιος Δομοκού βρίσκεται στο κέντρο της Ελλάδας, στα ίδια περίπου χιλιόμετρα (245) βόρεια της Αθήνας και νότια της Θεσσαλονίκης, εικοσιπέντε χιλιόμετρα βόρεια της Λαμίας και δέκα νοτιοδυτικά του Δομοκού, πάνω στην οροσειρά της Όθρης, στους πρόποδες του λόφου του Προφήτη Ηλία. Η τοπική κοινότητα είναι χαρακτηρισμένη ως αγροτικός ημιορεινός οικισμός, με έκταση 11,354 χμ² (2011).[5][6][3][4][7][1]
Πληθυσμός
ΕπεξεργασίαΈτος | Πληθυσμός |
---|---|
1991 | 221 |
2001 | 210 |
2011 | 353 |
Έτος | Πληθυσμός |
---|---|
1961 | 421 |
1971 | 381 |
1981 | 275 |
1991 | 217 |
2001 | 380 |
2011 | 350 |
Ο τόπος στην αχλή της αρχαιότητας
ΕπεξεργασίαΣτον ευρύτερο ιστορικό χώρο της Αχαΐας Φθιώτιδος, του ημίθεου Αχιλλέα, της Αρχαίας Φθίας των Αχαιών και της «Ελλάδος καλλιγύναικας» του Ομήρου, πάνω στα βοσκοτόπια των αρχαίων Αινιάνων, βρίσκεται κοντά στην πάλαι ποτέ Ξυνιάδα λίμνη, εκεί όπου βασίλευσαν ο αργοναύτης Ευρυδάμας κι η άνασσα Ξυνία, ενώ από τις όχθες της καθρεφτιζόταν στα γαλαζοπράσινα νερά της οι μακρυμαλλούσες Ξυνίες νύμφες.
Από αρχαιοτάτων χρόνων σταυροδρόμι και οδικός άξονας Βορά-Νότου, η περιοχή ετούτη ταλαιπωρήθηκε από πολέμους και κατακτητές, απ’ τα χρόνια του Φιλίππου Β΄ του Μακεδόνα βασιλιά, πατέρα του Μεγαλέξανδρου, τους Γαλάτες, τους Ρωμαίους, τους Φράγκους, τους Καταλανούς, τους Σλάβους, τους Τούρκους, ως τους φασίστες Ιταλούς και τους Γερμανούς ναζί, αλλά και τον Εμφύλιο πόλεμο, στη νεότερη ιστορία. Η περιοχή που χτίστηκε το χωριό, ονομαζόταν προ της ίδρυσής του «Λιβαδάκια», ίσως μια παραπομπή στο Αιολικό βοσκοτόπι των αρχαίων Αινιάνων και των Ξυνιαίων, καθώς η περιοχή κατά τους κλασικούς χρόνους, ανήκε στην πόλη Ξυνία, ενώ βρισκόταν στα όρια με τους Μελιταιείς ανατολικά και τους Αινιάνες, νότια. «Ο Γερμανός ιστορικός και περιηγητής Friedrich Stählin (1912), ανέφερε σχετικά με την επιγραφή που όριζε τα όρια μεταξύ Ξυνιαίων και Μελιταίων το 213 π.Χ.: «...Το βαθύ φαράγγι το οποίο μεταξύ Αγίου Γεωργίου και Σάββα Μαγούλα (στο Χώμα;) διακόπτει την κορυφογραμμή στην κατεύθυνση προς τη λεκάνη του Ενιπέως, μπορεί κανείς ενδεχομένως να το ταυτίσει με το «Χάραδρο». Όμως που κείνται τα όρεα Ιόνεια, το νέμος Αιναίον, η πηγή Ξυναρίς;». Σε αναφορές περιηγητών του 18ου-19ου αιώνα, γίνεται λόγος για αρχαία ερείπια στον λόφο του Προφήτη Ηλία, που δεσπόζει στην περιοχή. Τα ερείπια αυτά πιθανόν να ανήκουν στο αρχαίο «Ερμαίο» ή «ιερό του Βορέα», που βρισκόταν στην ευρύτερη περιοχή ή στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία που υπήρχε παλαιότερα εκεί. Ωστόσο, είναι πιθανό να πρόκειται για την μεσαιωνική πόλη Ραβένικα, που η ύπαρξή της χάνεται στην αχλή των μεσαιωνικών χρόνων. Το 1815 ο γάλλος γιατρός Φρανσουά Σαρλ Πουκεβίλ πρόξενος στα Γιάννενα, αναφέρει σχετικά: «-10΄ από το Δομοκό: Κοιλάδα ενωμένη – λίμνη σπουδαία που κάποτε ονομαζόταν Ξυνιάς, σήμερα Δαουκλί. -35΄ Το χωρίο Δαουκλί ένα μίλι δεξιά. 5΄ Ρυάκι το οποίο περνάμε από γέφυρες. 27΄Λοφίσκος δεξιά δενδροσκεπής, με ερείπια αρχαίας πόλεως (Προφήτης Ηλίας)».[1]
Από την αρχαιότητα, ως το Βυζάντιο και τους Λατίνους
ΕπεξεργασίαΚατά την αρχαϊκή εποχή οι Αχαιοί Φθιώτες του σημερινού Δομοκού, διατηρούντες την αυτονομία τους, βρίσκονταν υπό την επικυριαρχία των Θεσσαλών μέχρι το 344 π.Χ., των Μακεδόνων μέχρι το 229 π.Χ. και των Αιτωλών μέχρι το 196 π.Χ., οπότε υποδουλώθηκαν στους Ρωμαίους. Εν τω μεταξύ, το 480 π.Χ., οι πόλεις των Θεσσαλών υποτάχθηκαν για ένα διάστημα στους Πέρσες, στην εκστρατεία εναντίον των Ελλήνων.
Μετά το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, οι Θεσσαλοί στάθηκαν εχθροί των Μακεδόνων, στο πλευρό του Αθηναίου Λεωσθένη και το ιππικό τους έλαβε μέρος το 322 π.Χ. στον Λαμιακό Πόλεμο. Το 321 π.Χ. επεβλήθη ο Μακεδόνας στρατηγός Πολυσπέρχων και η Θεσσαλία έμεινε με τους Μακεδόνες έως τη Ρωμαιοκρατία (197 π.Χ.). Το 279 π.Χ. ο Βρέννος, βασιλεύς των Κελτών ή Γαλατών, ερχόμενος εκ Μακεδονίας, κατέλαβε την Κεντρική Ελλάδα, ώσπου νικήθηκε από τους Έλληνες στις Θερμοπύλες. Οι Θαυμακοί από τον 3ο π.Χ. αιώνα, ανήκαν στην Αιτωλική Συμπολιτεία (Κοινό των Αιτωλών). Το 199 π.Χ., ο βασιλιάς Φίλιππος Ε΄ της Μακεδονίας, προσπάθησε μάταια να καταλάβει την πόλη, ακόμη και με πολιορκητικούς κριούς, ωστόσο τον έτρεψε σε φυγή η ξαφνική εμφάνιση των Αιτωλών. Αργότερα, κατά τον Αντιοχικό ή Συριακό πόλεμο (192-188 π.Χ.), η πόλη των Θαυμακών κυριεύθηκε αρχικά από το Βασιλιά της Συρίας Αντίοχο Γ΄ το Μέγα, αλλά αναγκάστηκε να παραδοθεί στον Ρωμαίο Ύπατο Μάνιο Ακίλιο Γλαβρίωνα, το 191 π.Χ. και έτσι κατακτήθηκε από την «Ρωμαϊκή Δημοκρατία». Το 27 π.Χ. η Θεσσαλία έγινε τμήμα της Αυτοκρατορικής Ρωμαϊκής επαρχίας της Αχαΐας, με πρωτεύουσα την Κόρινθο. Μέχρι τον 4ο αιώνα μ.Χ. η Θεσσαλία πλήρωνε φόρους υποτέλειας στους Ρωμαίους, ενώ στην περιοχή ήταν εγκατεστημένοι Ρωμαίοι διοικητές. Το 267 μ.Χ. εισβάλλουν οι Έρουλοι και το 395 μ.Χ. οι Γότθοι. Την εποχή ετούτη η πόλη δεν φαίνεται να έχει ιδιαίτερη ακμή. Με την διαίρεση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας σε Ανατολική και Δυτική, η Θεσσαλία περιήλθε στην Ανατολική ή Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Τις πρώτες δεκαετίες του 7ου αιώνα, οι Σλάβοι ξεκίνησαν σκληρές επιδρομές στην κεντρική Ελλάδα, ερημώνοντας την Θεσσαλία και τις Σποράδες. Η Θεσσαλία όπως ολόκληρη η Βόρεια και η Κεντρική Ελλάδα υπέφερε επίσης από τις σκληρές επιδρομές των Βουλγάρων που ξεκίνησαν το 773. Κατά τους χρόνους των Βυζαντινών αυτοκρατόρων, η πόλη των Θαυμακών χρησίμευσε ως σπουδαιότατο στρατιωτικό και εμπορικό κέντρο και ως έδρα της Μητροπόλεως Θαυμακών. Κατά την εποχή της Λατινοκρατίας, μετά την κατάληψη του Βυζάντιου από τους Φράγκους το 1204 και τη διανομή του, ο Δομοκός περιήλθε στην εξουσία του Ρήγα της Σαλονίκης, μαρκήσιου Βονιφάτιου Μομφερράτου, ο οποίος συνέστησε την «αυθεντίαν του Δομοκού». Ο ιππότης και κοντόσταβλος Αμαντέο Μπούφφα, έγινε άρχοντας του Φαρσάλου, του Δομοκού και της Καλίνδου.[2]
Η περιοχή κατά την Τουρκοκρατία
ΕπεξεργασίαΗ Θεσσαλία κατελήφθη από τους Οθωμανούς περί το 1420, από τον Τούρκο στρατάρχη Τουραχάν μπέη και παρέμεινε έκτοτε υπό Τουρκική κατοχή. Η περιοχή του Δομοκού καταλήφθηκε αρχικά από τους Τούρκους το 1393, ωστόσο απελευθερώθηκε προσωρινά μέχρι την οριστική του κατάληψη το 1425.
Η βόρεια Φθιώτιδα στις παραμονές της επανάστασης του 1821 βρισκόταν υπό την σκληρή εξουσία του Αλή Πασά των Ιωαννίνων και του γιου του, Βελή πασά. Κατόπιν, περιήλθε στα χέρια του Ομέρ Βρυώνη και του Μαχμούτ πασά Δράμαλη. Η κωμόπολη του Δομοκού ήταν εξαιρετικά νευραλγική θέση κα έδρα καζά (καϊμακαμλίκι, διοίκηση, επαρχία), με Τούρκο μουδίρη (διοικητή), ενώ τον επισκεπτόταν συχνά - πυκνά ο γενικός δερβέναγας της Θεσσαλίας, ένας Τούρκος πασάς και γι’ υπήρχε εκεί πάντα ισχυρή στρατιωτική δύναμη. Οι κάτοικοι των χωριών του Δομοκού ήταν φόρου υποτελείς στον πασά της Λάρισας και είχαν δικαίωμα να φέρουν όπλα, προκειμένου να φυλάσσονται από τους πολλούς ληστές που διέτρεχαν την περιοχή. Κατά την έκρηξη του αγώνα του 1821, μια εγκύκλιος του ιερού κλήρου της περιοχής καλούσε τους κατοίκους σε επανάσταση κατά των Τούρκων. Η εγκύκλιος αυτή βρήκε σοβαρή ανταπόκριση μεταξύ των κατοίκων της ευρύτερης περιοχής. Η περιοχή του Δομοκού, όπως και η υπόλοιπη Θεσσαλία, έμειναν έξω από τα σύνορα του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους κατά την ίδρυση του το 1832. Ωστόσο, τα χωριά του Δομοκού διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στις εξεγέρσεις που επακολούθησαν, απελευθερώθηκε όμως οριστικά το 1881, μαζί με την υπόλοιπη Θεσσαλία. Κατά τον «ατυχή» ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, στην περιοχή του Ζαπαντίου - Αγίου Γεωργίου, διαδραματίστηκαν μερικές από τις τελευταίες σκηνές του πολέμου. Εδώ στρατοπέδευσε ο πολυπληθείς τουρκικός στρατός πριν την μάχη του Δερβέν-Φούρκα, την τελευταία μεγάλη μάχη του πολέμου.[3]
Ένα νέο χωριό γεννιέται
ΕπεξεργασίαΠρώτη επίσημη αναφορά στον Άγιο Γεώργιο γίνεται στη απογραφή του 1896, όπου εμφανίζεται μαζί με το Δαουκλί, με συνολικά 282 κατοίκους. Στις αρχές του εικοστού αιώνα και συγκεκριμένα την 23η Απριλίου 1900, ανήμερα της εορτής του Αγίου Γεωργίου, εγκαινιάστηκε επίσημα ως οικισμός από τον ιδιοκτήτη της περιοχής, τσιφλικά και βουλευτή Δομοκού του Ελληνικού κοινοβουλίου Γεώργιο Πλατανιώτη, ο οποίος του έδωσε τ’ όνομά του. Όπως διαβάζουμε στα αρχεία της Αθηναϊκής Εφημερίδας «Καιροί» στις αρχές του 20ου αι. (φ.30-4-1900): «Κατά τον εν Βόλω αναταποκριτήν την 22αν φθίνοντος εν τη περιφερεία Δαουκλή, παρά τον Δομοκόν, ετελέσθησαν τα εγκαίνια 4 νέων χωρίων, ιδρυθέντων υπό του Βουλευτού κ. Πλατανιώτου εις τας ιδιοκτησίας του. Έκαστον των χωρίων απαρτίζεται εκ 200 ασβεστοκτίστων οικιών ευμεγεθών μετά παραρτημάτων δια τα κτήνη των γεωργών και μετά περιστοιχισμένης περιοχής εξ ενός στρέμματος και πλέον. Ωνομάσθησαν τα χωρία ταύτα Ξυνιά, Άγιος Γεώργιος, Κορομηλιά και Καυκάσια». Στην Καυκάσια, που βρισκόταν στην περιοχή του Μηλιόκαμπου, πολύ κοντά στο χωριό Ζαπάντι, είχαν μεταφερθεί 140 οικογένειες Καυκάσιων μεταναστών ομογενών μας, ήδη από το 1898.[4]
Η μαρμάρινη κτητορική επιγραφή του Αγίου Γεωργίου
ΕπεξεργασίαΣε μαρμάρινη, «κτητορική» επιγραφή που εκτίθεται σήμερα στην Ιερά μονή Αγάθωνος, απαντάμε ένα σημαντικό στοιχείο για την δημιουργία του οικισμού. Η επιγραφή αναγράφει: «ΤΗ 23 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1900 ΕΘΕΜΕΛΙΩΘΗ ΕΠΙ ΙΔΙΟΚΤΗΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΠΛΑΤΑΝΙΩΤΗ ΤΟ ΧΩΡΙΟΝ ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ». Η μαρμάρινη πλάκα εντοιχίστηκε ως θεμέλιος λίθος, πιθανότατα κατά την θεμελίωση του χωριού, ανήμερα του Αγίου Γεωργίου το έτος 1900, σε κάποιο από τα πρώτα σπίτια που χτίστηκαν τότε, τα λεγόμενα «Αφεντικά», δηλαδή του αφέντη-τσιφλικά Πλατανιώτη. Όπως ανέφερε λίγο πριν «κοιμηθεί» ο μακαριστός ηγούμενος της Ιεράς Μονής Αγάθωνος Πανοσιολογιότατος πατέρας Δαμασκηνός: «Δεν γνωρίζουμε έπ' ακριβώς πως βρέθηκε η επιγραφή-κειμήλιο στο μοναστήρι. Πιθανότατα βρέθηκε μετά από γκρέμισμα κάποιας παλαιάς οικίας και μεταφέρθηκε στην Ιερά Μονή Αντινίτσης, η οποία παλαιότερα ανήκε διοικητικά στην Ιερά Μονή Αγάθωνος και από εκεί βρέθηκε στον τελικό της προορισμό, ίσως μετά την καταστροφή της από τους Γερμανούς το 1943». Η «κτητορική» επιγραφή του Αγίου Γεωργίου φυλάσσεται στο Μουσείο την Μονής Αγάθωνος, όπου εκτίθεται μόνιμα, ενώ αντίγραφό της τοποθετήθηκε στον ξύλινο οικίσκο στην κάτω πλατεία του Αγίου Γεωργίου, στις 12 Σεπτεμβρίου 2009.[5] Ο Εκπρόσωπος του Σεβασμιότατου Μητροπολίτου Φθιώτιδος Πανοσιολογιότατος Αρχιμανδρίτης Πατέρας Σεραφείμ Ζαφείρης ανέφερε ότι: «Το γεγονός ότι την πλάκα αυτή εγκαινιάστηκε τότε το χωριό κάποιος ή κάποιοι θεώρησαν πως το καταλληλότερο μέρος για να φυλαχτεί, σαν αφιέρωμα, τον χώρο του Θεού, δηλαδή είπαν μέσα τους ότι από το Θεό έγινε το χωριό, στο Θεό το αφιερώνουμε, αυτό το πράγμα είναι πολύ σημαντικό και συγκινητικό».[6]
Ο αφέντης-τσιφλικάς Πλατανιώτης
ΕπεξεργασίαΟ Γεώργιος Πλατανιώτης, ομογενής από τη Ρουμανία, με καταγωγή από τη Ναυπακτία και το χωριό Πλάτανος (γεννήθηκε εκεί το 1831), αγόρασε από την Τράπεζα της Ηπειροθεσσαλίας, το Κτήμα (τσιφλίκι) Νταουκλή (την περιοχή από Καλαμάκι, Άγιο Γεώργιο, Κορομηλιά και έως ένα τμήμα της Ομβριακής). Το κτήμα ανήκε στην τουρκάλα Φατμέ Ζεχά χανούμ (με πληρεξούσιο τον δικηγόρο Δημήτριο Στεριάδη), κόρη του Σουκρή εφέντη, η οποία δεν μπόρεσε να αποπληρώσει το δάνειο 370.000 δρχ. που πήρε από την Τράπεζα της Ηπειροθεσσαλίας, με υποθήκη το κτήμα Νταουκλή. Η Τράπεζα το έβγαλε το κτήμα σε πλειστηριασμό και κατόπιν το πούλησε στον Γεώργιο Πλατανιώτη.
Ο Πλατανιώτης χρειαζόταν εργατικά χέρια για την εκμετάλλευση του μεγάλου τσιφλικιού. Έτσι, μετά την καταστροφή του χωριού Ζαπάντι, κατά τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, δημιούργησε τον Άγιο Γεώργιο ώστε να εγκατασταθούν εκεί οι κολίγοι αγρότες που θα είχε στη δούλεψή του. Ένας Ρουμάνος μηχανικός σχεδίασε τον Άγιο Γεώργιο σύμφωνα με το ιπποδάμειο σύστημα, που βασιζόταν στη χάραξη παράλληλων δρόμων. Ταυτόχρονα, άρχισε να χτίζει πενήντα περίπου σπίτια, με το ίδιο ακριβώς σχέδιο. Διαφορετικό σχέδιο είχε μόνο το σπίτι του επιστάτη και το καφενείο του χωριού. Οι κατοικίες αυτές, τα λεγόμενα τότε «Αφεντικά» (από το «Αυθεντικόν» το οφειλόμενο στον αυθέντη, δηλαδή στον οθωμανό κατακτητή, στην περίπτωσή μας στον τσιφλικά), παραχωρήθηκαν προς χρήση όσων δέχθηκαν να μπουν στη δούλεψή του για την καλλιέργεια της γης. Ο αφέντης-τσιφλικάς, που είχε ορίσει έναν επιστάτη κι έναν αγροφύλακα, τα πρώτα χρόνια εισέπραττε τα δύο τρίτα της σοδειάς των κολίγων κι όταν εκείνοι απέκτησαν δικά τους ζευγάρια (αροτριώντα ζώα), τότε έπαιρναν αντιστρόφως, εκείνοι τα δύο τρίτα και ο τσιφλικάς το υπόλοιπο ένα τρίτο. Από τις πρώτες οικογένειες που εγκαταστάθηκαν στο χωριό, ήταν του Ακρίβου, του Αναγνωστόπουλου, του Αρχοντή, του Βαλτινού, του Γουργιώτη, του Ζιώγα, του Θεοδώρου, του Κάλτσα, του Καραντάκη, του Κόκκινου, του Κοντοβά, του Κουρδή (απ’ το Ζαπάντι), του Λιακόπουλου, του Μάνθου, του Παπακωνσταντίνου, του Παπαλέξη, του Ράπτη, του Σίμου, του Τσουκνίδα και άλλων. Στο χωριό εγκαταστάθηκαν επίσης ορισμένοι ομογενείς από τον Καύκασο, αλλά λόγω του «αφιλόξενου τοπίου» της εποχής και της εχθρικής αντιμετώπισης από τους ντόπιους κατοίκους, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν σχετικά σύντομα την περιοχή. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η σχετική επιστολή του Σ. Σουμελίδη, Έλληνα Ποντίου του Καυκάσου, που εργαζόταν βάσει μισθωτηρίου στο κτήμα Δαουκλή, η οποία στάλθηκε απ’ τον Άγιο Γεώργιο, όπου ζούσε ο ίδιος με την οικογένειά του, στις 19-9-1906, προς τον Πρόεδρο του Μικρασιατικού Συλλόγου «Ανατολή» Μαργαρίτη Ευαγγελίδη, ο οποίος εκείνα τα πέτρινα χρόνια, υπήρξε η σκέπη και η προστασία των Καυκασίων. Στην επιστολή αυτή ο Καυκάσιος ομογενής παρουσιάζει με μελανά χρώματα τη συμπεριφορά των ντόπιων κατοίκων του Αγίου Γεωργίου και του Νταουκλή προς τους νεοφερμένους, οι οποίοι υπέφεραν τα πάνδεινα με σκοπό να αποχωρήσουν τελικά από την περιοχή γι’ άλλους προορισμούς, ώστε τα κτήματα να μοιραστούν σε λιγότερους. Η περιοχή παρέμεινε στην ιδιοκτησία του Πλατανιώτη ως το 1923, οπότε η επαναστατική κυβέρνηση που σχηματίστηκε μετά την Μικρασιατική Καταστροφή υπό το Στυλιανό Γονατά, αποφάσισε την αποκατάσταση των ακτημόνων καλλιεργητών με απαλλοτριώσεις των μεγάλων κτημάτων. Το κτήμα Νταουκλή απαλλοτριώθηκε τελικά με την 2/1923 απόφαση της «Επιτροπής Απαλλοτριώσεων Λαμίας», με την οποία αποκαταστάθηκαν ακτήμονες, κατά προτεραιότητα από τα χωριά που βρισκόταν εντός των ορίων του κτήματος και στη συνέχεια από γειτονικά χωριά, όπως όριζε ο σχετικός νόμος.
Βίος και πολιτεία
ΕπεξεργασίαΈτσι άρχισε να δημιουργείται σταδιακά ο Άγιος Γεώργιος, μέχρι το 1929, οπότε και αναγνωρίστηκε ως αυτόνομη διοικητικά κοινότητα και ολοκληρώθηκε με τη διανομή της γης στους ακτήμονες, μετά από την οριστική διανομή του κτήματος «Νταουκλή» το 1932, από την κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου.
Οι νέοι κάτοικοι του χωριού εποίκησαν τον Άγιο Γεώργιο, με κίνητρο την παραχώρηση «κλήρου» -καλλιεργήσιμης έκτασης- προερχόμενοι από άλλες όμορες ή πιο μακρινές κοινότητες, όπως το Δερβέν Φούρκα (Καλαμάκι), τη Μοσχοκαρυά, τη Φιλιαδώνα, το Περιβόλι, την Τσούκα, το Παλαμά κλπ. Παρ’ όλες όμως τις διαφορετικές τους καταβολές κατάφεραν να δημιουργήσουν μια δυναμική κοινότητα με πάνω από 450 μόνιμους κατοίκους μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1970, οπότε και άρχισε να φθίνει. Το Δημοτικό Σχολείο που στις αρχές του 1970 είχε 65 μαθητές, καταργήθηκε από το σχολικό έτος 1991-1992, λόγω έλλειψης μαθητών. Το 1980 έγινε ο δεύτερος αναδασμός της γης στον Άγιο Γεώργιο, που συγκέντρωσε τις σκόρπιες ιδιοκτησίες, αξιοποιώντας τα κτήματα με αρδευτικές γεωτρήσεις και νέου τύπου αρδευτικά, αλλά και καλλιεργητικά συστήματα κι έτσι βελτιώθηκε κατά πολύ η ζωή των κατοίκων. Όμως η τύχη του χωριού, μοιραία κι αναπόφευκτα, ακολούθησε την τύχη της υπόλοιπης ελληνικής υπαίθρου, την αστυφιλία και ουσιαστικά, τις κακές επιλογές των κυβερνώντων. Η μεγάλη πολιτιστική και κοινωνική δραστηριότητα που αναπτύχθηκε επί ένα περίπου αιώνα, έπαψε να υπάρχει σήμερα λόγω της πληθώρας των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η Ελληνική ύπαιθρος. Σήμερα οι λιγοστοί κάτοικοι του χωριού ασχολούνται αποκλειστικά με την γεωργία, αν και παλαιότερα υπήρχε αναπτυγμένη και η κτηνοτροφία.[7]
«Ο μύλος του Κοντοβά»
ΕπεξεργασίαΣτον Άγιο Γεώργιο υπήρχε και λειτουργούσε σημαντικός υδρόμυλος στο Κρικεσσόρεμα, δίπλα στο λόφο Αηδονάκι, με μυλωνά τον Θανάση Κοντοβά, με ετήσια παραγωγή γύρω στις 5.000 οκάδες. Ο μύλος έχει καταστραφεί εδώ και πάρα πολλά χρόνια και μένει να τον θυμίζει το τοπωνύμιο: «μύλος του Κοντοβά».
Εκκλησιές και παρεκκλήσια στον Άγιο Γεώργιο Δομοκού
ΕπεξεργασίαΣτον Άγιο Γεώργιο υπάρχουν τρεις εκκλησίες: ο ενοριακός παλαιότατος Ιερός Ναός του Αγίου Νικολάου του Νεομάρτυρος εν Βουνένη (εμφανίζεται σε στρατιωτικό χάρτη του 1890), πολιούχου του χωριού, ο ναός του Αγίου Γεωργίου που χτίστηκε το 1967 στην κορυφή του χωριού, το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία χτίστηκε το 2007 στην κορφή του «Μεγάλου Αϊλιά», απ’ όπου αγναντεύεις όλο το οροπαίδιο Δομοκού, τα βουνά της Γούρας, ως τον Τυμφρηστό, τ’ Άγραφα και τις κορφές του Ολύμπου. Υπάρχει επίσης το μικρό, αλλά εξόχως γραφικό εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής στην είσοδο του χωριού, στη ρίζα του «Υψωμένου Δέντρου», μιας τεράστιας αιωνόβιας βελανιδιάς.[8]
Το χωριό πανηγυρίζει στις 9 Μαΐου κάθε χρόνο, του Αγίου Νικολάου του Νέου. Κάποτε τούτη τη μέρα γινόταν τρανό πανηγύρι, με γλέντια, τραγούδια και χορούς.
Το μαχητικό αεροσκάφος F-5 στην πλατεία
ΕπεξεργασίαΤο Σεπτέμβριο του 2007 τοποθετήθηκε στην πλατεία Δημοκρατίας του Αγίου Γεωργίου ένα ελαφρύ υπερηχητικό μαχητικό αεροσκάφος F-5 Freedom Fighter (1950) της Αμερικανικής Northrop, από τα διαθέσιμα της Πολεμικής μας Αεροπορίας, έπειτα από σχετικό αίτημα του Δήμου Ξυνιάδος. Το αεροπλάνο τοποθετήθηκε ως ένδειξη ευγνωμοσύνης προς τους ένδοξους Έλληνες αεροπόρους αλλά και μνήμης για τούς αγωνιστές που έπεσαν υπέρ πατρίδος, παραχωρήθηκε δε από το Γ.Ε.Α., με δανεισμό αορίστου χρόνου.[9]
Το Ζαπάντι
ΕπεξεργασίαΝοτιοδυτικά του Αγίου Γεωργίου Δομοκού, σε υψόμετρο 500 μέτρων, υπήρχε ως τα τέλη του 19ου με αρχές του 20ου αιώνα, η ακμαία κοινότητα του Ζαπαντίου, ενός οικισμού που, απ’ όσο γνωρίζουμε σήμερα, είχε αμιγώς Ελληνικό πληθυσμό, κατά τα χρόνια της τουρκοκρατίας. Πρόκειται για παλαιότατο οικισμό, που τα ίχνη του χάνονται στην αχλή του μύθου και του χρόνου. Είναι σίγουρα προγενέστερος του 1640 μ.Χ., χρονολογία κατά την οποία δωρητές από το Ζαπάντι, αναφέρονται στην πρόθεση, το ειδικό βιβλίο των δωρητών, της Ιεράς μονής Ρεντίνας. Το Ζαπάντι αναφέρεται μαζί με τον απροσδιόριστο οικισμό Σμοκοβάκι, ίσως γειτονικό χωριό που καταστράφηκε νωρίτερα και στα φύλλα 27α και 27β. Στα φύλλα 27β και 28α, υπάρχουν γραφές μεταγενέστερες της πρώτης. Το Ζαπάντι αναφέρεται επίσης ανάμεσα στα Τσιφλίκια του Αλή Πασά του Τεπελενλή (1740-1822): Γ ́ Φέρσαλα: Γκουζγκουνλάρ, Αβαρίτζα, Παλαμά, Ζαπάντι, Λεύκα, Πρινάρ, Τζεφλικάκι, Νταγκλιάτικα Ζευγάρια, Σεμετλί, Βελιονότες, Αγόργιανη, Τζορνί, Δερβένι Φούρκα, Μερικαγιά, Ομβριακή». Πήρε το όνομά του πιθανότατα απ’ τη σλαβική λέξη Ζαπάντ (Запад= Ζαπάντ= Δυτικός, τουρκ: Bati). Αναλογιζόμενοι την σλαβική προέλευση του ονόματός του, μπορούμε να υποθέσουμε ότι είναι πιθανό το χωριό να χτίστηκε ή να μετονομάστηκε από τους Σλάβους που εποίκισαν, σε μικρούς ωστόσο πληθυσμούς, τη περιοχή του Δομοκού και της ευρύτερης Θεσσαλίας, ήδη από τον 6ο αιώνα μ.Χ. Το Ζαπάντι αποτελούνταν από δύο οικισμούς, έναν μικρότερο, κοντά στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου, δίπλα στην περίφημη «Ζαπαντόβρυση» (βρύση με τρεις λαξεμένους πέτρινους κρουνούς η οποία υπήρξε ως τις μέρες μας) και τον κυρίως οικισμό, στην περιοχή που σήμερα ονομάζεται «Μουριές». Εκεί ήταν χτισμένη και η εκκλησία της Αγίας Κυριακής, στη βάση του λόφου «Κουρί», (τουρκ. κουρί=δάσος). Οι επίσημες αναφορές που έχουμε για τον οικισμό του Ζαπαντίου είναι περιορισμένες, όπως η αναφορά του πρόξενου της Ελλάδας στη Λάρισα το 1876, σχετικά με τους οικισμούς της περιοχής, όπου αναφέρεται ότι είχε τότε: «100 Έλληνες κατοίκους, 1 Ναό, ρέον ύδωρ και οθωμανική έπαυλη», προφανώς του διοικητή των συνοριακών Τουρκικών δυνάμεων. Κατά τον ίδιο τρόπο αναφέρεται στα «Οδοιπορικά Ηπείρου και Θεσσαλίας» (έκδοση του Υπουργείου Στρατιωτικών του 1880) και στον «Πίνακα των παραχωρούμενων χωριών της Θεσσαλίας», με 100 χριστιανούς κατοίκους.[10]
Ο επιβλητικός «Υψωμένος Πλάτανος»
ΕπεξεργασίαΟ επιβλητικός «Υψωμένος Πλάτανος», στον Άγιο Γεώργιο Δομοκού, «υψώθηκε» για πρώτη φορά σε μεγάλη λιτανεία το 1920, πιθανόν στα πλαίσια της «Ισπανικής Γρίπης» (1918-21) που έπληξε και την περιοχή. Κάποτε, σε περιόδους λοιμών ή λιμών (επιδημιών ή πείνας) και παρατεταμένης ξηρασίας, οι άνθρωποι αντιμετώπιζαν καρτερικά και ψύχραιμα τις αντιξοότητες και τις δυσχέρειες. Ωστόσο, όταν το πράγμα έφτανε στο μη περαιτέρω, οι άνθρωποι εύρισκαν τελευταίο καταφύγιο στο Θεό. Έκτακτοι αγιασμοί, λιτανείες ανάγκης (για βροχή και επιδημίες), μεταφορά Αγίων Λειψάνων, ειδική τέλεση λειτουργίας, εγκοίμηση (διανυκτέρευση στην εκκλησία), αναθήματα και τάματα (ταξίματα), ήταν οι τρόποι με τους οποίους προσπαθούσαν να ξορκίσουν το κακό. Ένας από τους τρόπους αυτούς, κυρίως σε καιρούς επιδημικής ασθένειας, ήταν και το «Ύψωμα των δέντρων». Οι κάτοικοι των πληττόμενων περιοχών, διάβαζαν πρωινή λειτουργία κι υστέρα έβγαζαν τις μεγάλες εικόνες της εκκλησιάς και με ψαλμωδίες έκαναν το γύρο, έξω απ’ το χωριό. Κάνοντας την κυκλική περιφορά, στέκονταν σε κάθε δέντρο που είχαν επιλέξει, συνήθως πλάτανο, καρυδιά, καστανιά, γκορτσιά, ασκαμνιά (μουριά) ή βελανιδιά («δέντρος»), εφτά ή τέσσερα τον αριθμό, σταυρωτά σε κάθε σημείο του ορίζοντα, ενώ ο παπάς έβγαζε μ’ ένα μαχαιράκι ένα στρογγυλό κομμάτι απ’ τον κορμό του δέντρου, τοποθετούσε ένα Άρτο διαβασμένο και το σφράγιζε με κερί. Στην περιοχή του Δομοκού κάρφωναν πάνω στον κορμό κι ένα σιδερένιο σταυρό. Μερικές φορές η ιεροτελεστία γίνονταν με τη συμμετοχή ιερέων των γειτονικών χωριών, για μεγαλύτερη επισημότητα. Στον Άγιο Γεώργιο, τα «υψωμένα» δέντρα ήταν, ο «Υψωμένος Πλάτανος» δυτικά , ένα ακόμη πλάτανος νότια, η μεγάλη βελανιδιά της Αγίας Παρασκευής στα ανατολικά και μια μεγάλη γκορτσιά στα βόρεια του χωριού.[11]
Το «Πετρωμένο Συμπεθερικό», στον Αϊ - Γιώργη του Δομοκού
ΕπεξεργασίαΈνα χιλιόμετρο νότια του χωριού, του Αϊ - Γιώργη, πίσω από το λόφο του Προφήτη Ηλία και τ’ ομώνυμο εκκλησάκι, βρίσκονται μια σειρά τεράστια κοτρόνια, σαν συνταιριασμένα από γιγάντιο χέρι, με θαυμαστή ακρίβεια πλάι–πλάι. Από τούτα τα λιθάρια, βαφτισμένα από τους παλιούς μ’ ένα παράξενο τοπωνύμιο: «Συμπεθερικό» (Ζμπεθερκό), γεννήθηκε ένας μύθος, ένα παραμύθι, ριζωμένο στο θυμικό του λαού, που το πίστεψε γι’ αληθινό. Δίνανε, το λοιπόν, ως εξήγηση για τούτο το όνομα, πως μια φορά και έναν καιρό, ζούσε εδώ ένα «στοιχειό», έναν θεόρατος, γεροδεμένος, μελαμψός ντερβέναγας, ένας κακός Αράπης, που φοβέριζε τον κόσμο που περνούσε, μέρα και νύχτα και ζητούσε «περασιάτικα», για να διαβούν οι διαβάτες από τη «σύρτα» του. Κάποτε ήθελε πουγκιά με παράδες, κι άλλοτε ζήταγε να του λύσουν γρίφους δυσεπίλυτους κι ακαταλαβίστικους κι αν δεν ευχαριστιόταν, τους μαρμάρωνε όλους. Αγαπημένα του θύματα, τα «Συμπεθεριά», που περιδιάβαιναν απ’ τον τόπο αυτό, τα παλιά τα χρόνια, όταν οι μετακινήσεις ήταν χρονοβόρες κι οι άνθρωποι μετέφεραν με δυσκολία πάνω στα ζώα τα υπάρχοντά τους, μέσα από δύσβατα, λασπερά μονοπάτια.[12]
Διοικητικές μεταβολές μέχρι τον «Καλλικράτη»
ΕπεξεργασίαΟ οικισμός εμφανίζεται το 1908 να προσαρτάται στον δήμο Ξυνιάδος. Το 1909 εντάχθηκε στον νομό Λαρίσης και το 1911 στον τότε νομό Φθιώτιδος και Φωκίδος. Το 1943 υπήχθη οριστικά στον νομό Φθιώτιδας. Με το ΦΕΚ 244Α - 04/12/1997 αποσπάστηκε από την κοινότητα Αγίου Γεωργίου Δομοκού και προσαρτήθηκε στον δήμο Ξυνιάδος. Με το ΦΕΚ 87Α - 07/06/2010 αποσπάστηκε από τον δήμο Ξυνιάδος και προσαρτήθηκε στον δήμο Δομοκού. Ο Άγιος Γεώργιος κατά την επίσημη δημιουργία του το 1900, αποτέλεσε οικισμό του τότε Δήμου Ξυνιάδος με έδρα την Ομβριακή και μαζί με τα χωριά, Άνω Αλχανί, Δαουκλή, Δερβένι, Δερελή, Κορομηλιά, Οζερό και Παναγία. Από το 1912 και μετά υπήρξε οικισμός της κοινότητας Νταουκλή, μετέπειτα Ξυνιάδας και ως το 1929, οπότε αναγνωρίστηκε ως αυτόνομη Κοινότητα (διατ/γμα της 4-7-1929, ΦΕΚ 221/Α της 6-7-1929).Κατά τη διοικητική μεταρρύθμιση του 1998 και το νόμο «Καποδίστρια», αποτέλεσε Δημοτικό Διαμέρισμα του Δήμου Ξυνιάδος, μαζί με την Ξυνιάδα, την Κορομηλιά, τον Άγιο Στέφανο, το Περιβόλι, τη Μακρυρράχη, την Παναγιά και έδρα την Ομβριακή και από το 2010 ανήκει στον «Καλλικρατικό» Δήμο Δομοκού, ως Τοπική Κοινότητα.Άλλες διοικητικές πράξεις: Βασ. διάταγμα 669/69. (ΦΕΚ 208Α’ της 21-10-1969) έγινε στην κοινότητα Αγίου Γεωργίου της Επαρχίας Δομοκού η μεταβολή της ονομασίας «Μπρούφες» σε «Γέφυρα». Σύμφωνα με αρχεία των κοινοτικών συμβουλίων της περιόδου 1914-1920, ανάμεσα στους οικισμούς που χρησιμοποίησαν έμβλημα εκτός του εθνοσήμου συμπεριλαμβάνεται και ο «Άγιος Γεώργιος Δομοκού με έμβλημα τον Άγιο Γεώργιο να φονεύει το Δράκο».
Αξιοθέατα
Επεξεργασία- Η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στο νότιο τμήμα του χωριού
- Το ξωκκλήσι του νεομάρτυρος Αγίου Νικολάου
- Το εξωκλήσιο του Προφήτη Ηλία στην κορυφή του ομώνυμου λόφου.
- Το πετρωμένο Συμπεθερικό
- Ο υπεραιωνόβιος «Υψωμένος Πλάτανος»
- Το άλσος του Προφήτη Ηλία και το αλσύλλιο της «Καρδαρούς»
Παραπομπές
Επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 1,2 https://www.statistics.gr/2011-census-pop-hous
- ↑ https://www.eetaa.gr/metaboles/oikmet_details.php?id=13925
- ↑ 3,0 3,1 3,2 ΠΛ 1:172
- ↑ 4,0 4,1 4,2 ΠΛΜ 1:451
- ↑ Εκδόσεις «Ελλάδα»
- ↑ Δομή 1:219
- ↑ «Διακοπές», σ. 532
- ↑ https://www.eetaa.gr/metaboles/apografes/apografi_2011_monimos.pdf
- ↑ https://www.eetaa.gr/metaboles/apografes/apografi_2001_monimos.pdf
- ↑ https://www.eetaa.gr/metaboles/apografes/apografi_1991_monimos.pdf
Πηγές
Επεξεργασία- Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, 1978, 2006 (ΠΛΜ)
- Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963 (ΠΛ)
- Εγκυκλοπαίδεια Δομή, 2002-4
- Οργανισμός εκδόσεων «Ελλάδα», χάρτες (Βαρελάς)
- Περιοδικό «Διακοπές», εκδ. Δ.Ο.Λ., 2010
- Δημήτρης Β. Καρέλης «Η γη που γεννήθηκε ο Έλληνας - Η ιστορία της Βόρειας Φθιώτιδας και του Δομοκού», Άγιος Γεώργιος Δομοκού, 2013. ISBN: 978-960-93-5009-9.
- Stalin, Friedrich, Η Αρχαία Θεσσαλία. Γεωγραφική και ιστορική περιγραφή της Θεσσαλίας κατά τους αρχαίους ελληνικούς και ρωμαϊκούς χρόνους, Θεσσαλονίκη, 2008.
- Δημήτρης Β. Καρέλης, Ζαπάντι Δομοκού: Το χωριό που αφανίστηκε από το μένος των Τούρκων, [13].
- Δημήτρης Β. Καρέλης, «Το πετρωμένο συμπεθερικό», στον Αϊ - Γιώργη του Δομοκού, [14].
- Δημήτρης Β. Καρέλης, Ο Άγιος Γεώργιος Δομοκού και η ιστορία του, [15].
- Δημήτρης Β. Καρέλης, «Υψωμένα Δέντρα»: Πως ξόρκιζαν κάποτε τα κακά και τις επιδημίες, [16].