Έτος των Πέντε Αυτοκρατόρων

Το Έτος των Πέντε Αυτοκρατόρων ήταν το 193 μ.Χ., κατά το οποίο πέντε άνδρες διεκδίκησαν τον τίτλο του Ρωμαίου Αυτοκράτορα: ο Περτίναξ, ο Δίδιος Ιουλιανός, ο Πεσκένιος Νίγηρας, ο Κλαύδιος Αλβίνος και ο Σεπτίμιος Σεβήρος. Το έτος αυτό ξεκίνησε μία περίοδος εμφυλίου πολέμου, όταν πολλοί ηγέτες αγωνίστηκαν για την ευκαιρία να γίνουν Καίσαρες.

Επάνω: αριστερά ο Περτίναξ (IMP. CAES. P. HELV. PERTIN. AVG.), δεξιά ο Δ. Ιουλιανός (IMP. CAES. M. DID. IVLIAN. AVG.). Κέντρο: Σεπτίμιος Σεβήρος (IMP. CAES. SEP. SEV. PER[PE]T. AVG.). Κάτω: αριστερά ο Κ. Αλβίνος, δεξιά Π. Νίγηρ ( IMP. CAES. C. PESC. NIGER IVST. AVG.).

Η πολιτική αναταραχή ξεκίνησε με τη δολοφονία του Αυτοκράτορα Κόμμοδου την παραμονή της πρωτοχρονιάς του 192 μ.Χ. Μόλις δολοφονήθηκε ο Κόμμοδος, ο Περτίναξ ονομάστηκε αυτοκράτορας, αλλά αμέσως προκάλεσε την αντίθεση της Πραιτωριανής Φρουράς, όταν προσπάθησε να ξεκινήσει μεταρρυθμίσεις. Στη συνέχεια οι Πραιτωριανοί Φρουροί σχεδίασαν τη δολοφονία του και ο Περτίναξ σκοτώθηκε, ενώ προσπαθούσε να συζητήσει με τους στασιαστές.[1] Ήταν αυτοκράτορας μόνο για τρεις μήνες. Ο Δίδιος Ιουλιανός, ο οποίος αγόρασε τον τίτλο από την πραιτωριανή φρουρά, διαδέχθηκε τον Περτίνακα, αλλά εκδιώχθηκε από τον Σεπτίμιο Σεβήρο και εκτελέστηκε την 1η Ιουνίου. Ο Σ. Σεβήρος ανακηρύχθηκε Καίσαρας από τη Σύγκλητο, αλλά ο Πεσκόνιος Νίγηρας ήταν εχθρικός, όταν αυτοανακηρύχτηκε αυτοκράτορας.[2] Αυτό ξεκίνησε τον εμφύλιο πόλεμο μεταξύ του Νίγηρα και του Σεβήρου. Αμφότεροι συγκέντρωσαν στρατεύματα και πολέμησαν σε όλη την επικράτεια της αυτοκρατορίας. Λόγω αυτού του πολέμου, ο Σεβήρος επέτρεψε στον Κλαύδιο Αλβίνο, τον οποίο υποπτευόταν ότι αποτελούσε απειλή, να γίνει συν-Καίσαρας, έτσι ώστε ο Σεβήρος να μην χρειάζεται να ασχοληθεί με την αυτοκρατορική διακυβέρνηση. Αυτή η κίνηση τού επέτρεψε να συγκεντρωθεί στη διεξαγωγή του πολέμου κατά του Νίγηρα.[1] Οι περισσότεροι ιστορικοί υπολογίζουν τον Σεβήρο και τον Αλβίνο ως δύο ξεχωριστούς αυτοκράτορες, αν και κυβέρνησαν ταυτόχρονα. Η δυναστεία των Σεβήρων δημιουργήθηκε από το χάος του 193 μ.Χ.[2]

Ιστορία Επεξεργασία

Η παραφροσύνη του Κομμόδου άρχισε να ξετυλίγεται, όταν ένας στενός του συνήγορος, ο Κλέανδρος, δολοφονήθηκε, κάτι που τρόμαξε τον Κόμμοδο για τη ζωή του. Αυτό πυροδότησε μία σειρά από συνοπτικές εκτελέσεις μελών της αριστοκρατίας. Άρχισε να απομακρύνει τον εαυτό του από την ταυτότητά του ως ηγεμόνα ιδεολογικά, παίρνοντας το όνομα της γέννησής του αντί να κρατήσει τα ονόματα που τού έδωσε ο πατέρας του, όταν ανήλθε στην αυτοκρατορική εξουσία. Η συμπεριφορά του χειροτέρευσε, καθώς έγινε πιο παρανοϊκός. Έκανε μία ιδιαίτερα μεγάλη σφαγή στη Ρώμη την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 192 μ.Χ., για να γίνει ο μοναδικός ύπατος. Τότε τρεις ευγενείς, ο Εκλεκτός, ο Μάρκια και ο Λαίτος, φοβούμενοι ότι θα στοχοποιηθούν, στραγγάλισαν τον Κόμμοδο, πριν προλάβει να το κάνει. Οι δολοφόνοι ονόμασαν τότε τον Περτίνακα νέο Καίσαρα.[1]

Η ταυτότητα τού ατόμου που σχεδίασε τη δολοφονία του Κομμόδου, εξακολουθεί να αποτελεί αντικείμενο συζήτησης. Ορισμένες πηγές αναφέρουν τον Περτίνακα ως τον εγκέφαλο της δολοφονίας, επειδή απέκτησε την αυτοκρατορική κυριαρχία μόλις σκοτώθηκε ο Κόμμοδος. Ωστόσο, οι κατηγορίες εναντίον του Περτίνακα φαίνεται να προέρχονται από τους εχθρούς του, μία προσπάθεια να βλαφθεί τη φήμη του. Στην πραγματικότητα αυτοί οι κατήγοροι φαίνεται, ότι δεν γνώριζαν, ποιος ήταν ο εγκέφαλος της δολοφονίας.[1]

Περτίναξ Επεξεργασία

 
Προτομή στο Εθνικό Μουσείο της Ένωσης στη Ρουμανία, πιθανόν του Περτίνακα.

Ο Περτίναξ κέρδισε την πολιτική του επιρροή ανεβάζοντας τον δρόμο του στις στρατιωτικές τάξεις. Ήταν ανθύπατος της Αφρικής, καθιστώντας τον τόν πρώτο από πολλούς αυτοκράτορες, που ξεκίνησαν την πολιτική τους σταδιοδρομία από την Αφρική.[3] Δεδομένου ότι οι περισσότεροι από τους ευγενείς είχαν δολοφονηθεί στη σφαγή της παραμονής της Πρωτοχρονιάς, ο Περτίναξ ήταν ένας από τους λίγους υψηλόβαθμους αξιωματούχους, που είχαν απομείνει, για να γίνει ο νέος Αυτοκράτορας. Ο Περτίναξ αντιμετώπισε πρώιμες δυσκολίες λόγω της καταρρέουσας οικονομικής κατάστασης της Αυτοκρατορίας και των κατηγοριών, ότι ήταν συνένοχος στη δολοφονία του Κομμόδου. Μπορεί επίσης να κατηγορήθηκε για τη δολοφονία τού Κλεάνδρου (του συνηγόρου του Κομμόδου), του οποίου η δολοφονία είχε προκαλέσει την παράνοια του Κομμόδου.

Το Περτίναξ ήταν μία μεγάλη αντίθεση με τον Κόμμοδο. Πειθαρχημένοςε, αλλά έχασε την εύνοια της Πραιτοριανής Φρουράς όταν αρνήθηκε να πληρώσει τη δωρεά (donativum) τους και άρχισε να ανακαλεί τα προνόμια, που τους είχε δώσει ο Κόμμοδος. Όταν αντιμετώπιζε την Πραιτωριανή Φρουρά, δεν μπόρεσε να διαπραγματευτεί μία ειρήνη και στη συνέχεια σκοτώθηκε από τη Φρουρά.

Μετά τον θάνατο του Περτίνακα, η Πραιτωριανή Φρουρά προχώρησε σε δημοπρασία της Πορφύρας, που την έδωσε στον πλειοδότη.

Δίδιος Ιουλιανός Επεξεργασία

Ο Δίδιος Ιουλιανός ανέλαβε την εξουσία ως ανθύπατος της Αφρικής, διαδεχόμενος τον Περτίνακα σε αυτή τη θέση. Στον Δ. Ιουλιανό δεν δόθηκε απλώς η θέση του αυτοκράτορα μετά τον θάνατο του Περτίνακα. Είχε ανταγωνισμό στον πεθερό του Περτίνακα, τον Σουλπικιανό. Ο μόνος τρόπος με τον οποίο ο Δ. Ιουλιανός κέρδισε το θρόνο ήταν, υπερκερνώντας τον Σουλπικιανό για το ποσό που θα πλήρωνε στα στρατεύματα, κερδίζοντας έτσι την εύνοια της Πραιτωριανής Φρουράς. Ο Δ. Ιουλιανός αρχικά κατηγορήθηκε ως δολοφόνος του Περτίνακα. Δύο δημόσια πρόσωπα χρησιμοποίησαν τον φόβο του κοινού, για να επωφεληθούν από αυτήν την κρίση: ο Πεσκένιος Νίγηρας, ο κυβερνήτης της Συρίας, και ο Σεπτίμιος Σεβήρος. Δώδεκα ημέρες μετά τη δολοφονία του Περτίνακα, ο Σεβήρος αυτοανακηρύχτηκε αυτοκράτορας στη θέση του Δ. Ιουλιανού. Ο όχλος, που έβλεπε τον Δ. Ιουλιανό δυσμενώς, κάλεσε τον Πεσκένιο Νίγηρα για βοήθεια. Ωστόσο, ο Σεβήρος στην Παννονία ήταν πιο κοντά στη Ρώμη και έφτασε στην πρωτεύουσα πρώτος με τα στρατεύματά του. Ο Δ. Ιουλιανός εκτελέστηκε την 1η Ιουνίου με εντολή του Σεβήρου, δύο μόλις μήνες μετά τη δολοφονία του Περτίνακα.[1]

Πεσκένιος Νίγηρ Επεξεργασία

Ο Νίγηρας ξεκίνησε το 193 ως κυβερνήτης της Συρίας. Μόλις οι όχλοι άρχισαν να ζητούν τη βοήθειά του, έγινε αντίπαλος του Σεβήρου, αφού ο Σεβήρος πίστευε, ότι έπρεπε μόνο αυτός να έχει απόλυτη δύναμη και πίστη από τους ανθρώπους της Αυτοκρατορίας. Ο Νίγηρας κατέληξε να ανακηρύξει τον εαυτό του αυτοκράτορα, κάτι που εξόργισε περαιτέρω τον Σεβήρο.[1] Ο Νίγηρας είχε συμμάχους στο ανατολικό τμήμα της Αυτοκρατορίας, οπότε, όταν ο Σεβήρος τον απείλησε με στρατεύματα, συγκέντρωσε στρατό από τους συμμάχους του και πολέμησε τον Σεβήρο σε όλη την Αυτοκρατορία για δύο χρόνια. Τελικά έχασε τον εμφύλιο κοντά στην πόλη της Ισσού.[2]

Κλαύδιος Αλβίνος Επεξεργασία

 
Νόμισμα του Κλαύδιου Αλβίνου. Αυτό το νόμισμα εορτάζει το Saeculum Frugiferum, την ενσάρκωση μίας «καρποφόρας εποχής», πιθανώς του Ba'al Hammon, μίας φοινικικής θεότητας που λατρευόταν στη Βόρεια Αφρική, από όπου προέρχεται ο Κλαύδιος. Επιγρ.: D. CLOD. SEPT. ALBIN. CAES. / SAECVLO FRVGIFERO CO[Ν]S. II.

Ο Κλαύδιος Αλβίνος ήρθε σε διαμάχη για το αυτοκρατορικό αξίωμα το 193, όταν τού ζητήθηκε να γίνει αυτοκράτορας μετά το θάνατο του Κομμόδου, αλλά είχε απορρίψει την πρόταση. Ωστόσο, τελικά κέρδισε τον τίτλο του Καίσαρα, επειδή ο Σεβήρος χρειαζόταν βοήθεια για τον έλεγχο της Αυτοκρατορίας, ενώ πολεμούσε τον Νίγηρα, καθώς ο Σεβήρος ήθελε να μπορέσει να επικεντρωθεί πλήρως στον εμφύλιο πόλεμο. Ο Σεβήρος και ο Αλβίνος θεωρούνταν λοιπόν εχθροί αρχικά, αλλά υπογράφηκε μία συνθήκη μεταξύ των δύο, η οποία έδωσε στον Αλβίνο περισσότερη εξουσία και τον τίτλο του Καίσαρα. Μερικές πηγές λένε, ότι αυτή η συνθήκη ήταν μόνο τιμητική και ωφέλησε μόνο τον Σεβήρο, ο οποίος κέρδισε μόνο χάρη στην υποστήριξη τού Αλβίνου, ενώ στην πραγματικότητα δεν άφησε καμία από τις εξουσίες του ως Αυτοκράτορα.[4] Ο Αλβίνος έλεγχε τη Βρετανία και αυτή η συνθήκη θα τού έδινε εξουσία στη Γαλατία και την Ισπανία. Οι περισσότερες πηγές δεν αναφέρουν μία επίσημη συνθήκη, αλλά λένε ότι υπήρχε μία πιο άτυπη συμφωνία μεταξύ των δύο ανδρών, έτσι ώστε ο Σεβήρος να μπορέσει να επικεντρωθεί στον Νίγηρα. Ο Αλβίνος συνέχισε σε αυτόν τον ρόλο ως «Καίσαρας» για άλλα τρία χρόνια, πριν ξεκινήσει εμφύλιος πόλεμος μεταξύ τους, που είχε αποτέλεσμα ο Σεβήρος να γίνει ο μοναδικός Αυτοκράτορας.[2]

Σεπτίμιος Σεβήρος Επεξεργασία

 
Ο Σεπτίμιος Σεβήρος στη Γλυπτοθήκη του Μονάχου.

Ο Σεβήρος ήταν, πρακτικά, ο Αυτοκράτορας μετά τη δολοφονία του Περτίνακα. Κάποιες πηγές συνδέουν τον Σεβήρο και τον Περτίνακα μαζί και τους αποκαλούν συμμάχους, κάτι που θα εξηγούσε, πώς ο Σεβήρος έγινε τόσο ισχυρός κατά τη διάρκεια αυτής της χαοτικής χρονιάς. Δώδεκα ημέρες μετά τη δολοφονία της 28ης Μαρτίου, ο Σεβήρος έγινε ηγεμόνας με την υποστήριξη της Συγκλήτου.[1] Έβαλε να εκτελέσουν τον Δίδιο Ιουλιανό και έκανε εχθρούς τούς άλλους ισχυρούς ευγενείς, που είχαν πιθανότητα να γίνουν αυτοκράτορες, δηλ. τον Π. Νίγηρα και ο Κ. Αλβίνο. Αρχικά ήθελε να πάρει το θρόνο μετά τη δολοφονία του Κομμόδου, αλλά η βιασύνη με την οποία οι δολοφόνοι ονόμασαν αυτοκράτορα τον Περτίνακα, εμπόδισε αυτό να συμβεί.

Τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του ήταν απασχολημένος με τον εμφύλιο πόλεμο, που διεξήγαγε εναντίον του Νίγηρα στο ανατολικό μισό της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, έτσι μοιράστηκε την Αυτοκρατορία με τον Κλαύδιο Αλβίνο. Υπέγραψε μάλιστα συμφωνία με τον Αλβίνο για να κερδίσει την υποστήριξή του, παρόλο που ήταν εχθρός του, δίνοντάς του τον τίτλο τού Καίσαρα, αλλά καμία από την πραγματική εξουσία.[4] Ωστόσο, μόλις νίκησε τον Νίγηρα, έβαλε στο στόχαστρο τον Aλβίνο και διεξήγαγε έναν επιτυχημένο εμφύλιο πόλεμο εναντίον του.[5] Αφού νίκησε και τους δύο εχθρούς του, ο Σεβήρος εξόντωσε και τους οπαδούς τους, για να εντυπώσει στον λαό, ότι ήταν ο μόνος Καίσαρας. Η άνοδος του Σεβήρου στην αποκλειστική εξουσία της Αυτοκρατορίας σηματοδοτεί την αρχή της δυναστείας των Σεβήρων.

Δείτε επίσης Επεξεργασία

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 1,5 1,6 Rahman, Abdur (2001). The African Emperor? The Life, Career, and Rise to Power of Septimius Severus, MA thesis. University of Wales Lampeter. 
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 Birley, Arthur R. (1999). Septimius Severus: The African Emperor. New York: Routledge. σελίδες 89–128. ISBN 0415165911. 
  3. Birley, Arthur R. Septimius Severus: The African Emperor. New York: Routledge, 1999. 89–128.
  4. 4,0 4,1 Van Sickle, C.E. (April 1928). «Legal Status of Clodius Albinus, 193–196». Classical Philology (University of Chicago Press) 23 (2): 123–127. doi:10.1086/361015. https://archive.org/details/sim_classical-philology_1928-04_23_2/page/123. 
  5. Burckhardt, Jacob. The Age of Constantine the Great. Los Angeles: University of California Press, 1949. 19–21.