Για άλλες χρήσεις, δείτε: Δήμος Ιτάνου.

Συντεταγμένες: 35°15′41″N 26°15′42″E / 35.26139°N 26.26167°E / 35.26139; 26.26167

Η Ίτανος ήταν αρχαία πόλη η οποία κείται στην περιοχή της Ερημούπολης, στα βορειοανατολικά του νομού Λασιθίου (δήμος Σητείας), στην Κρήτη.

Ίτανος
Τοποθεσία στο χάρτη
Τοποθεσία στο χάρτη
Ίτανος
35°15′50″N 26°15′47″E
ΧώραΕλλάδα
Διοικητική υπαγωγήΔήμος Σητείας
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Η ταύτιση της θέσης της Ιτάνου έγινε το 1891 από τον Ιταλό αρχαιολόγο Federico Halbherr, ενώ τα κτηριακά κατάλοιπα ερεύνησε λίγο αργότερα και ο συνάδελφός του Lucio Mariani. Οι πρώτες ανασκαφές έλαβαν χώρα το 1899 και το 1911 από την Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή Αθηνών. Κατά τα έτη 1970 και 1971 περισυνελέγησαν με πιστώσεις της Αρχαιολογικής Εταιρείας ελληνιστική επιτύμβια στήλη με ανάγλυφη παράσταση πολεμιστή και ιωνικό κιονόκρανο.

Θέση Επεξεργασία

Η αρχαία Ίτανος βρισκόταν στο βορειοανατολικό άκρο της Κρήτης πλησίον του όρμου Γράντες (νομός Λασιθίου/δήμος Σητείας), στην περιοχή που σήμερα ονομάζεται «Ερημούπολη». Εξαιτίας των τεκτονικών φαινομένων της ύστερης αρχαιότητας η γεωμορφολογία της Ιτάνου έχει υποστεί μεταβολές, και ένα τμήμα της σήμερα βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας.

Η αρχαία πόλη, όπως συνηθιζόταν στην Κρήτη, εκτεινόταν σε χώρο που καταλαμβάνεται από δύο γειτονικά υψώματα («ακροπόλεις»), τα οποία φαίνεται πως φιλοξενούσαν σημαντικά ιερά της πόλης (πιθανότατα του Απόλλωνα Πυθίου ο ανατολικός και της Αθηνάς Πολιάδος ο δυτικός λόφος). Το κέντρο της πόλης βρισκόταν μεταξύ των δύο ακροπόλεων, κατά κύριο λόγο στα δυτικά του ανατολικού λόφου, όπου έχουν εν μέρει αποκαλυφθεί κτηριακά κατάλοιπα. Δύο περαιτέρω λόφοι όριζαν το βόρειο και νότιο όριο του άστεως. Στον πρώτο βρισκόταν το νεκροταφείο της πόλης («Βόρειο Νεκροταφείο»), για το οποίο θα γίνει παρακάτω λόγος. Ο δεύτερος διέθετε οχυρωματικό περίβολο, όπως εξάλλου και οι δύο ακροπόλεις, ενώ υπήρχε και δίκτυο μεμονωμένων πύργων. Οι οχυρώσεις αυτές θωράκιζαν αμυντικά την πόλη από στεριά και θάλασσα και χρονολογούνται, στο μεγαλύτερο μέρος τους, στην ελληνιστική εποχή. Η επικράτεια της Ιτάνου εκτεινόταν από το ακρωτήριο Σίδερο (αρχ.: Σαμώνιον) στα βόρεια έως τον όρμο Καρουμών και τον κόλπο Σητείας στα νότια και δυτικά αντίστοιχα.

Ιστορία Επεξεργασία

 
Η πρωτοβυζαντινή βασιλική Α΄

Η Ίτανος ταυτίζεται εξαρχής με το λιμάνι της. Η αναφορά του Στέφανου Βυζάντιου στον ιδρυτή της πόλη Ίτανο Φοίνικα και η λατρεία φοινικικών θεοτήτων έχει ωθήσει πολλούς ερευνητές στο συμπέρασμα ότι αρχικά η πόλη αποτέλεσε εμπόριο των Φοινίκων. Εξάλλου, η αναφορά του Ηροδότου (4,151,2) ότι ο Ιτάνιος Κορώβιος οδήγησε τους Θηραίους στη Λιβύη, δείχνει και το εύρος των θαλάσσιων επαφών της πόλης. Τούτη ευρισκόμενη σε κομβικό σημείο της ανατολικής Μεσογείου, απέκτησε, σε αντίθεση με άλλες κρητικές πόλεις, εξωστρεφή χαρακτήρα που στηριζόταν κυρίως στο εμπόριο.

Μεγάλο μέρος της ανατολικής Κρήτης φαίνεται πως βρισκόταν υπό τον έλεγχό της, ενώ η ανάπτυξή της προκάλεσε προστριβές με γειτονικές πόλεις. Σωζόμενα επιγραφικά τεκμήρια της ελληνιστικής εποχής μαρτυρούν συνοριακούς και άλλους διακανονισμούς με τις πόλεις Δραγμός, Ιεράπυτνα και Πραισό. Η τελευταία ήταν και η μεγαλύτερη αντίπαλός της μέχρι την καταστροφή της κατά το 2ο αιώνα π.Χ. από τη Ιεράπυτνα. Γύρω στα 270 π.Χ. τα προβλήματα με την Πραισό, οι εσωτερικές εντάσεις και οι στενές σχέσεις με τους Πτολεμαίους της Αιγύπτου οδήγησαν στην εγκατάσταση φρουράς των τελευταίων στην Ίτανο. Αργότερα, τα προβλήματα μεταξύ Ιτάνου-Ιεράπυτνας θα ενταθούν, οδηγώντας κατά το 2ο αιώνα π. Χ. σε ρωμαϊκή επιδιαιτησία. Πάντως, η πόλη συνέχισε να ακμάζει και κατά τη ρωμαιοκρατία, έχοντας δικό της νόμισμα. Στα πρωτοβυζαντινά χρόνια οικοδομήθηκαν οι δύο βασιλικές που ανασκάφηκαν στον ανατολικό και νότιο λόφο αντίστοιχα.

Η ιστορία των ανασκαφών Επεξεργασία

Η ταύτιση της θέσης της Ιτάνου έγινε το 1891 από τον Ιταλό αρχαιολόγο Federico Halbherr, ενώ τα κτηριακά κατάλοιπα ερεύνησε λίγο αργότερα και ο συνάδελφός του Lucio Mariani. Οι πρώτες ανασκαφές έλαβαν χώρα το 1899 και το 1911 από την Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή Αθηνών, αν και, εκτός κάποιων επιγραφών, τα αποτελέσματά τους δεν δημοσιεύθηκαν. Το σύνολο των τότε γνωστών επιγραφών δημοσίευσε το 1942 η Margarita Guarducci ((IC III, IV 1-50). Το 1950 οι γαλλικές ανασκαφές επαναλαμβάνονται και οδηγούν στην αποκάλυψη μέρους του Βορείου Νεκροταφείου καθώς και κάποιων ρωμαϊκών-πρωτοβυζαντινών οικιών, ενώ δημοσιεύεται και κεραμική γεωμετρικής-αρχαϊκής εποχής που βρέθηκε σε διάφορα σημεία της αρχαίας πόλης. Από το 1994 μέχρι το 2005 πραγματοποιήθηκε ένα διεθνές ερευνητικό πρόγραμμα με τη συμμετοχή της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής, του Ινστιτούτου Μεσογειακών Ερευνών και άλλων διεθνών ερευνητικών και πανεπιστημιακών φορέων υπό την εποπτεία της αρμόδιας Εφορείας Αρχαιοτήτων. Κατά τη διάρκεια του προγράμματος εξετάστηκαν τα κτηριακά κατάλοιπα δυτικά της ανατολικής ακρόπολης, οι υπώρειες της δυτικής ακρόπολης, το Βόρειο Νεκροταφείο, οι οχυρωματικές κατασκευές, η «Βασιλικής Α» στην ανατολική ακρόπολη και, επιπλέον, έλαβε χώρα επιφανειακή έρευνα στην ευρύτερη επικράτεια της Ιτάνου. Ενώ τα αποτελέσματα των ανασκαφών αναμένουν την οριστική δημοσίευσή τους, από το 2011 οι αρχαιολόγοι Didier Viviers και Αθηνά Τσιγαρίδα ξεκίνησαν υπό την αιγίδα της Βελγικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών ένα νέο πρόγραμμα έρευνας και τεκμηρίωσης του Βορείου Νεκροταφείου.

Κατά το χρονικό διάστημα που προηγείται της έναρξης των πρόσφατων ερευνών, όπως και παράλληλα με αυτές, η αρμόδια Εφορεία Αρχαιοτήτων προέβη σε επανειλημμένες περισυλλογές τόσο στον αρχαιολογικό χώρο όσο και στην ευρύτερη περιοχή. Παράλληλα, με πιστώσεις της Αρχαιολογικής Εταιρείας μεταφέρθηκαν αρχαιότητες στο Μουσείο Αγίου Νικολάου. Συγκεκριμένα, το 1970 η τότε Επιμελήτρια Αρχαιοτήτων Αγγελική Λεμπέση μετέφερε επιτύμβια στήλη, ενώ το 1971 ο τότε Επιμελητής Κωστής Δαβάρας αρχιτεκτονικό μέλος, για τα οποία γίνεται παρακάτω λόγο. Αμφότερα παρουσιάστηκαν σύντομα στο Έργον και τα Πρακτικά, ενώ φωτογραφίες τους δίδονται στο Αρχαιολογικό Δελτίο των ετών 1971 και 1972 αντίστοιχα.

Η επιτύμβια στήλη και το Βόρειο Νεκροταφείο Επεξεργασία

Η επιτύμβια στήλη (Μουσείο Αγ. Νικολάου, αρ. ευρ. Μ 2310), η οποία μεταφέρθηκε στη σημερινή της θέση από τη Σητεία όπου βρισκόταν, βρέθηκε από χωρικό εντός της θάλασσας στην Ίτανο. Σώζεται ολόκληρη, είναι κατασκευασμένη από μάρμαρο και έχει ύψος 0,78 μ., ενώ στο κάτω μέρος της φέρει γόμφο για στερέωση σε βάση (πρβλ. ΑΔ 26, 1971). Πρόκειται για ορθογώνια στήλη με παραστάδες που πλαισιώνουν το πεδίο της παράστασης και αετωματική επίστεψη, της οποίας το τύμπανο ορίζεται από οριζόντιο και επαέτια γείσα που φέρουν τρία ακρωτήρια. Το ανάγλυφο του πεδίου μεταξύ των παραστάδων απεικονίζει όρθιο θωρακοφόρο πολεμιστή, στραμμένο προς τα δεξιά, ο οποίος κρατά δόρυ στο δεξί χέρι, ενώ στηρίζει το αριστερό σε ασπίδα γαλατικού τύπου. Η Λεμπέση χρονολογεί το έργο στις τελευταίες δεκαετίες του 2ου αιώνα π. Χ. Στο ευσύνοπτο corpus των επιτύμβιων στηλών της Κρήτης, οι παραστάσεις πολεμιστών απαντώνται αρκετά συχνά μέχρι και τον 1ο αιώνα π. Χ., αν και κατά την αρχαιολόγο Katja Sporn, που μελετά το σχετικό υλικό, απεικονίσεις με θώρακα και περικεφαλαία –όπως στην περίπτωση της Ιτάνου– σπανίζουν. Σύμφωνα με την ίδια, το ακόμη αδημοσίευτο γλυπτό προέρχεται με βεβαιότητα από τοπικό εργαστήριο, πράγμα για το οποίο συνηγορεί και η πληροφορία της Λεμπέση ότι το μάρμαρο είναι εντόπιο.

Η στήλη προφανώς επέστεφε κάποιο τάφο στο Βόρειο Νεκροταφείο. Οι ανασκαφές του τελευταίου κατά τη δεκαετία του 1990 οδηγούν στο συμπέρασμα ότι επρόκειτο για την κύρια νεκρόπολη της Ιτάνου. Αν και μέχρι στιγμής έχει ερευνηθεί μόνον ένα μικρό μέρος αυτής, γνωρίζουμε ότι βρισκόταν σε χρήση τουλάχιστον από την ύστερη γεωμετρική μέχρι την ύστερη ελληνιστική εποχή. Το ανασκαφέν τμήμα αποτελείται από δύο τομείς που τους χωρίζει δρόμος: α) Τον δυτικό, όπου έχει αποκαλυφθεί μεγάλο αρχαϊκό κτήριο, μέρος του οποίου φαίνεται ότι χρησιμοποιήθηκε και κατά την κλασική εποχή για τελετουργικούς σκοπούς. β) Τον ανατολικό, όπου λάμβανε χώρα η πλειονότητα των ταφών και ήρθαν στο φως βαθμιδωτά ταφικά μνημεία που επιστέφονταν από στήλες. Τα τελευταία χρονολογούνται στα ύστερα κλασικά χρόνια, αλλά τον 3ο αιώνα ένα πυκνό δίκτυο ταφών γύρω από αυτά δημιουργεί ένα είδος ταφικών περιβόλων, οι οποίοι μαρτυρούν κάποιο οικογενειακό δεσμό. Αν και το νεκροταφείο καταστρέφεται κατά το 1ο μισό του 2ου αιώνα π. Χ., αναδιοργανώνεται και η ανέγερση βαθμιδωτών μνημείων με στήλες φαίνεται ότι συνεχίζεται και μετά την αποχώρηση των Λαγιδών. Είναι, επομένως, πιθανόν η στήλη του πολεμιστή να είχε ιδρυθεί, όπως δείχνει και ο γόμφος, σε ανάλογο μνημείο. Σχετικά με την ταυτότητα του νεκρού, λόγω της απουσίας επιγραφής, δεν μπορούν να διατυπωθούν παρά μόνον υποθέσεις. Βέβαιο είναι ότι η χρονολόγησή του στον όψιμο 2ο αιώνα αποσυνδέει το γλυπτό από την περίοδο της παρουσίας της αιγυπτιακής φρουράς στην Ίτανο, η οποία λήγει με το θάνατο του Πτολεμαίου Στ΄ Φιλομήτορος το 145 π. Χ. Κατά πόσον ο νεκρός ήταν απλός στρατιωτικός ή μέλος της τοπικής ιθύνουσας τάξης δεν μπορεί να απαντηθεί, ωστόσο η επιμελημένη μορφή του μνημείου και η σπανιότητα του εικονογραφικού θέματός του προκρίνουν το δεύτερο. Σε κάθε περίπτωση, κρίνοντας από τη λιτή μορφή και τα λιγοστά κτερίσματα των περισσότερων ταφών της ίδιας περιόδου, μνημεία αυτού του είδους θα πρέπει να ανεγείρονταν για σχετικά εύπορους πολίτες ή οικογένειες. Εξάλλου, ο Didier Viviers υποστήριξε πρόσφατα ότι με την αποχώρηση των Πτολεμαίων οι ταφές στην Ίτανο φανερώνουν, μετά από μακρά περίοδο δεκτικότητας στις εξωτερικές επιρροές, κάποια στροφή σε παραδοσιακότερες συλλογικές αξίες. Καθώς βασική συνισταμένη των τελευταίων στην Κρήτη αποτελούσε πάντοτε η απόδοση τιμής στην πολεμική αρετή, θα ήταν, επομένως, ορθό να ερμηνευθεί σε αυτό το πλαίσιο και η στήλη του πολεμιστή. Πάντως, η επιλογή επιτυμβίου μνημείου αυτού του τύπου, που δεν ήταν ευρέως διαδεδομένος στην Κρήτη, μαρτυρά ότι ο κοσμοπολιτισμός της προηγούμενης περιόδου δεν εγκαταλείφθηκε πλήρως.

Το κιονόκρανο Επεξεργασία

Το ιωνικό κιονόκρανο παραδόθηκε από τη Μονή Ακρωτηριανής (Τοπλού), και είχε βρεθεί σε ιδιόκτητο αγρό της τελευταίας στη θέση «Σελλιά» της Ιτάνου. Πρέπει να σημειωθεί ότι στη Μονή, η οποία βρίσκεται νοτιοδυτικά της αρχαίας πόλης, έχουν κατά καιρούς μεταφερθεί αρχαιότητες της Ιτάνου. Το κιονόκρανο, κατασκευασμένο από σιδερόπετρα, έχει ύψος 0,33 μ. και διάμετρο 0,285 μ. (πρβλ. ΑΔ 27, 1972). Διατηρεί το σύμφυτο επάνω σφόνδυλο του αρράβδωτου κορμού. Οι μικρές έλικες συνδέονται μεταξύ τους με σχετικά χαμηλό και λείο εχίνο και καταλήγουν σε πεπλατυσμένους οφθαλμούς, το πάνω ημικύκλιο των οποίων βρίσκεται στο ύψος του εχίνου. Μια γλυφή στο πάνω μέρος του τελευταίου, τον διαχωρίζει από τον επιστέφοντα πλακοειδή άβακα που φέρει κυμάτιο. Η κάτω διάμετρος του αρχιτεκτονικού μέλους υποδεικνύουν ότι κοσμούσε ένα μετρίων διαστάσεων κτίσμα, η χρονολόγησή του οποίου στα ελληνιστικά χρόνια δεν αποκλείεται. Καθώς οι γνώσεις μας για την αρχιτεκτονική της Ιτάνου είναι λιγοστές, η απόδοση του κιονοκράνου σε συγκεκριμένο κτήριο είναι προσώρας αδύνατη· ωστόσο, η συσχέτισή του με κάποιο θρησκευτικό ή κοσμικό αντιπροσωπευτικό κτήριο φαίνεται εύλογη.

Βιβλιογραφία Επεξεργασία

  • F. Halbherr, Researches in Crete I. Itanos, The Antiquary 24, 1891, 201-203.
  • L. Mariani, Antichità Cretesi, MonAnt 6, 1895, 311-318.
  • J. Demargne, Monuments figurés et inscriptions de Crète, BCH 24, 1900, 222-246.
  • A. J.-Reinach, Inscriptions d’Itanos, REG 24, 1911, 377-425.
  • H. Gallet de Santerre – A. Dessenne – J. Deshayes, Chronique des fouilles en 1950. Itanos et environs (Crète orientale), BCH 75, 1951, 190-195.
  • H. Gallet de Santerre, Note sur les recherches archéologiques entreprises par l’École française d’Athènes en 1950 dans la région d’Itanos (Crète orientale), RA 38, 1951, 134-146.
  • St. Spyridakis, Ptolemaic Itanos and Hellenistic Crete (Berkeley – Los Angeles – London 1970).
  • Αγγ. Λεμπέση, ΑΔ 26, 1971 (1975) Β2, Χρον., 500-501 εικ. 517 δ [στήλη].
  • Κ. Δαβάρας, ΑΔ 27, 1972 (1977) Β2, Χρον., 646 εικ. 601 δ [κιονόκρανο].
  • Ν. Π. Παπαδάκης, Σητεία. Η πατρίδα του Μύσωνα και του Κορνάρου. Οδηγός για την ιστορία, αρχαιολογία, πολιτισμό της 2(Σητεία 1989), 55-60.
  • A. Chaniotis, Die Verträge zwischen kretischen Poleis in der hellenistischen Zeit (Stuttgart 1996), αρ. 4, 19, 20, 47, 49, 57 [συνθήκες της Ιτάνου με άλλες πόλεις].
  • E. Greco et. al., Travaux menés en collaboration avec l’École française en 1995. Itanos (Crète orientale), BCH 120, 1996, 941-952, κυρίως 944-946.
  • E. Greco et. al., Travaux menés en collaboration avec l’École française en 1996. Itanos (Crète orientale), BCH 121, 1997, 809-824, κυρίως 814-818.
  • E. Greco et. al., Travaux menés en collaboration avec l’École française en 1997. Itanos (Crète orientale), BCH 122, 1998, 584-602, κυρίως 592-597.
  • E. Greco et. al., Travaux menés en collaboration avec l’École française en 1999. Itanos (Crète orientale), BCH 124, 2000, 547-559, κυρίως 549-555.
  • E. Greco et. al., Travaux menés en collaboration avec l’École française en 2001. Itanos (Crète orientale), BCH 126, 2002, 577-582, κυρίως 581-582.
  • K. Sporn, Heiligtümer und Kulte Kretas in klassischer und hellenistischer Zeit (Heidelberg 2002), 35-41.
  • P. Perlman, Crete, in: M. M. Hansen – Th. H. Nielsen (επιμ.), An Inventory of Archaic and Classical Poleis. An Investigation Conducted by the Copenhagen Polis Center for the Danish National Research Center (Oxford-New York 2004), 1167-1168 αρ. 965.
  • St. Apostolakou et. al., Rapport sur les travaux de l’École française d’Athènes en 2003-2004. Itanos (Crète orientale), BCH 128-129, 2004-2005, 988-1005, κυρίως 993-1005.
  • E. Carando – M. Xanthopoulou, Itanos. Recenti ricerche nell’abitato, σε: Ευ. Ταμπακάκη – Α. Καλουτσάκης (επιμ.), Πεπραγμένα Θ΄ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, Ελούντα, 1-6 Οκτωβρίου 2001 (Ηράκλειο 2006), τ. Α5, 333-345.
  • M. S. Eaby, Mortuary Variability in Early Iron Age Cretan Burials (αδημ. διδ. διατριβή Chapel Hill/Univ. of N. Carolina 2007), 72 αρ. κατ. 36.
  • A. Schnapp-Gourbeillon et al., Recherches archéologiques récentes à Itanos, RA 47, 2009, 208-219.
  • Χρ. Σοφιανού – Ευ. Σαλιάκα, Καύσεις στη νεκρόπολη της αρχαίας Ιτάνου, σε: Μ. Ανδρεαδάκη-Βλαζάκη κ. α. (επιμ.), Πεπραγμένα Ι΄ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, Χανιά, 1-8 Οκτωβρίου 2006 (Χανιά 2011), τ. Α4, 321-335.
  • D. Viviers, Une cité crétoise à l’épreuve d’une garnison lagide: l’exemple d’Itanos, σε: J.-Ch. Couvenhes – S. Crouzet – S. Péré-Noguès (επιμ.), Pratiques et identités culturelles des armées hellénistiques du monde méditerranéen. Ηellenistic Warfare 3 (Paris 2011), 35-64, κυρίως 58-63.
  • K. Sporn, Römische Grabreliefs auf Kreta. Alte Traditionen und neue Wege, σε: Θ. Στεφανίδου-Τιβερίου – Π. Καραναστάση – Δ. Δαμάσκος (επιμ.), Κλασική παράδοση και νεωτερικά στοιχεία στην πλαστική της ρωμαϊκής Ελλάδας. Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου, Θεσσαλονίκη, 7-9 Μαΐου 2009 (Θεσσαλονίκη 2012), 451-466, κυρίως 454 σημ. 26.
  • N. Coutsinas, Défenses crétoises. Fortifications urbaines et défense du territoire en Crète aux époques classique et hellénistique (Paris 2013), 175-193, 402-406 αρ. κατ. 1-2 εικ. 42.
  • D. Viviers – A. Tsingarida, Facing the Sea: Cretan Identity in a Harbour-City Context. Some Remarks on the Early Development of Itanos, σε: F. Gaignerot-Driessen – J. Driessen (επιμ.), Cretan Cities. Formation and Transformation (Louvain 2014), 165-182.
  • Έργον 1970, 190.
  • Στ. Αλεξίου, Μικραί ανασκαφαί και περισυλλογή αρχαίων εις Κρήτην, ΠΑΕ 1970, 254-255.
  • Έργον 1971, 264.
  • Κ. Δαβάρας, Περισυλλογή αρχαίων Ανατολικής Κρήτης, ΠΑΕ 1971, 302.


Διαδικτυακές Πηγές Επεξεργασία

Αναφορές Επεξεργασία