Α΄ εμφύλιος πόλεμος στην Ακτή Ελεφαντοστού

εμφύλια σύρραξη στην Ακτή του Ελεφαντοστού

Ο Πρώτος εμφύλιος πόλεμος στην Ακτή Ελεφαντοστού ήταν εμφύλια σύγκρουση στην Ακτή του Ελεφαντοστού, που ξεκίνησε το 2002. Παρά το γεγονός ότι το μεγαλύτερο τμήμα της σύρραξης έληξε στα τέλη του 2004, η χώρα παρέμεινε χωρισμένη στα δύο, με τους αντάρτες να ελέγχουν τον μουσουλμανικό Βορρά και την κυβέρνηση να ελέγχει τον χριστιανικό Νότο. Η εχθρότητα αυξήθηκε, όπως και οι επιθέσεις σε ξένα στρατεύματα και πολίτες. Κατά το 2006 η κατάσταση παρέμεινε τεταμένη και αρκετοί αναλυτές παρατήρησαν ότι η Ειρηνευτική δύναμη του ΟΗΕ και οι Γαλλικές Ένοπλες Δυνάμεις απέτυχαν να σταματήσουν τον εμφύλιο πόλεμο. Η εθνική ομάδα ποδοσφαίρου της Ακτής του Ελεφαντοστού εξασφάλισε προσωρινή ανακωχή, όταν προκρίθηκε στο Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου 2006, ενώνοντας προσωρινά τα εμπόλεμα μέρη[3].

Πρώτος εμφύλιος πόλεμος στην Ακτή Ελεφαντοστού
Εμφύλιος πόλεμος στην Ακτή Ελεφαντοστού
Χάρτης της ενδιάμεσης ζώνης την άνοιξη του 2007
Χρονολογία19 Σεπτεμβρίου 20024 Μαρτίου 2007
ΤόποςΑκτή του Ελεφαντοστού
ΈκβασηΠροσωρινή συμφωνία ειρήνης στη συνέχεια αναζωπύρωση της σύγκρουσης
Αντιμαχόμενοι
Ακτή Ελεφαντοστού
Νέοι Πατριώτες του Αμπιτζάν πολιτοφυλακή
Λιβεριανοί μισθοφόροι
Υποστήριξη από:
Ρωσία[1]
Βουλγαρία [2]
Λευκορωσία
Γαλλία
UNOCI

Η Αποστολή του ΟΗΕ στην Ακτή Ελεφαντοστού άρχισε αφότου ηρέμησε σχετικά ο εμφύλιος, αλλά οι ειρηνευτικές δυνάμεις αντιμετώπισαν μια περίπλοκη κατάσταση όντας υποδεέστερες αριθμητικά από τους πολίτες και τους αντάρτες. Η πρώτη συνθήκη ειρήνης για τον τερματισμό της σύγκρουσης υπεγράφη στις 4 Μαρτίου 2007[4].

Οι εκλογές στην Ακτή Ελεφαντοστού έλαβαν χώρα τον Οκτώβριο του 2010 μετά από έξι αναβολές. Ο πόλεμος συνεχίστηκε στις 24 Φεβρουαρίου 2011, εξαιτίας του αδιεξόδου που προκλήθηκε σχετικά με τα αποτελέσματα των εκλογών, με τους αντάρτες να καταλαμβάνουν τη Ζουάν-Χουνιέν και συγκρούσεις να λαμβάνουν χώρα στο Αμπομπό, το Γιαμουσσούκρο και τα περίχωρα της Ανιαμά[5][6].

Σύνοψη Επεξεργασία

Ο εμφύλιος πόλεμος στην Ακτή Ελεφαντοστού περιστρέφεται γύρω από μια σειρά ζητημάτων, τα σημαντικότερα από τα οποία μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:

  • Το τέλος της τριακονταετούς προεδρίας του ​Φελίξ Ουφουέτ-Μπουανί (Félix Houphouët-Boigny) ανάγκασε το έθνος να έρθει αντιμέτωπο με τη δημοκρατική διαδικασία για πρώτη φορά. Ο Ουφουέτ-Μπουανί ήταν πρόεδρος από την εποχή της ανεξαρτησίας της Ακτής Ελεφαντοστού και το πολιτικό σύστημα της χώρας συνδέθηκε στενά με τα προσωπικά χαρίσματα και αδυναμίες του ηγέτη του και τις πολιτικοοικονομικές συγκυρίες της εποχής. Το πολιτικό σύστημα αναγκάστηκε να ασχοληθεί με ανοικτές, ανταγωνιστικές εκλογές χωρίς τον Ουφουέτ-Μπουανί, από το 1993 και μετά.
  • Ο μεγάλος αριθμός των αλλοδαπών στην Ακτή του Ελεφαντοστού και οι πολίτες της Ακτής Ελεφαντοστού αλλοδαπής προέλευσης, δημιούργησαν ένα σημαντικό θέμα σε ό,τι αφορά στο δικαίωμα ψήφου. Το 26% του πληθυσμού ήταν ξένης προέλευσης, κυρίως από την Μπουρκίνα Φάσο, μια φτωχότερη χώρα στον Βορρά. Πολλοί από αυτούς ήταν πολίτες της Ακτής Ελεφαντοστού για δύο γενιές ή περισσότερο και ορισμένοι Μαντίνκα προέλευσης προέρχονταν από το βόρειο τμήμα της, αυτό που είναι σήμερα γνωστό ως Ακτή του Ελεφαντοστού. Οι εθνοτικές εντάσεις είχαν κατασταλεί υπό την ισχυρή ηγεσία του Ουφουέτ-Μπουανί, αλλά αναζωπυρώθηκαν μετά τον θάνατό του. Ο όρος ιβουαριτέ, που επινοήθηκε από τον Ανρί Κονάν Μπεντιέ (Henri Konan Bédié) για να υποδηλώσει την κοινή πολιτισμική ταυτότητα όλων όσων ζούσαν στην Ακτή Ελεφαντοστού, άρχισε να χρησιμοποιείται από τα εθνικιστικά και ξενοφοβικά πολιτικά κόμματα και τον τύπο ως αποκλειστική αναφορά και μόνο του πληθυσμού του νοτιοανατολικού τμήματος της χώρας, ιδιαίτερα του Αμπιτζάν.
  • Οι διακρίσεις προς τους ανθρώπους που προέρχονταν από την Μπουρκίνα Φάσο έκαναν τις γειτονικές χώρες, ιδιαίτερα την Μπουρκίνα Φάσο, να φοβούνται μαζική μετανάστευση των προσφύγων.
  • Η οικονομική ύφεση που οφειλόταν στην επιδείνωση των όρων των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ του τρίτου κόσμου και των ανεπτυγμένων χωρών επιδείνωσαν τις συνθήκες, επιδεινώνοντας παράλληλα και τα υποκείμενα πολιτιστικά και πολιτικά ζητήματα.
  • Η ανεργία ανάγκασε ένα μέρος του αστικού πληθυσμού να επιστρέψει στα χωράφια του, τα οποία ανακάλυψε ότι είχαν γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης από τρίτους.
  • Καταλύτης της σύγκρουσης υπήρξε εσπευσμένος νόμος της κυβέρνησης για δημοψήφισμα πριν τις εκλογές του 2000, που απαιτούσε και οι δύο γονείς του υποψήφιου για την προεδρία να έχουν γεννηθεί στην Ακτή του Ελεφαντοστού. Ουσιαστικά ο νέος νόμος -τον οποίο η κυβέρνηση δεν άλλαξε, παρά τις υφιστάμενες αντιδράσεις[7]- απέκλειε τη συμμετοχή του υποψήφιου για την προεδρία Αλασάν Ουαταρά από τον προεκλογικό αγώνα στις επερχόμενες προεδρικές εκλογές. Ο Ουαταρά εκροσωπούσε τον ισλαμικό Βορρά, ιδιαίτερα τους φτωχούς μετανάστες αγρότες από το Μαλί και την Μπουρκίνα Φάσο που εργάζονταν στις φυτείες καφέ και κακάο.

Ο πόλεμος (2002) Επεξεργασία

Στρατεύματα που προέρχονταν από το βόρειο τμήμα της χώρας, στασίασαν τις πρώτες πρωινές ώρες της 19ης Σεπτεμβρίου 2002. Ξεκίνησαν επιθέσεις σε πολλές πόλεις, μεταξύ των οποίων το Αμπιτζάν. Μέχρι το μεσημέρι είχαν τον έλεγχο του βόρειου τμήματος της χώρας και το κύριο αίτημα τους σχετιζόταν με τα πολιτικά δικαιώματα της Ακτής Ελεφαντοστού, το δικαίωμα ψήφου και την εκπροσώπησή τους στην κυβέρνηση στο Αμπιτζάν.

Την πρώτη νύχτα της εξέγερσης, σκοτώθηκε ο πρώην πρόεδρος Ρόμπερτ Γκουέι (Robert Guei). Υπάρχει κάποια διαφωνία ως προς το τι πραγματικά συνέβη εκείνο το βράδυ. Η κυβέρνηση ανέφερε ότι είχε πεθάνει καθοδηγώντας απόπειρα πραξικοπήματος, και στην κρατική τηλεόραση προβλήθηκαν εικόνες του σώματός του στον δρόμο. Ωστόσο, υποστηρίζεται ευρέως η εκδοχή ότι το σώμα του μετακινήθηκε μετά τον θάνατό του και ότι στην πραγματικότητα δολοφονήθηκε στο σπίτι του μαζί με δεκαπέντε άλλους ανθρώπους[8]. Ο Αλασάν Ουαταρά (Alassane Ouattara) κατέφυγε στη γαλλική πρεσβεία και το σπίτι του κάηκε[9].

Οι επιθέσεις ξεκίνησαν σχεδόν ταυτόχρονα στις περισσότερες μεγάλες πόλεις. Οι κυβερνητικές δυνάμεις διατήρησαν τον έλεγχο του Αμπιτζάν και των νότιων περιοχών, αλλά οι νέες επαναστατικές δυνάμεις είχαν πάρει το βορρά και εγκαταστάθηκαν στο Μπουακέ. Ο Λοράν Γκμπαγκμπό θεώρησε όσους συμμετείχαν στο πραξικόπημα λιποτάκτες του στρατού, που υποστηρίζονταν από την Μπουρκίνα Φάσο, ως αιτία αποσταθεροποίησης του καθεστώτος. Η Γαλλία αντίθετα από την κυβέρνηση της Ακτής του Ελεφαντοστού επιθυμούσε τη συμφιλίωση και έστειλε 2.500 στρατιώτες να επανδρώσουν γραμμή ειρήνης, ζητώντας παράλληλα βοήθεια από τον ΟΗΕ[10].

Οι δυνάμεις που εμπλέκονται στη σύγκρουση περιλαμβάνουν:

  • Επίσημες κυβερνητικές δυνάμεις, ο Εθνικός Στρατός (FANCI), οι νομιμόφρονες, εξοπλισμένοι ουσιαστικά από το 2003
  • Οι Νέοι Πατριώτες: εθνικιστικές ομάδες ευθυγραμμισμένες με τον πρόεδρο Λοράν Γκμπαγκμπό
  • Μισθοφόροι που προσέλαβε ο πρόεδρος Γκμπαγκμπό.
  • Η Λευκορωσία με μισθοφόρους πιλότους[11].
  • Πρώην μαχητές της Λιβερίας, συμπεριλαμβανομένων νέων κάτω των 17 ετών, η αποκαλούμενη «πολιτοφυλακή Λίμα»[12]
  • Νέες Δυνάμεις (Forces Nouvelles, FN), πρώην βόρειοι αντάρτες, οι οποίοι κατείχαν το 60% της χώρας,
  • Γαλλικές στρατιωτικές δυνάμεις: στρατεύματα που στάλθηκαν στο πλαίσιο της επιχείρησης Unicorn και στο πλαίσιο της εντολής του ΟΗΕ (UNOCI), 3000 άνδρες, τον Φεβρουάριο του 2003 και 4600 το Νοέμβριο του 2004.
  • Στρατιώτες της ECOWAS, «λευκά κράνη», επίσης υπό τον ΟΗΕ.

Ανασυντάσσοντας τις δυνάμεις τους στο Μπουακέ, οι κινήθηκαν νότια για να επιτεθούν στο Αμπιτζάν. Η Γαλλία ανέπτυξε τα διαθέσιμα στρατεύματα με έδρα την Ακτή του Ελεφαντοστού στις 22 Σεπτεμβρίου φράσσοντας τον δρόμο των ανταρτών. Η γαλλική κυβέρνηση ανέφερε πως ενήργησε για την προστασία των υπηκόων της και άλλων αλλοδαπών. Οι ΗΠΑ παρείχαν (περιορισμένη) υποστήριξη.

Στις 17 Οκτωβρίου, υπογράφηκε κατάπαυση του πυρός και άρχισαν διαπραγματεύσεις.

Στις 28 Νοεμβρίου, το λαϊκό κίνημα της Ακτής Ελεφαντοστού της Μεγάλης Δύσης (MPIGO) και το Κίνημα για τη Δικαιοσύνη και την Ειρήνη (MJP), δύο νέα επαναστατικά κινήματα, πήραν τον έλεγχο των πόλεων Μαν και Ντανανέ, δυτικά της χώρας. Η Γαλλία διεξήγαγε διαπραγματεύσεις. Γαλλικά στρατεύματα αποστάλθηκαν για να εκκενώσουν ξένους κοντά στο Μαν στις 30 Νοεμβρίου. Οι συγκρούσεις άφησαν πίσω τους τουλάχιστον δέκα αντάρτες νεκρούς και ένα Γάλλο στρατιώτη τραυματισμένο[13].

Η κατάπαυση του πυρός σχεδόν κατέρρευσε στις 6 Ιανουαρίου, όταν δύο ομάδες ανταρτών επιτέθηκαν στις γαλλικές θέσεις κοντά στην πόλη Ντουεκουέ, τραυματίζοντας εννέα στρατιώτες, έναν από αυτούς σοβαρά. Σύμφωνα με τον Γάλλο εκπρόσωπο, οι γαλλικές δυνάμεις απέκρουσαν την επίθεση και αντεπιτέθηκαν, σκοτώνοντας 30 αντάρτες[14].

Οι συμφωνίες Κλέμπερ (Μαρκουσί) (2003-2004) Επεξεργασία

Από τις 15 έως τις 26 Ιανουαρίου 2003 οι αντιμαχόμενες πλευρές συναντήθηκαν στο Λινά-Μαρκουσί στη Γαλλία σε μια προσπάθεια διαπραγμάτευσης και επιστροφής στην ειρήνη. Υπογράφηκε συμφωνία συμβιβασμού στις 26 Ιανουαρίου[15]. Ο πρόεδρος Γκμπαγκμπό διατήρησε τις εξουσίες του και οι αντίπαλοί του συμμετείχαν σε κυβέρνηση εθνικής συμφιλίωσης ελέγχοντας τα υπουργεία Αμύνης και Εσωτερικών. Στρατιώτες της ECOWAS και 4.000 Γάλλοι στρατιώτες εγκαταστάθηκαν ανάμεσα στις αντιμαχόμενες πλευρές, σχηματίζοντας «γραμμή ειρήνης». Όλες οι πλευρές συμφώνησαν να συνεργαστούν για την τροποίηση της εθνικής ταυτότητας, το δικαίωμα ιθαγένειας και των νόμων γαιοκτησίας, καθώς πολλοί παρατηρητές θεωρούσαν το υφιστάμενο δίκαιο κύρια αιτία της σύγκρουσης[16].

Από την 4η Φεβρουαρίου, αντιγαλλικές διαδηλώσεις έλαβαν χώρα στο Αμπιτζάν, προς υποστήριξη του Λοράν Γκμπαγκμπό[17]. Στις 4 Ιουλίου ανακηρύχθηκε το τέλος του εμφυλίου πολέμου. Προσπάθεια πραξικοπήματος, που οργανώθηκε από τον Ιμπραήμ Κουλιμπαλί, ματαιώθηκε στις 25 Αυγούστου από τις γαλλικές μυστικές υπηρεσίες[18]. Ο ΟΗΕ εξουσιοδότησε τον σχηματισμό της UNOCI στις 27 Φεβρουαρίου 2004, με το ψήφισμα 1528 (2004)[19], προσθέτοντας τις ειρηνευτικές δυνάμεις του στις γαλλικές δυνάμεις και εκείνες της ECOWAS.

Στις 25 Μαρτίου διοργανώθηκε πορεία ειρήνης ως διαμαρτυρία για το μπλοκάρισμα των συμφωνιών Μαρκουσί. Οι διαδηλώσεις είχαν απαγορευθεί με διάταγμα από τις 18 Μαρτίου και την πορεία κατέστειλαν ένοπλες δυνάμεις. Σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές 37 έχασαν τη ζωή τους, ενώ 300 έως 500 υπολογίζονται σύμφωνα με το Δημοκρατικό Κόμμα της Ακτής Ελεφαντοστού (PDCI) του Ανρί Κονάν Μπεντιέ[20]. Η καταστολή προκάλεσε την απόσυρση από την κυβέρνηση αρκετών κομμάτων της αντιπολίτευσης. Η έκθεση του ΟΗΕ της 3ης Μαΐου εκτιμά τουλάχιστον 120 νεκρούς, εμπλέκοντας υψηλόβαθμους κυβερνητικούς αξιωματούχους[21]. Η κυβέρνηση εθνικής συμφιλίωσης, αποτελούμενη αρχικά από 44 μέλη, μειώθηκε σε 15, μετά την πραξικοπηματική απόλυση τριων υπουργών, μεταξύ των οποίων ο Γκιγιόμ Σορό (Guillaume Soro), πολιτικός επικεφαλής των ανταρτών, στις 6 Μαΐου.[22][23] Οι απολύσεις είχαν ως αποτέλεσμα την αναστολή της συμμετοχής της πλειοψηφίας των πολιτικών κινημάτων στην εθνική κυβέρνηση.

Στις 4 Ιουλίου 2003, η κυβέρνηση και οι Νέες Δυνάμεις υπέγραψαν διακήρυξη ανακωχής και τέλους του πολέμου, υπό την αναγνωρισμένη αρχή του προέδρου Γκμπαγκμπό και δεσμεύθηκαν να εργαστούν για την υλοποίηση του LMA και ενός προγράμματος Αποστράτευσης, Αφοπλισμού και Επανένταξης (DDR). Το 2004 συνέβησαν διάφορες παραβιάσεις του συμφώνου Λινά-Μαρκουσί. Βίαιες αναζωπυρώσεις της σύγκρουσης και το επακόλουθο πολιτικό αδιέξοδο την άνοιξη και το καλοκαίρι οδήγησαν στις συνομιλίες για την Άκρα 3 στην Γκάνα. Η υπογραφή στις 30 Ιουλίου 2004, της συμφωνίας Άκρα 3 επιβεβαίωσε τους στόχους της LMA με συγκεκριμένες προθεσμίες και σημεία αναφοράς για την πρόοδο της εφαρμογής της[24]. Δυστυχώς, οι προθεσμίες αυτές -τέλη Σεπτεμβρίου για τη νομοθετική μεταρρύθμιση και 15 Οκτωβρίου, για τον αφοπλισμό των ανταρτών- δεν ικανοποιήθηκαν από τις συμβαλόμενες παρατάξεις. Το επακόλουθο πολιτικό και στρατιωτικό αδιέξοδο κράτησε έως τις μέχρι τις 4 Νοεμβρίου 2004.

Η επανάληψη των μαχών Επεξεργασία

 
ERC 90 Sagaie του Α΄γαλλικού σύνταγματος ουσάρων αλεξιπτωτιστών στην Ακτή του Ελεφαντοστού

Το χρονοδιάγραμμα της τελικής εκδοχής της συμφωνίας Λινά-Μαρκουσί δεν τηρήθηκε. Τα προβλεπόμενα για το πλαίσιο εφαρμογής της διαδικασίας απορρίφθηκαν από την Εθνοσυνέλευση της Ακτής του Ελεφαντοστού. Οι προϋποθέσεις επιλεξιμότητας για τις προεδρικές εκλογές δεν επανεξετάστηκαν, καθώς ο Λοράν Γκμπαγκμπό επέλεξε πρωθυπουργό, αλλά όχι σύμφωνα με τις συμφωνίες που προτάθηκαν στην Άκρα. Η Ακτή Ελεφαντοστού περιέπεσε σε πολιτικό αδιέξοδο, καθώς ο αφοπλισμός που είχε προβλεφθεί δεκαπέντε ημέρες πριν από τις συνταγματικές τροποποιήσεις, δεν είχε καν ξεκινήσει στα τέλη Οκτωβρίου.

Ακολούθησε διαρκής επίθεση στον Τύπο, ορισμένες εφημερίδες στις βόρειες περιοχές απαγορεύθηκαν και δύο τυπογραφεία καταστράφηκαν. Οι αντικυβερνητικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί σίγησαν.

Στη συνέχεια, στρατιώτες του ΟΗΕ άνοιξαν πυρ εναντίον εχθρικών διαδηλωτών, που διαδήλωναν για τον αφοπλισμό των ανταρτών στις 11 Οκτωβρίου. Οι αντάρτες, που πήραν το όνομα το όνομα «Νέες Δυνάμεις» (FN), ανακοίνωσαν στις 13 Οκτωβρίου την άρνησή τους να αφοπλιστούν, επικαλούμενες μεγάλες αγορές όπλων από τον Εθνικό Στρατό της Ακτής του Ελεφαντοστού (FANCI). Στη συνέχεια υπέκλεψαν δύο φορτηγά του FANCI γεμάτα βαρέα όπλα που ταξίδευαν προς τη διαχωριστική γραμμή. Στις 28 Οκτωβρίου κηρύχθηκε κατάσταση έκτακτης ανάγκης στο βόρειο τμήμα της χώρας.

Γαλλοϊβοριανή κρίση 2004 Επεξεργασία

Στις 4 Νοεμβρίου, Ακτή του Ελεφαντοστού Πρόεδρος ο Λοράν Γκμπαγκμπό διέταξε αεροπορικές επιδρομές εναντίον των ανταρτών και πολεμικά αεροσκάφη της Ακτής του Ελεφαντοστού ξεκίνησαν τον βομβαρδισμό του Μπουακέ. Στις 6 Νοεμβρίου, τουλάχιστον ένα Sukhoi Su-25 της Ακτής του Ελεφαντοστού βομβάρδισε γαλλική βάση στο Μπουακέ, σκοτώνοντας εννέα Γάλλους στρατιώτες και ένα Αμερικανό από το βοηθητικό προσωπικό, τραυματίζοντας άλλους 31[25].

Οι γαλλικές δυνάμεις διεξήγαγαν μια χερσαία επίθεση στο αεροδρόμιο του Γιαμουσσουκρό, καταστρέφοντας δύο Su-25, τρία επιθετικά ελικόπτερα, ενώ δύο στρατιωτικά ελικόπτερα καταρρίφθηκαν πάνω από το Αμπιτζάν. Μία ώρα μετά την επίθεση στο στρατόπεδο, ο γαλλικός στρατός ανέλαβε έλεγχο του αεροδρομίου του Αμπιτζάν. Η Γαλλία έστειλε ενισχύσεις και έβαλε τρία αεροσκάφη στη Γκαμπόν σε κατάσταση αναμονής[26].

Ταυτόχρονα, οι Νέοι Πατριώτες του Αμπιτζάν κινητοποιήθηκαν από τα κρατικά μέσα ενημέρωσης και λεηλάτησαν περιουσίες Γάλλων υπηκόων. Αρκετές εκατοντάδες δυτικοί, κυρίως Γάλλοι, κατέφυγαν στις στέγες των κτηρίων τους για να ξεφύγουν από τον όχλο, και στη συνέχεια απομακρύνθηκαν με γαλλικά στρατιωτικά ελικόπτερα. Η Γαλλία έστειλε ενισχύσεις 600 ανδρών, που βρίσκονταν στην Γκαμπόν και τη Γαλλία, ενώ οι ξένοι πολίτες απομακρύνθηκαν από το αεροδρόμιο του Αμπιτζάν με γαλλικά και ισπανικά στρατιωτικά αεροπλάνα. Αμφισβητούμενος αριθμός στασιαστών σκοτώθηκε, αφότου άνοιξαν πυρ τα γαλλικά στρατεύματα[27].

Το τέλος του εμφυλίου (2005-2007) Επεξεργασία

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. «Cote d'Ivoire, since 2002». Acig.org. Ανακτήθηκε στις 16 Οκτωβρίου 2014. 
  2. «Cote d'Ivoire, since 2002». Acig.com. Ανακτήθηκε στις 16 Οκτωβρίου 2014. 
  3. Stormer, Neil (20 Ιουνίου 2006). «More than a game». Common Ground News Service. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 26 Ιουνίου 2010. Ανακτήθηκε στις 2 Μαρτίου 2010. 
  4. «Update Report No. 1: Côte d'Ivoire». Security Council Report. Ανακτήθηκε στις 9 Οκτωβρίου 2016. 
  5. «Cote d'Ivoire: Urban Exodus as Violence Escalates». Allafrica.com. Ανακτήθηκε στις 16 Οκτωβρίου 2014. 
  6. «Ivory Coast: Rebels take western town Zouan-Hounien». BBC News. 25 Φεβρουαρίου 2011. http://www.bbc.co.uk/news/world-africa-12582014. 
  7. Mundt, Robert J. (1997). «Côte d'Ivoire: Continuity and Change in a Semi-Democracy». Στο: Clark, John Frank· Gardinier, David E. Political Reform in Francophone Africa. Boulder: Westview Press. σελίδες 194–197. ISBN 0-8133-2785-7. 
  8. «Robert Guéï 1941–2002». encyclopedia.com. 2008. Ανακτήθηκε στις 11 Απριλίου 2011. 
  9. Asante, Molefi Kete (2014). The History of Africa: The Quest for Eternal Harmony. New York and London: Routledge. σελ. 324. ISBN 9781135013493. [νεκρός σύνδεσμος]
  10. Busch, Gary K. (1 Μαΐου 2013). «The French, the UN and the Ivory Coast». Pambazuka News. http://www.pambazuka.org/governance/french-un-and-ivory-coast. 
  11. Mladenov, Alexander (2015). Su-25 'Frogfoot' Units In Combat. London: Bloomsbury Publishing. ISBN 9781472805690. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 21 Οκτωβρίου 2016. Ανακτήθηκε στις 20 Οκτωβρίου 2016. 
  12. «Côte d'Ivoire: Ex-Child Soldiers Recruited for War». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 14 Ιουλίου 2005. 
  13. «Côte d'Ivoire: Chaotic Conflict Deepens As Government Troops Fight To Recover Lost Territory In Ivory Coast (Page 1 of 2)». AllAfrica.com. Ανακτήθηκε στις 16 Οκτωβρίου 2014. 
  14. «'Blue helmets' plan for Ivory Coast». BBC News. 7 Ιανουαρίου 2003. http://news.bbc.co.uk/2/hi/africa/2631805.stm. 
  15. «Linas-Marcoussis Agreement: Cote d'Ivoire». ReliefWeb. Ανακτήθηκε στις 16 Οκτωβρίου 2014. 
  16. «Linas - Marcoussis Agreement» (PDF). United States Institute of Peace. Ανακτήθηκε στις 20 Οκτωβρίου 2016. 
  17. «Anti-French Ivorian protests». BBC. 18 Φεβρουαρίου 2003. Ανακτήθηκε στις 22 Οκτωβρίου 2016. 
  18. Charbonneau, Bruno (2016). France and the New Imperialism: Security Policy in Sub-Saharan Africa. Oxford: Routledge. σελ. 159. ISBN 9781317133513. [νεκρός σύνδεσμος]
  19. «UNOCI Mandate». United Nations. Ανακτήθηκε στις 22 Οκτωβρίου 2016. 
  20. Εκτενής αναφορά στο «Human Rights Violations in Ab idjan during an Opposition Demonstration - March 2004» (PDF). Human Rights Watch. Οκτώβριος 2004. Ανακτήθηκε στις 22 Οκτωβρίου 2016. 
  21. «Report of the Commission of Inquiry: On the events connected with the march planned for 25 March 2004 in Abidjan». Security Council. 29 Απριλίου 2004. «According to statistics gathered by the Commission of Inquiry on the basis of official and other documents received, and provided in the annex, at least 120 people were killed, 274 wounded and 20 disappeared» 
  22. «Gbagbo sacks rebel chief from power-sharing cabinet». IRIN. 20 Μαΐου 2004. 
  23. «Ivorian rebel ministers sacked». BBC News. 20 Μαΐου 2004. 
  24. «ACCRA III AGREEMENT» (PDF). Ανακτήθηκε στις 23 Οκτωβρίου 2016. 
  25. "Ivory Coast seethes after attack", BBC News, 7 Νοεμβρίου 2004.
  26. Ann Talbot, "Ivory Coast: protests erupt vs. French military strikes", World Socialist Web Site, 9 Νοεμβρίου 2004.
  27. «French foreign minister's visit is first since 2003». France 24. 14 Ιουνίου 2008. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 20 Μαΐου 2011. Ανακτήθηκε στις 7 Απριλίου 2011. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι Επεξεργασία