Η Αβοκέτα είναι παρυδάτιο καλοβατικό πτηνό της οικογενείας των Ανωραμφιδών, που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Recurvirostra avosetta και δεν περιλαμβάνει υποείδη (μονοτυπικό).[2]

Αβοκέτα
Ενήλικη αβοκέτα
Ενήλικη αβοκέτα
Κατάσταση διατήρησης

Ελαχίστης Ανησυχίας (IUCN 3.1)
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Πτηνά (Aves)
Τάξη: Χαραδριόμορφα (Charadriiformes)
Οικογένεια: Ανωραμφίδες (Recurvirostridae)
Γένος: Ανώραμφος (Recurvirostra) Linnaeus, 1758
Είδος: R. avosetta
Διώνυμο
Recurvirostra avosetta (Ανώραμφος η αβοκέτη) [1]
Linnaeus, 1758

Τάση παγκόσμιου πληθυσμού

Επεξεργασία
  • Καθοδική ↓ [3]

Ονοματολογία

Επεξεργασία

Ο λατινικός όρος Recurvirostra για το γένος, προέρχεται από τα συνθετικά recurvare «λυγίζω, κάμπτω» + rostrum «ράμφος» και παραπέμπει στο χαρακτηριστικό κυρτωμένο ράμφος του πτηνού.[4]

Η επιστημονική ονομασία avosetta «αβοκέτα» έχει βενετσιάνικη ρίζα και, εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο έργο του Αλντροβάντι Ορνιθολογία (1603).[5] Πιθανολογείται ότι η ονομασία σχετίζεται με την ιταλική λέξη avvocato (=δικηγόρος), για να υπενθυμίζει τη μαυρόασπρη «στολή» του πτηνού, όπως ήσαν ντυμένοι οι δικηγόροι της εποχής, αυτό όμως δεν έχει τεκμηριωθεί ικανοποιητικά.[5]

Η αγγλική λέξη pied στη λαϊκή ονομασία του είδους (Pied avocet), έχει μεταμεσαιωνική προέλευση (1350-1400) και προέρχεται από τη λέξη pie, που σημαίνει «δίχρωμος» και, μάλιστα, «ασπρόμαυρος», συσχετιζόμενη απόλυτα με το φτέρωμα του πτηνού. Άλλωστε, το ίδιο συνθετικό υπάρχει και σε άλλες αγγλικές λέξεις με παρόμοια σημασία, όπως λ.χ. magpie (=καρακάξα) ή pied horse (=άλογο με κηλίδες).[6]

Η λόγια ελληνική ονομασία του πτηνού ανώραμφος, παραπέμπει στο χαρακτηριστικό ράμφος του είδους, που «βλέπει» προς τα πάνω.

Συστηματική ταξινομική

Επεξεργασία

Το είδος περιγράφηκε από τον Λινναίο ως Recurvirostra Avosetta (Ιταλία, 1758), στο έργο του Systema Naturae.[7] Υπάρχει σταδιακή (clinal) αύξηση του μεγέθους των ατόμων από τα δυτικά προς τα ανατολικά.[4]

Γεωγραφική κατανομή

Επεξεργασία
 
Χάρτης εξάπλωσης του είδους Recurvirostra avosetta: Πράσινο σκούρο = Μόνιμος κάτοικος (επιδημητικός), Πορτοκαλί = Καλοκαιρινός αναπαραγόμενος επισκέπτης, Μπλε = Περιοχές διαχείμασης

Το είδος εμφανίζει ευρύ φάσμα κατανομής στον Παλαιό Κόσμο (οικοζώνες: Παλαιαρκτική, Αφροτροπική, Ινδομαλαϊκή), με τα δυτικά όρια, στη μεν Ευρασία, στην περιοχή της Ιβηρικής, στη δε Αφρική, σε όλες τις παράκτιες περιοχές του Ατλαντικού, από το Μαρόκο μέρι τη Νοτια Αφρική. Τα ανατολικά όρια της επικράτειας εκτείνονται μέχρι τη Μογγολία και τη Σινική Θάλασσα. Προς βορράν, οι περιοχές εξάπλωσης αρχίζουν από τη νότια Σκανδιναβία και τη νότια Σιβηρία.

Περιοχές αναπαραγωγής

Επεξεργασία

Στην Ευρώπη, η αβοκέτα είναι πουλί αναπαραγωγής στις ακτές του Ηνωμένου Βασιλείου, τη νότια Σουηδία, την Εσθονία, τη Δανία, τη Γερμανία, τη Γαλλία και την Πορτογαλία. Στην Ισπανία φωλιάζει τόσο στην ακτή και την ενδοχώρα. Είναι επίσης επιδημητική στη Σαρδηνία, την Ιταλία, την Ελλάδα, την Ουγγαρία, τη Ρουμανία και την Ουγγαρία. Στην Αυστρία παρατηρούνται στη λίμνη Νόιζιντλ (Neusiedl), όπου το 2004 μετρήθηκαν περισσότερα από 500 ενήλικα πουλιά, αλλά η επιτυχία αναπαραγωγής τους ήταν ανησυχητικά χαμηλή. Επίσης, το Δέλτα του Βόλγα είναι μία από τις μεγάλες ευρωπαϊκές περιοχές αναπαραγωγής της αβοκέτας.

Περιοχές διαχείμασης

Επεξεργασία

Οι περιοχές διαχείμασης βρίσκονται νότια των περιοχών αναπαραγωγής, ανάλογα με το γεωγραφικό μήκος, αλλά η μεταναστευτική συμπεριφορά του πτηνού εξαρτάται άμεσα από τη βαρύτητα των καιρικών συνθηκών. Έτσι, τουλάχιστον στο βόρειο τμήμα των εδαφών αναπαραγωγής, οι αβοκέτες είναι μεταναστευτικές. Όμως, σε ήπιους χειμώνες, πολλές αβοκέτες, οι οποίες αναπαράγονται στη Βρετανία, τη Γαλλία και την Ολλανδία, παραμένουν στις περιοχές αναπαραγωγής τους και, ως εκ τούτου, πρέπει να θεωρηθούν ως επιδημητικά πτηνά. Επίσης, στον Όρμο Heligoland και το ολλανδικό Δέλτα του Ρήνου, όπου μεγάλα σμήνη καταφθάνουν στα μέσα Ιουλίου από τη Σουηδία, τη Δανία, τη Γερμανία και τις Κάτω Χώρες, παραμένουν εκεί για μικρό μέρος του χειμώνα.

Τα πουλιά αναπαραγωγής από τις ακτές της βορειοδυτικής Ευρώπης, μετά την ολοκλήρωση της περιόδου επώασης και της επακόλουθης διαδικασίας αλλαγής πτερώματος, τον Ιούλιο και τον Αύγουστο, στη συνέχεια κατά τον Οκτώβριο, ακολουθούν τις ακτές του Ατλαντικού, με νοτιοδυτική κατεύθυνση. Σημαντικές περιοχές διαχείμασης είναι οι πλούσιοι σε ιζήματα κόλποι και εκβολές ποταμών της Γαλλίας, της Πορτογαλίας και της Ισπανίας, πάνω στις ακτές του Ατλαντικού.

Επιπροσθέτως, παρά τις πολυάριθμες ανθρώπινες παρεμβάσεις, οι σχετικά φυσικές περιοχές και τα διάφορα ανθρωπογενή περιβάλλοντα όπως οι μικρές τεχνητές λίμνες με ψάρια και οι αλυκές, έχουν μεγάλη σημασία ως οικότοποι διαχείμασης. Ένα μέρος από τις αβοκέτες της ΒΔ Ευρώπης, διαχειμάζουν νοτιότερα κατά μήκος της αφρικανικής ακτής του Ατλαντικού.

 
Ενήλικη αβοκέτα στον οικότοπό της

Τα πουλιά αναπαραγωγής της Μεσογείου δείχνουν, εκτός από τις τοπικές μετακινήσεις και τη διερεύνηση των κατάλληλων βιοτόπων διαχείμασης, τάσεις παραμονής στην ίδια γενικότερη επικράτεια. Τα άτομα που φωλιάζουν στην Κ. και ΝΑ. Ευρώπη, κινούνται προς τα νοτιοανατολικά και νοτιοδυτικά, για να περάσουν το χειμώνα στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας, στη Μεσόγειο και τη βόρεια Αφρική. Μέρος αυτού του πληθυσμού μπορεί να διασχίσει τη Σαχάρα και να διαχειμάσει στο ανατολικό Σαχέλ του Σουδάν και του Τσαντ.

Λίγα είναι γνωστά για τις μετακινήσεις του πληθυσμού της κεντρικής Ασίας, αλλά οι περιοχές διαχείμασης βρίσκονται στον Περσικό Κόλπο, στα βορειοδυτικά της ινδικής υποηπείρου και στη ΝΑ. Κίνα. Τέλος, οι πληθυσμοί αναπαραγωγής στην Αφρική περνάνε την περίοδο ξηρασίας σε διάφορους παράκτιους οικοτόπους.

Μεταναστευτική συμπεριφορά

Επεξεργασία
 
Σμήνος από αβοκέτες
 
Αβοκέτα σε πτήση στη Λιμνοθάλασσα Αγγελοχωρίου

Η φθινοπωρινή αποδημία της αβοκέτας πραγματοποιείται από τον Αύγουστο μέχρι τον Οκτώβριο, ενώ η εαρινή αποδημία αρχίζει στα μέσα Μαρτίου και διαρκεί μέχρι τον Μάιο.

Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων από τη Φινλανδία, την Ισλανδία, τη Λεττονία, τη Β.Κορέα, τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, τη Λιβερία και τη Μαδαγασκάρη.[8]

  • Στην Ελλάδα, η αβοκέτα απαντά, τόσο ως επιδημητικό αναπαραγόμενο είδος, όσο και ως σπάνιος χειμερινός επισκέπτης, με τους πληθυσμούς να αναμιγνύονται. Θεωρείται, ως εκ τούτου, μερικώς μεταναστευτικό πτηνό.[9] Το φθινόπωρο, η αποδημία πραγματοποιείται στις αρχές Μαρτίου, αν και παρατηρούνται αναχωρούντες πληθυσμοί μέχρι τα τέλη Μαρτίου και τις αρχές Απριλίου. Από την Κρήτη αναφέρεται ως μεταναστευτικό πτηνό,[10] ενώ από την Κύπρο, όχι πολύ συνηθισμένο διαβατικό είδος.[11]

Βιότοπος

Επεξεργασία

Αναπαραγωγική περίοδος

Επεξεργασία

Η αβοκέτα αναπαράγεται σε επίπεδους ανοιχτούς χώρους και σε ρηχούς υγροτόπους με θαλασσινό ή υφάλμυρο νερό που βρίσκονται σε νησιά, χερσονησίδες, ή γυμνές παρυφές από άμμο, λάσπη ή αργιλώδες έδαφος και αραιή, χαμηλή βλάστηση. Επίσης, σε εσωτερικές αλμυρές, μεγάλες ή μικρές λίμνες, λιμνοθάλασσες, εκβολές ποταμών, αλυκές, αλμυρόβαλτους, αρδευόμενες εκτάσεις και πλημμυρισμένες πεδιάδες σε ξηρές περιοχές. Το σημαντικότερο χαρακτηριστικό των βιοτόπων αναπαραγωγής, φαίνεται να είναι τα επίπεδα νερού που, σταδιακά, πέφτουν κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού για να αποκαλύψουν επιπρόσθετους χώρους ανεύρεσης τροφής, καθώς και οι υψηλές συγκεντρώσεις αλάτων που αποτρέπουν την ανάδυση και ανάπτυξη υπερβολικής παράκτιας βλάστησης.[3]

Μη αναπαραγωγική περίοδος

Επεξεργασία

Εκτός περιόδου αναπαραγωγής, το είδος απαντάται σε παράκτιες και εσωτερικές αλμυρές λίμνες και ελώδεις περιοχές, λιμνοθάλασσες, αλυκές, εκβολές ποταμών, αμμώδεις παραλίες, δέλτα ποταμών και πλημμυρισμένες πεδιάδες. Η αβοκέτα, σπάνια συχνάζει σε ηπειρωτικές λίμνες γλυκού νερού και σε ποτάμια, αλλά μπορεί να αναζητά την τροφή της σε γεωργικές εκτάσεις.[3]

Στις επικράτειες της κεντρικής Ασίας και της Αφρικής, βρίσκεται σχεδόν πάντοτε στις μικρές λίμνες και νερόλακκους που δημιουργούνται από τις νεροποντές, καθώς και στις αλμυρές λίμνες της στέπας.

  • Στην Ελλάδα, η αβοκέτα απαντά σε αλμυρά και υφάλμυρα τενάγη και νερόλακκους σε παράκτιες περιοχές, εκβολές ποταμών, σπάνια κοντά σε ηπειρωτικά γλυκά νερά.[12] Ωστόσο, αναπαράγεται σε, σχεδόν αποκλειστικά, αλμυρές και υπερ-αλμυρές λιμνοθάλασσες και αλυκές.[10]

Μορφολογία

Επεξεργασία
 
Ενήλικη αβοκέτα σε ζωολογικό κήπο

Η αβοκέτα είναι ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα παρυδάτια πτηνά και, με το χαρακτηριστικό ασπρόμαυρο πτέρωμα και το ράμφος της, δύσκολα συγχέεται με άλλο είδος (indistinguishable).

Τα ενήλικα αλλά και τα νεαρά πουλιά που, ήδη έχουν αποκτήσει το πτέρωμά τους, έχουν πολύ όμορφη χαρακτηριστική «ενδυμασία», στην οποία δεσπόζει η αντίθεση μεταξύ χιονόλευκου [13] και μαύρου χρώματος. Η κορυφή του κεφαλιού, ο τράχηλος, τα εξωτερικά φτερά της ωμοπλάτης, τμήμα της άνω επιφανείας των πτερύγων και το τελευταίο τριτημόριό τους, είναι μαύρα, με όλα τα υπόλοιπα μέρη πλην των ταρσών και του ράμφους, να είναι λευκού χρώματος. Το σκουρόγκριζο ράμφος είναι εξαιρετικά ιδιαίτερο, έχει μήκος άνω των 7 εκατοστών,[14] είνια πολύ λεπτό –ιδιαίτερα στην άκρη του- και, είναι έντονα κυρτωμένο προς τα πάνω. Οι ταρσοί, είναι κομψοί, λεπτεπίλεπτοι και έχουν χρώμα μολυβί με κάποια υποκύανη απόχρωση. Τα πόδια έχουν 4 δακτύλους, με τον τέταρτο να είναι υπολειμματικός στο πίσω μέρος του ποδιού, ενώ οι 3 μπροστινοί συνδέονται με νηκτική μεμβράνη.

Τα φύλα μοιάζουν αρκετά, αλλά τα θηλυκά έχουν κοντύτερο -ωστόσο πιο κυρτωμένο- ράμφος, ενώ κάποιες φορές, δείχνουν πιο ανοικτό τόνο στο χρώμα της βάσης του ράμφους και, κάποιο λευκόχρωμο δακτύλιο γύρω από τον οφθαλμό.

Τα νεαρά πουλιά, που δεν έχουν ακόμη αποκτήσει το τελικό τους πτέρωμα, έχουν σκούρο «σάπιο-μήλο» -όχι μαύρο- χρωματισμό στα φτερά της ωμοπλάτης (scapulars).[13]

Βιομετρικά στοιχεία

Επεξεργασία
  • Μήκος σώματος: (42-) 43 έως 45 (-46) εκατοστά.
  • Άνοιγμα πτερύγων: (67-) 77 έως 80 εκατοστά.
  • Μήκος ράμφους: 7,5-8,5 εκατοστά
  • Μήκος ταρσού: ♂ (7,6-) 8,5 έως 10 εκατοστά, ♀ 7,7 έως 9,2 εκατοστά
  • Βάρος: (250-) 290 έως 400 γραμμάρια

(Πηγές:[13][15][16][17][18][19][20][21][9][22][23][24][25])

 
Νεαρή αβοκέτα αναζητώντας τροφή

Η διατροφή των ανήλικων και ενήλικων πτηνών εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις τοπικές συνθήκες του οικοτόπου. Αποτελείται κυρίως από ασπόνδυλα ιζημάτων, που ζουν σε όχθες και ρηχά νερά, αλλά περιστασιακά, συλλαμβάνονται και μικρά ψάρια.

Η λεία έχει μήκος από 4 έως 15 εκατοστά, περίπου και περιλαμβάνει Kαρκινοειδή (Artemia spp., Daphnia spp.), υδρόβια έντομα και τις κάμπιες τους (Κολεόπτερα, Δίπτερα), θαλάσσιους Δακτυλιοσκώληκες (Νηματοειδείς, Πολύχαιτους), Μαλάκια (Δίθυρα, Γαστερόποδα) και μικρά ψάρια. Επίσης μπορεί να τρέφεται και με φυτική ύλη (σπέρματα, μικρές ρίζες).[26][27][28]

  • Ο τρόπος που οι αβοκέτες ψάχνουν την τροφή τους είναι πολύ ιδιαίτερος: ανιχνεύουν τον ιζηματώδη βυθό με χαρακτηριστική κίνηση του κυρτού ράμφους δεξιά-αριστερά.[29] Σε κάθε τέτοια πλάγια κίνηση καλύπτουν μία περιοχή, με εμβαδόν 30 τετραγωνικά εκατοστά, περίπου, με το ράμφος να τοποθετείται περίπου 7-10 εκατοστά σε βάθος. Μερικές φορές, μπορεί κανείς να παρατηρήσει πολλά πουλιά να ψάχνουν μαζί, πλάι-πλάι, σε ρηχά νερά. Σ’αυτή την περίπτωση, οι κινήσεις του ράμφους είναι γρηγορότερες, επειδή υπάρχει μόνον η αντίσταση του νερού. Πολύ πιο σπάνια, παρατηρούνται να αναζητούν την τροφή τους κολυμπώντας σαν τις αφρόπαπιες.[16]

Ηθολογία

Επεξεργασία

Το είδος παραμένει αγελαίο κατά τη μετανάστευση και κατά τη διάρκεια του χειμώνα, ταξιδεύοντας σε χαλαρά σμήνη.[30] Η αναζήτηση τροφής γίνεται σε ομάδες των 5-30 ατόμων,[28] αλλά το κούρνιασμα μπορεί να περιλαμβάνει σμήνη πολλών χιλιάδων ατόμων.[30]

 
Ενήλικη αβοκέτα εν πτήσει

Η αβοκέτα, κατά την πτήση, πέρα από το χαρακτηριστικό ασπρόμαυρο χρωματισμό, αναγνωρίζεται και από τα πόδια που, τα κρατάει τεντωμένα και πέρα από το άκρο της ουράς, ενώ, αντίθετα, ο λαιμός διατηρείται ελαφρώς κυρτωμένος. Ωστόσο, η πτήση της είναι πολύ «κομψή», με μάλλον αργά φτεροκοπήματα. Συνήθως πετάει κατά σμήνη σε χαλαρούς, ασύνδετους σχηματισμούς, κάποιες φορές όμως, σε σχηματισμό V.[21]

Αναπαραγωγή

Επεξεργασία

Η περίοδος αναπαραγωγής στην Ευρώπη δείχνει μόνο μικρές γεωγραφικές αποκλίσεις. Ξεκινά στα τέλη Μαρτίου έως τα μέσα Απριλίου στο νότο, αλλά η εναπόθεση των αβγών στις βόρειες περιοχές αναπαραγωγής, ξεκινάει το τελευταίο δεκαήμερο του Απριλίου και συνεχίζεται μέχρι τις αρχές Μαΐου.

Οι αβοκέτες είναι συνήθως μονογαμικές και τα ζευγάρια αναπαραγωγής αρχίζουν να σχηματίζονται, ήδη, από τα τέλη του χειμώνα,[13] οπότε, πολλά άτομα έχουν κιόλας ζευγαρώσει όταν καταφθάνουν στις περιοχές φωλιάσματος. Οι ερωτοτροπίες γίνονται κατά μικρές ομάδες, στα ρηχά νερά, όπου συγκεντρώνονται περίπου 3-6, αλλά περιστασιακά μέχρι και 18 πουλιά, με τα κεφάλια στραμμένα προς τα έσω και, συνήθως σε κυκλικό σχηματισμό. Μερικές φορές, τα πουλιά ρίχνουν ξερό χορτάρι το ένα προς το μέρος του άλλου και κινούν έντονα το κεφάλι και το ράμφος. Όχι σπάνια, κάποιες «απειλές» και χειρονομίες, εκφράζουν έντονη επιθετικότητα που μπορεί να οδηγήσει σε πραγματικές μάχες, με τα πουλιά που έχουν διαλέξει το σύντροφό τους, να παραμένουν όσο το δυνατόν πλησιέστερα το ένα στο άλλο.

Οι αβοκέτες φωλιάζουν κατά αποικίες, ακόμη και αν δείχνουν έντονη διάθεση προστασίας του ζωτικού τους χώρου, με διαμάχες μεταξύ γειτονικών ζευγαριών. Η απόσταση μεταξύ των φωλιών είναι αρκετά μικρή, συνήθως 1 μέτρο,[30] αλλά σε κάποιες πολυπληθείς αποικίες μπορεί να φθάσει μόλις τα 20-30 εκατοστά.[28] Πολλές φορές το φώλιασμα γίνεται ανάμεσα σε άλλα παρυδάτια πτηνά, όπως γλάρους και δρεπανίδες.

Η φωλιά βρίσκεται πάνω σε επίπεδο αμμώδες ή ξερό λασπώδες έδαφος, κοντά στην άκρη του νερού, ή σε χαμηλή, αραιή, παρυδάτια βλάστηση. Είναι μια ρηχή κοιλότητα, εντελώς άδεια από υλικό επίστρωσης ή, κάποιες φορές, υπάρχει λιγοστό, νεκρό φυτικό υλικό.[31] Η ωοτοκία πραγματοποιείται άπαξ σε κάθε περίοδο φωλιάσματος.[23] Η γέννα αποτελείται από (3-) 4 (-5) υποελλειπτικά προς οβάλ αβγά, διαστάσεων 50,6 Χ 35,1 χιλιοστών [31] και βάρους 31,7 γραμμαρίων, εκ των οποίων ποσοστό 6% είναι κέλυφος.[32] Η επώαση πραγματοποιείται και από τα δύο φύλα και, διαρκεί (22-) 23 έως 24 (-25) ημέρες. Οι νεοσσοί είναι φωλεόφυγοι, αφήνουν σχεδόν αμέσως τη φωλιά, επιτηρούνται στενά από τους γονείς και, πολύ σύντομα τρέφονται μόνοι τους.

 
Αβοκέτα στη θέση φωλιάσματος
  • Συχνά, η αβοκέτα προσποιείται την τραυματισμένη όταν κάποιος εισβολέας (συνήθως κάποιο θηλαστικό) πλησιάσει στη θέση που βρίσκεται η φωλιά.[33] Αυτή είναι μια συνηθισμένη τακτική που ακολουθούν πολλά καλοβατικά πτηνά και, σκοπός είναι, να παρασύρουν τον εισβολέα μακριά από τους νεοσσούς, ο οποίος κατευθύνεται προς το «τραυματισμένο» θήραμα.

Η διαδικασία απόκτησης του πτερώματος, ποικίλλει ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες. Η πτέρωση (fledging) πραγματοποιείται στις (32-) 35 έως 42 ημέρες.[20][31] Αποκτούν σεξουαλική ωριμότητα κατά το 2ο έτος της ζωής τους.[34]

Κατάσταση πληθυσμού

Επεξεργασία

Παρά τη λαθροθηρία σε κάποιες περιοχές του φάσματος κατανομής, οι αναπαραγόμενοι πληθυσμοί της αβοκέτας, ειδικά στη ΒΔ. Ευρώπη, έχουν αυξηθεί στις τελευταίες δεκαετίες και παραμένουν σε καλό επίπεδο. Η ευρωπαϊκή ήπειρος φιλοξενεί περισσότερο από τον μισό, συνολικό αναπαραγωγικό πληθυσμό.[4] Γενικά, δεν κινδυνεύει σε παγκόσμιο επίπεδο και η IUCN το κατατάσσει στα είδη Ελαχίστης Ανησυχίας (LC).[8]

Το είδος απειλείται στην Ευρώπη από τη ρύπανση των υγροτόπων με πολυχλωριωμένα διφαινύλια (PCBs), εντομοκτόνα και βαριά μέταλλα όπως, σελήνιο, μόλυβδο και υδράργυρο.[26]. Οι σημαντικές θέσεις διαχείμασης (π.χ. στην Πορτογαλία ή την Κίτρινη Θάλασσα), απειλούνται επίσης από την ανάπτυξη των υποδομών,[26] τα εγγειοβελτιωτικά έργα, τη ρύπανση, την ανθρώπινη όχληση και τη μειωμένη ροή των ποταμών.[35] Το είδος είναι ευαίσθητο στη γρίπη των πτηνών, έτσι ώστε μπορεί να απειλείται από τυχόν μελλοντικά κρούσματα της νόσου.[36] Επίσης, όπως και ο στρειδοφάγος, προβλέπεται ότι, θα είναι από τα είδη που θα επηρεαστούν σε μεγάλο βαθμό από την αύξηση της θερμοκρασίας του κλίματος στις ακτές της κεντρικής Ευρώπης.[37]

  • Η αβοκέτα, φαίνεται να αποίκισε τη Βρετανία, όταν τα παράκτια έλη στην East Anglia είχαν πλημμυριστεί τεχνητά, για να παρέχουν επί πλέον άμυνα απέναντι σε πιθανή εισβολή από τους Γερμανούς.[32]

Κατάσταση στην Ελλάδα

Επεξεργασία

Στην Ελλάδα, παρόλο που τοπικά μόνον είναι κοινό είδος, η αβοκέτα φωλιάζει και διαχειμάζει σε λίγους, σχετικά, υγροτόπους.[38] Αν και υπάρχουν τεχνητές δομές που μπορούν να τις εκμεταλλευτούν (λ.χ. αλυκές), οι αβοκέτες έχουν σήμερα αραιό πληθυσμό, με τάσεις μείωσης, λόγω κυρίως των επεμβάσεων στους υγροτόπους και τις οχλήσεις κατά την περίοδο αναπαραγωγής. Επίσης, πολλά πουλιά σκοτώνονται το χειμώνα από λαθροκυνηγούς.[39] Φωλιάζει στο Μεσολόγγι, στους παράκτιους υγρότοπους του Θερμαϊκού, στο Πόρτο Λάγος, τον Αμβρακικό, την Κεραμωτή και στους υγροτόπους της Λέσβου και Λήμνου, ενώ κατά το χειμώνα είναι πιο πολυπληθής αν και ο πληθυσμός παραμένει συγκεντρωμένος σε μερικούς παράκτιους υγροτόπους.[40]

Στην Ελλάδα, η υποβάθμιση ή η καταστροφή των υγρότοπων από τις διάφορες ανθρωπογενείς δραστηριότητες που προκαλούν περιορισμό των φυσικών ενδιαιτημάτων και η υδατική ρύπανση αποτελούν τη σοβαρότερη απειλή για το είδος. Επίσης, η μείωση του αναπαραγόμενου πληθυσμού πιθανόν να οφείλεται και στη θήρευση των αβγών από φυσικούς θηρευτές. Άλλες απειλές είναι όχληση από τα ζώα κτηνοτροφίας που βόσκουν κοντά στις φωλιές και εκείνη που προκαλούν οι ανθρώπινες δραστηριότητες σε ορισμένες περιοχές. Τέλος, η διάβρωση των νησίδων στις περιοχές όπου φωλιάζει το είδος, κυρίως στη Β. Ελλάδα.[38]

  • Ειδικά στην Ελλάδα, κατατάσσεται στην κατηγορία Τρωτά (Vulnerable, VU [A2ac]).[38]

Μέτρα διαχείρισης

Επεξεργασία

Ι. Συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο του Κόκκινου Βιβλίου για τα απειλούμενα σπονδυλόζωα της Ελλάδος, στην κατηγορία Τρωτά.

ΙΙ. Συμπεριλαμβάνεται στο Παράρτημα Ι της Κοινοτικής Οδηγίας 79/409 του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη διατήρηση των άγριων πουλιών.

ΙΙΙ. Συμπεριλαμβάνεται στα είδη του Παραρτήματος ΙΙ της Σύμβασης της Βέρνης για τη διατήρηση της ευρωπαϊκής άγριας ζωής και των φυσικών βιοτόπων.[41]

Προτεινόμενα μέτρα προστασίας

Επεξεργασία

Τεχνητά κατασκευασμένες φωλιές σε παράκτιες περιοχές, όπως σε παραλίες με βότσαλα, αλλά και τεχνητές σχεδίες-νησίδες που καλύπτονται με αραιή βλάστηση, έχουν αποδειχθεί επιτυχείς στην προσέλκυση αναπαραγωγικών ζευγαριών.[42] Το είδος ανταποκρίνεται θετικά (αύξηση αναπαραγωγής) στην εισαγωγή ζώων που βόσκουν σε παράκτια λιβάδια, με αποτέλεσμα τη μειωμένη φυτοκάλυψη, που επιτρέπει βελτιωμένες συνθήκες ανίχνευσης θηραμάτων.[43]

Λογότυπος

Επεξεργασία

Η αβοκέτα είχε σχεδόν εξαφανιστεί από το σημερινό Ηνωμένο Βασίλειο, το 1840. Η επιτυχής επαναποίκηση στο Σάφοκ το 1947, οδήγησε στην καθιέρωση του είδους ως λογοτύπου της Βασιλικής Εταιρίας Προστασίας των Πτηνών (RSPB).

Άλλες ονομασίες

Επεξεργασία

Στον ελλαδικό χώρο, η Αβοκέτα απαντάται και με τις ονομασίες Ανώραμφος και Βασιλοπούλι.[44]

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. ΠΛ, 3:351
  2. Howard and Moore, p. 133
  3. 3,0 3,1 3,2 http://www.iucnredlist.org/details/full/22693712/0
  4. 4,0 4,1 4,2 http://www.hbw.com/species/pied-avocet-recurvirostra-avosetta
  5. 5,0 5,1 Lockwood
  6. http://dictionary.reference.com/browse/pied?s=t&path=/
  7. Linnaeus
  8. 8,0 8,1 http://www.iucnredlist.org/details/22693712/0
  9. 9,0 9,1 Όντρια, σ. 105-6
  10. 10,0 10,1 Handrinos & Akriotis, p. 160
  11. Σφήκας, σ. 50
  12. Όντρια, σ. 106
  13. 13,0 13,1 13,2 13,3 Colston & Burton, p. 26
  14. Όντρια, σ. 105
  15. Grimmett et al, p. 106
  16. 16,0 16,1 Harrison & Greensmith, p. 134
  17. Mullarney et al, p. 134
  18. Flegg, p. 108
  19. Heinzel et al, p. 132
  20. 20,0 20,1 Perrins, p. 110
  21. 21,0 21,1 Bruun, p. 134
  22. Scott & Forrest, p. 106
  23. 23,0 23,1 Singer, p. 170
  24. http://www.ibercajalav.net
  25. ΠΛΜ, 1:99-100
  26. 26,0 26,1 26,2 del Hoyo et al
  27. Johnsgard et al
  28. 28,0 28,1 28,2 Urban et al
  29. Francisco Moreira
  30. 30,0 30,1 30,2 Hayman et al
  31. 31,0 31,1 31,2 Harrison, p. 139
  32. 32,0 32,1 http://app.bto.org/birdfacts/results/bob4560.htm
  33. ΠΛΜ, 1:100
  34. Colston & Burton, p. 27
  35. Kelin, C.; Qiang, X.
  36. Melville and Shortridge
  37. Huntley et al
  38. 38,0 38,1 38,2 Νοΐδου & Καζαντζίδης
  39. RDB, σ. 226
  40. Handrinos & Akriotis, σ. 160
  41. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 14 Οκτωβρίου 2016. Ανακτήθηκε στις 27 Οκτωβρίου 2019. 
  42. Burgess και Hirons
  43. Olsen και Schmidt
  44. Απαλοδήμος, σ. 15
  • Blaker, D. 1967. An outbreak of Botulinus poisoning among waterbirds. Ostrich 38(2): 144-147.
  • Brazil, M. 2009. Birds of East Asia: eastern China, Taiwan, Korea, Japan, eastern Russia. Christopher Helm, London.
  • Burgess, N. D.; Hirons, J. M. 1992. Creation and management of articficial nesting sites for wetland birds. Journal of Environmental Management 34(4): 285-295.
  • Delany, S.; Scott, D. 2006. Waterbird population estimates. Wetlands International, Wageningen, The Netherlands.
  • del Hoyo, J., Elliott, A., and Sargatal, J. 1996. Handbook of the Birds of the World, vol. 3: Hoatzin to Auks. Lynx Edicions, Barcelona, Spain.
  • Hayman, P.; Marchant, J.; Prater, A. J. 1986. Shorebirds. Croom Helm, London.
  • Hubalek, Z., Skorpikova, V.; Horal, D. 2005. Avian botulism at a sugar beet processing plant in South Moravia (Czech Republic) . Vetinarni Medicina 50(10): 443-445.
  • IUCN. 2012. IUCN Red List of Threatened Species (ver. 2012.1). Available at:http://www.iucnredlist.org. (Accessed: August 2015).
  • Johnsgard, P. A. 1981. The plovers, sandpipers and snipes of the world. University of Nebraska Press, Lincoln, U.S.A. and London.
  • Kelin, C.; Qiang, X. 2006. Conserving migratory shorebirds in the Yellow Sea region. In: Boere, G.; Galbraith, C., Stroud, D. (ed.), Waterbirds around the world, pp. 319. The Stationery Office, Edinburgh, UK.
  • Lockwood, W.B. (1993). The Oxford Dictionary of British Bird Names. Oxford University Press. ISBN 978-0-19-866196-2
  • Melville, D. S.; Shortridge, K. F. 2006. Migratory waterbirds and avian influenza in the East Asian-Australasian Flyway with particular reference to the 2003-2004 H5N1 outbreak. In: Boere, G.; Galbraith, C., Stroud, D. (ed.), Waterbirds around the world, pp. 432–438. The Stationary Office, Edinburgh, UK.
  • Νοΐδου Μαρία, Σάββας Καζαντζίδης στο «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας»
  • Olsen, H.; Schmidt, N. M. 2004. Impacts of wet grassland management and winter severity on wader breeding numbers in eastern Denmark. Basic and Applied Ecology 5: 203-210.
  • Snow, D.W. and Perrins, C.M. 1998. The Birds of the Western Palearctic, Volume 1: Non-Passerines. Oxford University Press, Oxford.
  • Urban, E.K., Fry, C.H. and Keith, S. 1986. The Birds of Africa, Volume II. Academic Press, London.

Βιβλιογραφία

Επεξεργασία
  • «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας» (RDB), Αθήνα 1992
  • Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
  • Bob Scott and Don Forrest, The Birdwatcher’s Key, Frederick Warne & Co, 1979
  • Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
  • Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
  • Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
  • Dennis Avon and Tony Tilford, Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs, Blandford 1989
  • Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
  • Enticott Jim and David Tipling: Photographic Handbook of the Seabirds of the World, New Holland, 1998
  • Gray, Mary Taylor The Guide to Colorado Birds, Westcliffe Publishers, 1998
  • Handrinos & Akriotis, The Birds of Greece, Helm 1997
  • Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
  • Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
  • Jim Flegg, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
  • Jobling, J. 1991. A dictionary of scientific bird names. University Press, Oxford.
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, ΕΟΕ, 2007
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, Collins
  • Linnaeus, Carolus (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata (in Latin). Holmiae (Laurentii Salvii).
  • Peter Colston and Philip Burton, Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
  • R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
  • Rob Hume, RSPB Complete Birds of Britain and Europe DK, 2002
  • Valpy, Francis Edward Jackson, An Etymological Dictionary of the Latin Language
  • Βασίλη Κλεισούρα, Εργοφυσιολογία, εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1990
  • Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης, Ευσταθιάδης, 1989
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου, Ευσταθιάδης, 1991
  • Ιωάννη Όντρια (I), Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
  • Ιωάννη Όντρια (II), Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
  • Ιωάννου Χατζημηνά, Επίτομος Φυσιολογία, εκδ. Γρ. Παρισιάνου, Αθήνα 1979
  • Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
  • Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996 (ΠΛΜ)
  • Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963 (ΠΛ)
  • Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
  • Χανδρινός Γιώργος (Ι), «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας»

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Επεξεργασία