Aquilifer (αετοφόρος) ήταν παραταξιακός και τιμητικός τίτλος λεγεωνάριου του στρατού της Αρχαίας Ρώμης. Για την ακρίβεια, ήταν ο υψηλότερα ιστάμενος από την ομάδα των ατόμων που μετέφεραν στη μάχη τα εμβλήματα του ρωμαϊκού στρατού. Το όνομά του προέρχεται από το είδος του εμβλήματος που κρατούσε, καθώς «aquila» σημαίνει «αετός». Ο αετός έγινε επίσημο σύμβολο το 104 π.Χ. κατά τις στρατιωτικές μεταρρυθμίσεις του Γάιου Μάριου. Παλαιότερα χρησιμοποιούνταν και άλλα ζώα όπως ο λύκος, το αγριογούρουνο, ο ταύρος και το άλογο.

Το έμβλημα γνωστό ως "aquila".

Το έμβλημα του αετού ήταν ό,τι σημαντικότερο για τη λεγεώνα και τυχόν απώλειά του σήμαινε μεγάλη ατίμωση. Αναπαρίστανε έναν αετό με υπερυψωμένες τις πτέρυγες, τον οποίο περιέβαλε δάφνινο στεφάνι. Στεκόταν επάνω σε μια στενή τραπεζοειδή βάση, η οποία τοποθετούταν στην κορυφή ενός κονταριού το οποίο κρατούσαν ψηλά. Επειδή ακριβώς τα χέρια του στρατιώτη ήταν κατειλημμένα από το έμβλημα και το όπλο του, μετέφερε μαζί του μια μικρή κυκλική ασπίδα, την «parma», η οποία δενόταν με λουριά στο χέρι του.

Η θέση του aquilifer ήταν ιδιαίτερα τιμητική και υπήρχε μοναχά ένας ανά λεγεώνα. Ιεραρχικά βρισκόταν αμέσως πιο κάτω από τον εκατόνταρχο και πάνω από τους optiones. Λάμβανε διπλάσιο μισθό από τους απλούς λεγεωναρίους, ενώ είναι πιθανό να ξεχώριζε και ενδυματολογικά από τους άλλους εμβληματοφόρους. Αναμενόταν από εκείνον να προστατέψει με τη ζωή του το ιερό έμβλημα και υπάρχουν καταγεγραμμένα παραδείγματα όπου κάποιος από αυτούς ορμούσε στη μάχη συμπαρασύροντας τους συναδέλφους του, ανυψώνοντας το ηθικό τους.