Η αθυροστομία ή αθυρογλωττία (< α + θύρα + στόμα), indiscretion, ribaldry, Frechheit· είναι η έλλειψη κάθε μέτρου στη γλώσσα (η αδυναμία συγκράτησης, ο μη περιορισμός και η ακράτεια της γλώσσας), αδιακρισία, αυθάδεια, απρέπεια, ξετσιπωσιά, βωμολοχία, ακατάσχετη φλυαρία (βλ. πίεση ομιλίας).

Ο αθυρόστομος, αφού δεν θέτει φραγμούς στα λόγια του, πολλές φορές μεγαλοποιεί γεγονότα, υπερβάλλει μέσω τής φαντασίας του και επομένως ψεύδεται. Έτσι, οι αθυρόστομοι διαπρέπουν στην κατάκριση (βλ. κατάλαλο) και την αισχρολογία (βλ. αδυσώπητο, λαβρόστομο, αναιδή), αφού αγνοούν τη σημασία τής αιδούς και της συστολής. Συχνά, μάλιστα, ο θρασύγλωσσος για να έχει υλικό να ομιλεί, μεταξύ όλων των ανάρμοστων, χρησιμοποιεί και χονδροειδή ή/και αηδή αστεία, ανέκδοτα, κακότεχνες ευτραπελίες, βαρείς χαρακτηρισμούς.

Συνέπεια της αθυροστομίας είναι η αχαλίνωτη πολυλογία.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

  • Αβούρης Σ. Ν., «Αθυροστομία», ΘΗΕ 1 (1962) 848.