Οι Αιγυπτιακοί ναοί χτίστηκαν για την επίσημη λατρεία των θεών και για τη μνημόνευση των φαραώ στην αρχαία Αίγυπτο και σε περιοχές υπό Αιγυπτιακή εξουσία. Οι ναοί θεωρούνται οίκοι των θεών και των βασιλέων στους οποίους ήταν αφιερωμένοι. Στο εσωτερικό τους οι Αιγύπτιοι έκαναν μια πληθώρα τελετουργικών, τις κεντρικές λειτουργίες της Αιγυπτιακής θρησκείας: την απόδοση προσφορών στους θεούς, την αναπαράσταση των μυθολογικών αλληλεπιδράσεών τους μέσα από γιορτές, και την αναχαίτιση των δυνάμεων του χάους. Αυτές οι τελετές θεωρούνταν απαραίτητες για τους θεούς ώστε να συνεχίζουν να συγκρατούν τη μάατ, τη θεία τάξη του σύμπαντος. Η στέγαση και φροντίδα των θεών ήταν υποχρεώσεις των φαραώ, οι οποίοι ούτως αφιέρωναν άφθονους πόρους στην κατασκευή και συντήρηση των ναών. Λόγω πρακτικών προβλημάτων οι φαραώ αναγκάζονταν να μεταφέρουν τα περισσότερα τελετουργικά τους καθήκοντα σε μια πλειάδα ιερέων, αλλά το μεγαλύτερο μέρος του λαού ήταν αποκλεισμένο από την άμεση συμμετοχή σε τελετές και απαγορευόταν να εισέρχεται στις ιερότερες περιοχές ενός ναού. Παρόλα αυτά, ο ναός ήταν θρησκευτική τοποθεσία για όλες τις τάξεις των Αιγυπτίων, οι οποίοι προσέρχονταν σε αυτούς για να προσευχηθούν, να προσφέρουν αναθήματα και να ζητήσουν μαντική καθοδήγηση από τον θεό που κατοικούσε μέσα του.

Stone building fronted by a tall gateway, a colonnade, and another gateway.
Ο Ναός της Ίσιδας στη Νήσο Φίλαι, με τους πυλώνες και την περίκλειστη αυλή στα αριστερά και το εσωτερικό κτίριο στα δεξιά

Το πλέον σημαντικό μέρος του ναού ήταν το ιερό, το οποίο τυπικά περιείχε ένα είδωλο, ένα άγαλμα του θεού. Τα δωμάτια έξωθεν του ιερού έγινε μεγαλύτερο και πιο περίτεχνο με τον χρόνο, ώστε οι ναοί εξελίχθηκαν από μικρά λατρευτικά προσκυνήματα στην ύστερη Προδυναστική Περίοδο (τέλη τέταρτης χιλιετίας π.Χ.), σε μνημειώδη πέτρινα οικοδομήματα κατά το Νέο Βασίλειο (περ. 1550–1070 π.Χ.) και έπειτα. Αυτά τα οικοδομήματα ανήκουν στα μεγαλύτερα και πιο ανθεκτικά παραδείγματα Αιγυπτιακής αρχιτεκτονικής, των οποίων τα στοιχεία ήταν διατεταγμένα και διακοσμημένα σύμφωνα με περίπλοκα μοτίβα θρησκευτικού συμβολισμού. Ο τυπικός σχεδιασμός τους αποτελείτο από μια σειρά κεκλεισμένων αιθουσών, ανοιχτών αυλών και τεράστιων πυλώνων ευθυγραμμισμένων κατά μήκος της διαδρομής που χρησιμοποιείτο για εορταστικές λιτανείες. Πέραν του κυρίως ναού υπήρχε ένας εξωτερικός τοίχος που περιέκλειε μια ευρεία ποικιλία δευτερευόντων κτιρίων.

Μεγάλοι ναοί επίσης κατείχαν μεγάλα κομμάτια γης και απασχολούσαν χιλιάδες λαϊκών για την ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους. Ούτως, οι ναοί ήταν καίρια οικονομικά και θρησκευτικά κέντρα. Οι ιερείς που διαχειρίζονταν αυτά τα παντοδύναμα ιδρύματα ασκούσαν σημαντική επιρροή και παρά την τυπική υποταγή τους στον βασιλιά είναι πιθανό ότι δημιούργησαν σημαντικές προκλήσεις ενάντια στην εξουσία τους.

Η ναοδομία στην Αίγυπτο συνεχίστηκε παρά την παρακμή της χώρας και την τελικά απώλεια της ανεξαρτησίας της κατά την Ρωμαϊκή εποχή.

Λειτουργίες Επεξεργασία

Θρησκευτικές Επεξεργασία

 
Ανάγλυφο του Σέτι Α΄ που κάνει τελετουργικά για τον θεό Άμμωνα

Οι αρχαίοι Αιγυπτιακοί ναοί ήταν σχεδιασμένοι ως σημεία κατοικίας των θεών στη γη. Πράγματι, ο όρος που χρησιμοποιούσαν οι Αιγύπτιοι περισσότερο για την περιγραφή του κτιρίου του ναού, ḥwt-nṯr, σημαίνει "κατοικία (ή κεκλεισμένος χώρος) του θεού".[1][2] Η παρουσία ενός θεού στον ναό συνέδεε το ανθρώπινο με το θείο βασίλειο και επέτρεπε στους ανθρώπους να αλληλεπιδρούν με τον θεό μέσω τελετουργιών. Αυτά τα τελετουργικά, όπως πιστευόταν, διατηρούσαν τον θεό και του επέτρεπαν να συνεχίζει να παίζει τον κατάλληλο ρόλο του στη φύση. Ούτως αποτελούσαν βασικό μέρος της διατήρησης της μάατ, της ιδεατής τάξης της φύσης και της αιγυπτιακής κοινωνίας κατά τις Αιγυπτιακές πεποιθήσεις.[3] Η διατήρηση της μάατ ήταν ο μοναδικός σκοπός της Αιγυπτιακής θρησκείας,[4]και ήταν ο σκοπός ενός ναού επίσης.[5]

Επειδή αποδιδόταν και στον ίδιο θεϊκή εξουσία,[Note 1] ο φαραώ, ως ιερός βασιλιάς, θεωρούταν ως ο αντιπρόσωπος των Αιγυπτίων απέναντι στους θεούς και ως ο βασικότερος τηρητής των αξιών της Μάατ.[7] Ούτως, ήταν θεωρητικά καθήκον του να διεξάγει τις τελετουργίες του ναού. Παρότι είναι αβέβαιο πόσο συχνά συμμετείχε πραγματικά σε αυτές τις τελετές, η ύπαρξη ναών σε όλη την Αίγυπτο καθιστούσε αδύνατη την προσωπική του παρουσία σε όλες τις περιστάσεις και τον περισσότερο καιρό αυτά τα καθήκοντα ανατίθενταν στους ιερείς. Ο φαραώ ήταν όμως υποχρεωμένος να διατηρεί, φροντίζει και να επεκτείνει τους ναούς σε όλη την επικράτειά του.[8]

Μολονότι ο φαραώ είχε μεταβιβάσει την εξουσία του αυτή, η διεξαγωγή των τελετουργιών στους ναούς ήταν οπωσδήποτε επίσημο καθήκον και το δικαίωμά της περιοριζόταν στα ανώτερα μέλη του ιερατείου. Η συμμετοχή του λαού στις περισσότερες τελετές απαγορευόταν. Μείζον μέρος της θρησκευτικής δραστηριότητας των λαϊκών στρωμάτων στην Αίγυπτο λάμβανε χώρα αντ' αυτού σε ιδιωτικούς και κοινοτικούς χώρους προσκυνηματικής λατρείας, ξεχωριστά από τους επίσημους ναούς. Όμως, όντας κύριος σύνδεσμος μεταξύ του θεϊκού και ανθρώπινου βασιλείου, οι ναοί προσέλκυαν σημαντικότατη λατρεία και τιμή από τους κοινούς Αιγύπτιους.[9]

Κάθε ναός είχε μία βασική θεότητα, και οι περισσότεροι ήταν ταυτόχρονα αφιερωμένοι σε άλλους θεούς.[10] Δεν είχαν όμως όλες οι θεότητες ναούς αφιερωμένους σε αυτούς. Πολλοί δαίμονες και οικιακοί θεοί πρωταγωνιστούσαν κυρίως σε ιδιωτικές τελετές και πρακτικές μαγείας, έχοντας μικρή ή μηδαμινή παρουσία σε ναϊκές τελετές. Υπήρχαν ακόμα άλλοι θεοί που είχαν σημαντικό ρόλο στην κοσμοθεωρία αλλά για αβέβαιους λόγους δεν τιμούνταν σε δικούς τους ναούς.[11] Από αυτούς τους θεούς που είχαν δικούς τους ναούς, πολλού τιμούνταν κυρίως σε συγκεκριμένες περιοχές της Αιγύπτου, παρότι πολλοί θεοί με έντονη τοπική παρουσία ήταν επίσης σημαντικοί σε όλη τη χώρα.[12] Ακόμα και θεότητες των οποίων η λατρεία εκτεινόταν σε όλη τη χώρα συνδέονταν πολύ έντονα με τις πόλεις όπου βρίσκονταν οι σημαντικότεροι ναοί τους. Στους αρχαίους Αιγυπτιακούς μύθους της δημιουργίας, ο πρώτος ναός χρησιμοποιείτο αρχικά σαν καταφύγιο για ένα θεό - το ποιός θεός ήταν διέφερε ανάλογα με την πόλη - που στεκόταν στον λόφο που ξεκίνησε η διαδικασία της δημιουργίας. Οπότε κάθε ναός στην Αίγυπτο εξισωνόταν με τον αρχικό ναό και με την ίδια την τοποθεσία της δημιουργίας.[13] Ως ο αρχέγονος οίκος του θεού και η μυθολογική τοποθεσία της ίδρυσης της πόλης ο ναός θεωρείτο λίκνο της περιοχής, από το οποίο ο προστάτης θεός της πόλης την εξουσίαζε.[14]

Οι φαραώ έχτιζαν επίσης ναούς όπου γίνονταν προσφορές για τη διατήρηση των πνευμάτων τους μετά θάνατον, συχνά συνδεδεμένους με ή κοντά στους τάφους τους. Αυτοί οι ναοί ονομάζονται παραδοσιακά νεκρικοί ναοί (mortuary temples) και θεωρούνται ουσιαστικά διαφορετικοί από τους θεϊκούς ναούς. Πιο πρόσφατα μερικοί αιγυπτιολόγοι, όπως ο Γκέρχαρντ Χέινι, έχουν ισχυριστεί ότι δεν υφίσταται καθαρή διάκριση μεταξύ των δύο. Οι Αιγύπτιοι δεν αναφέρονταν με συγκεκριμένο όνομα στους νεκρικούς ναούς.[15] Ούτε υπήρχαν τελετουργικά για τους νεκρούς και τους θεούς εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους· ο συμβολισμός γύρω από τον θάνατο ήταν παρών σε όλους τους νεκρικούς ναούς.[16] Η λατρεία των θεών ήταν παρούσα σε κάποιο βαθμό στους νεκρικούς ναούς, και ο αιγυπτιολόγος Στίβεν Κουίρκ έχει δηλώσει ότι "σε όλες τις περιόδους η βασιλική λατρεία περιλαμβάνει τους θεούς, αλλά και αντιστοίχως όλη η λατρεία των θεών περιλαμβάνει τον βασιλιά".[17] Παρόλα αυτά, συγκεκριμένοι ναοί χρησιμοποιήθηκαν για να μνημονεύσουν νεκρούς βασιλείς και να δέχονται προσφορές για το πνεύμα τους. Ο ακριβής σκοπός τους δεν είναι εντελώς κατανοητός· ίσως χρησιμοποιούνταν για να ενώνουν τον βασιλιά με τους θεούς, ανυψώνοντάς τον σε θεϊκή υπόσταση μεγαλύτερη από αυτήν της συνηθισμένης βασιλείας.[18] Σε κάθε περίπτωση, η δυσκολία διαχωρισμού ανάμεσα σε θεϊκούς και νεκρικούς ναούς αντανακλά τη στενή σύνδεση της θεϊκότητας και της βασιλικής ιδιότητας στις Αιγυπτιακές πεποιθήσεις.[19]

Οικονομικές και διοικητικές Επεξεργασία

Οι ναοί ήταν επίσης σημαντικά κέντρα οικονομικής δραστηριότητας. Οι μεγαλύτεροι εξ αυτών απαιτούσαν πληθώρα πόρων και απασχολούσαν δεκάδες χιλιάδων ιερέων, τεχνιτών και εργατών.[20] Οι οικονομικές εργασίες ενός ναού ήταν ανάλογες εκείνων ενός μεγάλου Αιγυπτιακού νοικοκυριού, με υπηρέτες αφοσιωμένους στην υπηρεσία του θεού του ναού όπως θα υπηρετούσαν τον αφέντη ενός υποστατικού. Αυτή η ομοιότητα αντικατοπτρίζεται στον Αιγυπτιακό όρο για τις γαίες τους ναού και τη διοίκησή τους, pr, που σημαίνει "οίκος" ή "υποστατικό".[21]

Μερικές από τις ανάγκες των ναών καλύπτονταν από απευθείας δωρεές του βασιλιά. Στο Νέο Βασίλειο, όταν η Αίγυπτος ήταν αυτοκρατορική δύναμη, αυτές οι δωρεές προέρχονταν από τα λάφυρα των στρατιωτικών επιχειρήσεων του βασιλιά ή τους φόρους από τα υποτελή κράτη.[22] Ο βασιλιάς μπορούσε ακόμα να επιβάλλει φόρους που διοχετεύονταν άμεσα για την υποστήριξη ενός ναού.[23] Άλλα έσοδα προέρχονταν από ιδιώτες οι οποίοι προσέφεραν γη, σκλάβους ή αγαθά στους ναούς εις αντάλλαγμα της παροχής ιερατικών υπηρεσιών για τη διατήρησή των πνευμάτων τους στη μεταθανάτια ζωή.[24]

 
Ανάγλυφο προσωποποιημένων επαρχιών της Αιγύπτου που φέρουν προσφορές για τον θεό του ναού[25]

Μεγάλο μέρος της οικονομικής υποστήριξης ενός ναού προερχόταν από δικούς του πόρους. Αυτοί περιελάμβαναν μεγάλες εκτάσεις γης πέραν της κεκλεισμένης περιοχής του ναού, ενίοτε σε μια τελείως διαφορετική περιοχή από αυτήν που βρισκόταν ο ναός. Το πιο σημαντικό είδος ιδιοκτησίας ήταν η αγροτική γη που παρήγαγε σιτηρά, φρούτα ή κρασί ή έτρεφε κοπάδια οικόσιτων ζώων. Ο ναός είτε διαχειριζόταν απευθείας αυτές τις εκτάσεις είτε τις νοίκιαζε σε αγρότες έναντι μέρους της παραγωγής, ή τις διαχειριζόταν από κοινού με τη βασιλική διοίκηση. Οι ναοί οργάνωναν επίσης αποστολές στην έρημο για τη συλλογή πόρων όπως το αλάτι, το μέλι και άγρια θηράματα ή για την εξόρυξη πολύτιμων ορυκτών.[26] Μερικοί είχαν ιδιόκτητους στόλους πλοίων με τους οποίους διεξήγαγαν το δικό τους εμπόριο κατά μήκος της χώρας ή ακόμα και πέραν των συνόρων της Αιγύπτου. Έτσι, όπως λέει ο Ρίτσαρντ Χ. Ουίλκινσον, η ακίνητη περιουσία του ναού "συχνά αντιπροσώπευε τίποτα λιγότερο από μια μικρογραφία της ίδιας της Αιγύπτου".[27] Ως μείζον οικονομικό κέντρο και εργοδότης μεγάλους μέρους του τοπικού πληθυσμού, οι εγκαταστάσεις του ναού ήταν καίριο τμήμα της πόλης στην οποία βρισκόταν. Αντίστροφα, όταν ένας ναός ιδρυόταν σε έρημη γη, μια νέα πόλη χτιζόταν για να τον υποστηρίξει.[28]

Όλη αυτή η οικονομική εξουσία ήταν σε τελική ανάλυση υπό τον έλεγχο του φαραώ και τα προϊόντα και η περιουσία του ναού συχνά φορολογούνταν. Οι εργαζόμενοί τους, ακόμα και οι ιερείς, υπόκειντο στο κρατικό σύστημα "καταναγκαστικής εργασίας" (corvée), που επιστράτευε την εργατική δύναμη για την παραγωγή της βασιλικής παραγωγής.[29] Ακόμα μπορούσε να τους δοθεί εντολή να προσφέρουν προμήθειες για συγκεκριμένους σκοπούς. Η εμπορική αποστολή του Χαρκούφ (Autobiography of Harkhuf) κατά το Παλαιό Βασίλειο είχε άδεια να πάρει προμήθειες από όποιο ναό επιθυμούσε,[29] και οι νεκρικοί ναοί της Νεκρόπολης των Θηβών στο Νέο Βασίλειο επέβλεπαν την τροφοδοσία των εργατών στους τάφους που είχαν επιστρατευθεί από τον φαραώ στο Ντέιρ ελ- Μεντίνα.[30] Οι βασιλείς μπορούσαν επίσης να απαλλάσσουν ναούς ή τάξεις προσωπικού από τη φορολογία και την επιστράτευση.[29]

Η βασιλική διοίκηση μπορούσε ακόμα να δώσει εντολή σε ένα ναό να διοχετεύσει τους πόρους του σε έναν άλλο ναό του οποίου την επιρροή ήθελε να αυξήσει. Ούτως, οι βασιλείς μπορούσαν να αυξήσουν τα εισοδήματα των ναών που ανήκαν σε θεούς που ήταν ευνοϊκοί προς αυτούς, και οι νεκρικοί ναοί των νέων ηγεμόνων έτειναν να αποσπούν το εισόδημα ναών αφιερωμένων σε φαραώ που είχαν πεθάνει εδώ και πολλά χρόνια[31] Το δραστικότερο μέσο ελέγχου της ακίνητης περιουσίας των ναών ήταν η πλήρης αναθεώρηση της κατανομής της περιουσίας τους σε εθνικό επίπεδο, τα οποία μπορούσαν να φτάσουν μέχρι το κλείσιμο συγκεκριμένων ναών. Τέτοιες αλλαγές μπορούσαν να αλλάξουν σημαντικά το οικονομικό τοπίο της Αιγύπτου.[32] Οι ναοί ήταν λοιπόν σημαντικά όργανα με τα οποία ο βασιλιάς διαχειριζόταν τους εθνικούς πόρους και τον λαό του.[33] Σαν απευθείας επιβλέποντες της δικής τους οικονομικής σφαίρας, οι διοικήσεις των μεγάλων ναών ασκούσαν διόλου αμελητέα επιρροή και μπορούσαν να αποτελέσουν πρόβλημα στην εξουσία ενός αδύναμου φαραώ,[34] αν και είναι δεν είναι σίγουρο πόσο ανεξάρτητοι ήταν στην πραγματικότητα.[35]

Όταν η Αίγυπτος έγινε Ρωμαϊκή επαρχία, οι Ρωμαίοι αξιωματούχοι προσπάθησαν να περιορίσουν τη δύναμη και την ανεξαρτησία των ναών. Οι ναοί είτε έπρεπε να πληρώνουν ενοίκιο στην κυβέρνηση για τη γη που κατείχαν ή να παραδώσουν τη γη αυτή στο κράτος σε αντάλλαγμα μιας χρηματοδότησης από την κυβέρνηση.[36] Η λατρεία τους καθορίστηκε αυστηρά, ενώ έγιναν λιγότερο αυτάρκεις και άρχισαν να εξαρτώνται από κυβερνητικές δωρεές[37] καθώς και διάφορες ελάσσονες πηγές εσόδων.[38]

Ιστορική εξέλιξη Επεξεργασία

Αρχική ιστορία Επεξεργασία

Οι αρχαιότερες γνωστές τοποθεσίες προσκυνήματος εμφανίστηκαν στην Αίγυπτο κατά την ύστερη προδυναστική περίοδο, στα τέλη της τέταρτης χιλιετίας π.Χ., σε τοποθεσίες όπως η Σάις και η Βουτώ στην Κάτω Αίγυπτο και το Νεκχέν και η Κόπτος στην Άνω Αίγυπτο. Η πλειονότητα αυτών των προσκυνημάτων ήταν κατασκευασμένα από φθαρτά υλικά όπως το ξύλο, στρώσεις από χόρτα, και λασπότουβλα.[39] Παρά την προσωρινή φύση των πρώιμων αυτών κτιρίων, η μεταγενέστερη Αιγυπτιακή τέχνη συνεχώς επαναχρησιμοποίησε και προσάρμοσε στοιχεία από αυτούς, επικαλούμενη τις αρχαίες λατρευτικές τοποθεσίες για να προβάλει την αιώνια φύση των θεών και των τόπων κατοικίας τους.[40]

Κατά την Πρώιμη Δυναστική Περίοδο (περ. 3100–2686 π.Χ.), οι πρώτοι φαραώ έχτιζαν ταφικά συμπλέγματα στο θρησκευτικό κέντρο της Αβύδου που ακολουθούσαν ένα μοναδικό γενικό μοτίβο, με ένα τετράγωνο οικοδόμημα από λασπότουβλα.[41] Στο Παλαιό Βασίλειο (περ. 2686–2181 π.Χ.) που ακολούθησε την Πρώιμη Δυναστική Περίοδο, τα βασιλικά ταφικά μνημεία επεκτάθηκαν ευρέως, ενώ οι περισσότεροι θεϊκοί ναοί παρέμειναν συγκριτικά μικροί, υποδεικνύοντας ότι η επίσημη θρησκεία αυτή την περίοδο έδινε έμφαση στη λατρεία του θεϊκού βασιλιά περισσότερο από ότι στην απευθείας λατρεία των θεοτήτων.[42] Θεότητες στενά συνδεδεμένες με τον βασιλιά, όπως ο θεός του ήλιου Ρα, λάμβαναν περισσότερες βασιλικές συνεισφορές από άλλες θεότητες.[43] Ο ναός του Ρα στην Ηλιούπολη ήταν ένα από τα μεγάλα θρησκευτικά κέντρα της εποχής, και αρκετοί φαραώ του Παλαιού Βασιλείου έχτισαν μεγάλους ναούς του ήλιου προς τιμήν του κοντά στις πυραμίδες τους.[44] Εν τω μεταξύ, οι μικροί επαρχιακοί ναοί διατήρησαν μια ποικιλία τοπικών ρυθμών από τα προδυναστικά χρόνια, ανεπηρέαστοι από τις τοποθεσίες της βασιλικής λατρείας.[45]

 
Αναπαράσταση ενός πυραμιδικού ναού του Παλαιού Βασιλείου, με ανυψωμένο δρόμο (causeway) που οδηγεί στον ναό της πεδιάδας.

Η επέκταση των νεκρικών μνημείων άρχισε κατά τη βασιλεία του Djoser, ο οποίος έκτισε το σύμπλεγμά του εξ ολοκλήρου από πέτρα και τοποθέτησε στο έγκλεισμα μια βαθμιδωτή πυραμίδα κάτω από την οποία τάφηκε: την Πυραμίδα του Ζόζερ (Pyramid of Djoser). Για το υπόλοιπο της περιόδου του Παλαιού Βασιλείου, ο τύμβος και ο ναός ήταν ενωμένοι σε περίπλοκα πυραμιδικά συμπλέγματα.[46] Κοντά σε κάθε πυραμίδα υπήρχε μια κωμόπολη που ικανοποιούσε τις ανάγκες της, καθώς συνέβαινε σε όλη την αιγυπτιακή ιστορία. Άλλες αλλαγές έγιναν κατά τη βασιλεία του Σνεφρού, ο οποίος με αφετηρία την πρώτη του πυραμίδα στο Μεϊντούμ, ανέγειρε πυραμιδικά συμπλέγματα συμμετρικά κατά μήκος ενός άξονα δύσης-ανατολής, με μια κοιλάδα ναών στις όχθες του Νείλου που συνδεόταν με έναν πυραμιδικό ναό στη βάση της πυραμίδας. Οι φαραώ που βασίλεψαν αμέσως μετά τον Σνεφρού ακολούθησαν την ίδια πρακτική, αλλά με την έναρξη του Παλαιού Βασιλείου τα πυραμιδικά συγκροτήματα συνδύασαν διαφορετικά στοιχεία από το αξονικό και ορθογώνιο σχέδιο του Djoser.[47] Για την προμήθεια των πυραμιδικών συμπλεγμάτων, οι μονάρχες ίδρυαν νέες κωμοπόλεις και αγροτικές εκτάσεις σε μη ανεπτυγμένες περιοχές σε όλη την Αίγυπτο. Η ροή των αγαθών από αυτές τις εκτάσεις προς την κεντρική εξουσία και τους ναούς της συνετέλεσε στην ενοποίηση του βασιλείου.[48]

Οι ηγεμόνες του Μέσου Βασιλείου (περ. 2055–1650 π.Χ.) συνέχισαν την ανέγερση πυραμίδων και σχετικών συμπλεγμάτων.[49] Τα σπάνια ερείπια ναών του Μέσου Βασιλείου, όπως αυτού στο Μεντίνετ Μάντι, δείχνουν ότι τα σχέδια των ναών έγιναν συμμετρικότερα αυτήν την περίοδο, και οι θεϊκοί ναοί χρησιμοποιούσαν πέτρα όλο και περισσότερο. Η διάταξη ενός ιερού πίσω από από μια αίθουσα με κίονες εμφανίζεται συχνά σε ναούς του Μέσου Βασιλείου, και ενίοτε αυτά τα δύο στοιχεία βρίσκονται όπισθεν ανοιχτών αυλών, προοιωνίζοντας το καθιερωμένο σχέδιο ναών σε μεταγενέστερες εποχές.[50]

Νέο Βασίλειο Επεξεργασία

 
Εισόδιος πυλώνας του Ναού του Λούξορ, ενός από τους μείζονες ναούς του Νέου Βασιλείου[51]

Με αυξημένη δύναμη και πλούτο κατά το Νέο Βασίλειο (περ. 1550–1070 π.Χ.), η Αίγυπτος αφιέρωσε ακόμα περισσότερους πόρους στους ναούς της, που έγιναν μεγαλύτεροι και πιο περίτεχνοι.[52] Υψηλόβαθμα ιερατικά αξιώματα έγιναν μόνιμα από κυλιόμενα και έλεγχαν ένα ευμέγεθες μέρος του πλούτου της Αιγύπτου. Ο Άντονι Σπάλινγκερ διατείνεται ότι με την επέκταση της επιρροής των ναών οι θρησκευτικοί εορτασμοί που κάποτε ήταν εντελώς δημόσιοι απορροφήθηκαν από τα αυξανόμενα σημαντικά εορταστικά τελετουργικά των ναών.[53] Ο σημαντικότερος θεός της εποχής ήταν ο Άμμων, του οποίου το κύριο λατρευτικό κέντρο, ήταν το Precinct of Amun-Re στο Καρνάκ των Θηβών, που έγινε τελικά ο μεγαλύτερος ναός και του οποίου οι αρχιερείς πιθανόν ασκούσαν μεγάλη επιρροή.[54]

Πολλοί ναοί χτίζονταν πλέον εξ ολοκλήρου από πέτρα και το γενικό τους σχέδιο σταθεροποιήθηκε, με το ιερό, τις αίθουσες, τις αυλές και τις εισόδους με τους πυλώνες να έχουν προσανατολιστεί κατά μήκος της διαδρομής των εορταστικών πομπών. Οι φαραώ του Νέου Βασιλείου έπαψαν να χρησιμοποιούν τις πυραμίδες σαν ταφικά μνημεία και τοποθετούσαν πλέον τους τάφους τους μακριά από τους νεκρικούς τους ναού. Χωρίς πυραμίδες να αποτελούν κέντρο γύρω από το οποίο ανεγείρονταν τα υπόλοιπα οικοδομήματα, οι νεκρικοί ναοί άρχισαν να χρησιμοποιούν το ίδιο σχέδιο με αυτό των ναών που ήταν αφιερωμένοι σε θεούς.[55]

Στο μέσο του Νέου Βασιλείου ο Φαραώ Ακενατών πρόβαλε τον θεό Ατέν πάνω από όλους τους υπόλοιπους και τελικά κατάργησε την επίσημη λατρεία των περισσότερων άλλων θεοτήτων. Οι παραδοσιακοί ναοί παραμελήθηκαν ενώ ανεγέρθηκαν ναοί του Ατέν με τεράστιες διαφορές στον σχεδιασμό και την κατασκευή. Αλλά η επανάσταση του Ακενατόν αντιστράφηκε γρήγορα μετά τον θάνατό του και οι παραδοσιακές λατρείες επανεμφανίστηκαν ενώ οι καινούργιοι ναοί κατεδαφίστηκαν. Νεότεροι φαραώ αφιέρωσαν ακόμα περισσότερους πόρους στους ναούς, ειδικά ο Ραμσής Β΄, ο σημαντικότερος κατασκευαστής μνημείων στην Αιγυπτιακή ιστορία.[52] Καθώς ο πλούτος του ιερατείου συνέχισε να μεγαλώνει, ομοίως αυξήθηκε η θρησκευτική τους επιρροή: μαντεία στους ναούς, ελεγχόμενα από τους ιερείς, έγιναν μια ολοένα δημοφιλέστερη μέθοδος λήψης αποφάσεων.[56] Η φαραωνική εξουσία εξασθένησε, και τον ενδέκατο αιώνα π.Χ. ο στρατιωτικός ηγέτης Χεριχόρ αυτοανακηρύχτηκε Ανώτατος Ιερέας του Άμμωνα και de facto ηγεμόνας της Άνω Αιγύπτου, εγκαινιάζοντας την πολιτικό κατακερματισμό της Τρίτης Ενδιάμεσης Περιόδου (c. 1070–664 BC).[57]

Κατά τη διάλυση του Νέου Βασιλείου η ανοικοδόμηση νεκρικών ναών έπαυσε και δεν αναβίωσε ποτέ.[58] Ορισμένοι ηγεμόνες της Τρίτης Μεταβατικής Περιόδου, όπως εκείνοι στην Τάνιδα,[59] τάφηκαν μεσα στα εγκλείσματα των θεϊκών ναών, συνεχίζοντας τη στενή σχέση ανάμεσα σε ναό και τάφο.[60]

Μεταγενέστερη εξέλιξη Επεξεργασία

Κατά την Τρίτη Ενδιάμεση Περίοδο και τη συνακόλουθη Ύστερη Περίοδο (664–323 π.Χ.), το εξασθενημένο Αιγυπτιακό κράτος βρέθηκε υπό την εξουσία μιας σειράς εξωτερικών δυνάμεων, βιώνοντας περιστασιακές μόνο περιόδους ανεξαρτησίας. Πολλοί ξένοι ηγεμόνες χρηματοδότησαν και επέκτειναν ναούς για να ενισχύσουν τη διεκδίκησή τους στον θρόνο της Αιγύπτου.[61] Μία τέτοια ομάδα, οι Κουσίτες φαραώ του όγδοου και έβδομου αιώνα π.Χ., υιοθέτησαν αρχιτεκτονική Αιγυπτιακής τεχνοτροπίας στην πατρίδα τους Νουβία, εγκαινιάζοντας μια μακρά παράδοση ανοικοδόμησης Νουβικών ναών.[62] Σε αυτήν την αναταραχή η κατάσταση πολλών ναών και ομάδων του κλήρου άλλαξε και η ανεξαρτησία το ιερατείου του Άμμωνα έπαυσε, αλλά η εξουσία του ιερατείου γενικά συνεχίστηκε.[61]

 
Μαμισί της ρωμαϊκής εποχής στον Ναό της Δένδερα

Παρά την πολιτική αναταραχή, ο ρυθμός των Αιγυπτιακών ναών συνέχισε να εξελίσσεται χωρίς να υφίσταται σημαντική ξένη επιρροή.[63] Ενώ η προγενέστερη ναοδομία επικεντρωνόταν περισσότερο σε αρσενικούς θεούς, παρόλα αυτά οι θεές και οι παιδικές θεότητες αυξάνονταν σε σημασία. Οι ναοί ασχολούνταν περισσότερο με λαϊκές θρησκευτικές δραστηριότητες όπως η μαντική, ζωολατρία και η προσευχή.[64] Οι καινούργιες αρχιτεκτονικές μορφές συνέχισαν να αναπτύσσονται, επί παραδείγματι σκεπαστά κιόσκια μπροστά από πύλες, πιο περίτεχνοι ρυθμοί σε κίονες και τα μαμισί, δηλαδή κτίρια λατρευτικά της μυθικής γέννησης ενός θεού.[65] Αν και τα χαρακτηριστικά του ύστερου ναϊκού ρυθμού είχαν σχηματιστεί ήδη από την τελευταία περίοδος ανεξαρτησίας, τα περισσότερα σωζόμενα παραδείγματα χρονολογούνται από την εποχή των Πτολεμαίων, των Ελλήνων βασιλέων που κυβέρνησαν ως φαραώ επί σχεδόν 300 έτη.[66]

Μετά τη Ρωμαϊκή κατάκτηση το 30 π.Χ., οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες ανέλαβαν τον ρόλο του κυβερνήτη και προστάτη των ναών.[67] Πολλοί ναοί στη Ρωμαϊκή Αίγυπτο συνέχισαν να οικοδομούνται σε αιγυπτιακό ρυθμό.[68] Άλλοι, ανάμεσά τους μερικοί αφιερωμένοι σε Αιγύπτιους θεούς—όπως ο ναός της Ίσιδας στο Ρας ελ-Σοντά—κτίστηκαν σε ρυθμό εμπνευσμένο από τη Ρωμαϊκή αρχιτεκτονική.[69]

Η ναοδομία συνέχισε μέχρι τον τρίτο αιώνα μ.Χ.[70] Kαθώς η αυτοκρατορία αποδυναμωνόταν λόγω της κρίσης του 3ου αιώνα, οι αυτοκρατορικές δωρεές στις ναϊκές λατρείες στέρεψαν, και σχεδόν κάθε κατασκευαστική και διακοσμητική δραστηριότητα έπαυσε.[71] Οι λατρευτικές δραστηριότητες σε κάποιες τοποθεσίες συνεχίστηκαν, στηριζόμενες όλο και πιο πολύ σε οικονομικές συνεισφορές και εθελοντισμό των γύρω κοινοτήτων.[72] Κατά τους επόμενους αιώνες, χριστιανοί αυτοκράτορες εξέδωσαν διατάγματα αυξανόμενα εχθρικά προς τις παγανικές λατρείες και ναούς.[73]

Κατασκευή Επεξεργασία

 
Stone construction in a temple wall

Ναοί οικοδομούντο σε όλη την Άνω και Κάτω Αίγυπτο, όπως επίσης και σε οάσεις ελεγχόμενες από την Αίγυπτο στη Λιβική έρημο και προ δυσμάς μέχρι και στην Σίβα και σε προκεχωρημένους σταθμούς στη Σιναϊτική χερσόνησο και την Τίμα. Σε περιόδους αιγυπτιακής κυριαρχίας στη Νουβία, οι Αιγύπτιοι ηγεμόνες έχτιζαν ναούς και εκεί, φτάνοντας στα νότια μέχρι το Τζεμπέλ Μπαρκάλ.[74] Οι περισσότερες αιγυπτιακές πόλεις είχαν έναν ναό,[75] αλλά ενίοτε, όπως συνέβαινε με τος νεκρικούς ναούς ή τους ναούς της Νουβίας, ο ναός ήταν ένα νέο θεμέλιο σε προηγουμένως ελεύθερη γη.[28] Το ακριβές σημείο ενός ναού επιλεγόταν για θρησκευτικούς λόγους· πιθανόν να συνδεόταν με το μυθικό σημείο γέννησης ή χώρο ταφής ενός θεού. Ο άξονας του ναού ίσως σχεδιαζόταν για να ευθυγραμμίζεται με τοποθεσίες θρησκευτικής σημασίας, όπως το σημείο ενός γειτονικού ναού ή η ανατολή του ήλιου ή συγκεκριμένων αστέρων. Ο Μεγάλος Ναός του Αμπού Σιμπέλ, για παράδειγμα, είναι ευθυγραμμισμένος ώστε δύο φορές τον χρόνο ο ανατέλλων ήλιος φωτίζει τα αγάλματα των θεών στο εσώτατο δωμάτιο. Οι περισσότεροι ναοί ήταν ευθυγραμμισμένοι προς τον Νείλο με εναν άξονα από ανατολάς προς δυσμάς.[76]

Μια περίτεχνη σειρά τελετουργιών θεμελίωσης προηγούνταν της κατασκευής. Μια επιπλέον σειρά τελετών ακολουθούσε την ολοκλήρωση του ναού, όπου γινόταν η αφιέρωση στον προστάτη θεό του. Αυτές οι τελετές διεξάγονταν, τουλάχιστον θεωρητικά, από τον βασιλιά ως μέρος των θρησκευτικών του καθηκόντων· πράγματι, κατά τις αιγυπτιακές πεποιθήσεις όλη η διαδικασία κατασκευής του ναού ήταν δικό του έργο.[77] Ουσιαστικά ήταν το έργο εκατοντάδων υπηκόων του, επιστρατευμένων με το σύστημα corvée.[78] Η διαδικασία κατασκευής ενός νέου ναού, ή μια μεγάλη προσθήκη σε έναν υπάρχοντα ναό, μπορούσε να διαρκέσει χρόνια ή και δεκαετίες.[79]

Η χρήση πέτρας στου αιγυπτιακούς ναούς έδινε έμφαση στον σκοπό τος ως αιώνιοι οίκοι των θεών και τους ξεχώριζε από τα κτίρια που χρησιμοποιούσαν οι θνητοί, τα οποία κτίζονταν από τούβλα λάσπης.[80] Οι πρώιμοι ναοί κατασκευάζονταν από τούβλα ή άλλα φθαρτά υλικά, και τα περισσότερα εξώτερα κτίρια στα εγκλείσματα των ναών παρέμεναν πλίθινα σε όλη την αιγυπτιακή ιστορία.[81] Τα κυριότερα είδη πέτρας που χρησιμοποιούντο στην κατασκευή ναών ήταν ο ασβεστόλιθος και ο ψαμμίτης, κοινά υλικά στην Αίγυπτο· πέτρες σκληρότερες και δυσκολότερες στο σκάλισμα, όπως ο γρανίτης, χρησιμοποιούντο σε μικρότερο βαθμό για ανεξάρτητα στοιχεία όπως οι οβελίσκοι.[82] Η πέτρα ίσως εξορυσσόταν από λατομεία πλησίον ή μεταφερόταν στον Νείλο από πιο απομακρυσμένα λατομεία.[83]

Οι δομές των ναών δημιουργήθηκαν σε θεμέλια πέτρινων πλακών τοποθετημένων μέσα αυλάκια γεμάτα άμμο.[84] Κατά τις περισσότερες περιόδους, οι τοίχοι και άλλες δομές χτίζονταν με μεγάλα μπλοκ διαφόρων σχημάτων.[85]

Σχεδιασμός και διακόσμηση Επεξεργασία

Διάδρομοι και αυλές Επεξεργασία

 
Υποστύλιο στον ναό της Έσνα

Διάδρομοι με υποστύλια, καλυμμένα δωμάτια με κίονες, εμφανίζονται σε όλη την Αιγυπτιακή ιστορία. Μέχρι την έλευση του Νέου Βασιλείου βρίσκονταν συνήθως απευθείας μπροστά από την περιοχή του ιερού.[86] Αυτοί οι διάδρομοι ήταν λιγότερο περιορισμένης πρόσβασης σε σχέση με τα εσώτερα δωμάτια, όντας ανοιχτοί τουλάχιστον σε συγκεκριμένες περιστάσεις. Συχνά ηταν επίσης λιγότεροι σκοτεινοί: οι αίθουσες υψώνονταν σε ψηλά κεντρικά περάσματα πάνω από τη διαδρομή της λιτανείας, επιτρέποντας την εισροή φωτός από ένα clerestory. Η επιτομή αυτού του ύφους είναι το Great Hypostyle Hall στο Καρνάκ, του οποίου οι μεγαλύτεροι κίονες έχουν ύψος 69 feet (21 m).

Διακόσμηση Επεξεργασία

 
Διακόσμηση σε πλαίσια θυρών και οροφές στο Medinet Habu

Το οικοδόμημα του ναού διακοσμείτο πλούσια με ανάγλυφα και ανεξάρτητα γλυπτά, όλα με θρησκευτική σημασία. Οι θεοί θεωρούντο παρόντες σε αυτές τις εικόνες όπως και στο λατρευτικό είδωλο, περιβάλλοντες τον ναό με ιερή δύναμη.[87] Σύμβολα τοποθεσιών της Αιγύπτου ή περιοχών του κόσμου ενίσχυαν τη μυθική γεωγραφία που ήταν ήδη παρούσα στην αρχιτεκτονική των ναών. Εικόνες τελετών εξυπηρετούσαν τον σκοπό της υποστήριξης του μαγικού χαρακτήρα των τελετών και της διαιώνισης αυτής της επίδρασης ακόμα και μετά τη λήξη του τελετουργικού. Λόγω του θρησκευτικού τους χαρακτήρα, αυτές οι διακοσμήσεις παρουσίαζαν μια ιδεατή εκδοχή της πραγματικότητας, αντιπροσωπευτική του σκοπού του ναού περισσότερο παρά της πραγματικών γεγονότων.[88] Για παράδειγμα, ο βασιλιάς απεικονιζόταν να διεξάγει τις περισσότερες τελετές, ενώ οι ιερείς, εάν απεικονίζονταν, είχαν δευτερεύουσα παρουσία. Ήταν ασήμαντο ότι σπάνια παρευρισκόταν σε αυτές τις τελετές· σημασία είχε ο ευρύτερος ρόλος του ως ενδιάμεσος κρίκος με τους θεούς.[89]

Η σημαντικότερη μορφή διακόσμησης ήταν τα ανάγλυφα.[90] Τα ανάγλυφα έγιναν ακριβότερα κατά το πέρασμα του χρόνου, και στους μεταγενέστερους ναούς οι τοίχοι, οι οροφές, οι κίονες και οι δοκοί ήταν διακοσμημένα,[91] καθώς επίσης και οι ανεξάρτητες στήλες που ανεγείρονταν μέσα στο έγκλεισμα.[92] Οι Αιγύπτιοι καλλιτέχνες χρησιμοποιούσαν χαμηλά ανάγλυφα και βυθισμένα ανάγλυφα. Το χαμηλό ανάγλυφο επέτρεπε λιγότερο πομπώδη και λιγότερο ευδιάκριτα καλλιτεχνήματα αλλά απαιτούσε περισσότερο σκάλισμα από τα βυθισμένα ανάγλυφα. Η τεχνική του βυθισμένου ανάγλυφου εφαρμοζόταν λοιπόν σε σκληρότερη, πιο δύσκολη πέτρα και όταν οι δημιουργοί ήθελαν να τελειώσουν γρήγορα.[93] Ήταν επίσης κατάλληλο για εξωτερικές επιφάνειες, όπου οι σκιές έκαναν τις μορφές να ξεχωρίζουν στο λαμπρό φως του ήλιου.[79] Τα ολοκληρωμένα ανάγλυφα βάφονταν μαύρα, λευκά, κόκκινα, κίτρινα, πράσινα και μπλε, αλλά ενίοτε οι καλλιτέχνες αναμείγνυαν αυτές τις βασικές βαφές και δημιουργούσαν άλλα χρώματα.[94] Σε μερικές περιπτώσεις εφαρμοζόταν επιχρύσωση ή κομμάτια χρωματιστού γυαλιού ή φαγεντιανή αντί βαφής.[95]

Η διακόσμηση των ναών αποτελεί μια σημαντικότατη πηγή πληροφοριών για την Αρχαία Αίγυπτο. Περιλαμβάνει ημερολόγια εορτών, μυθικές διηγήσεις, απεικονίσεις τελετουργικών, και κείμενα ύμνων. Οι φαραώ κατέγραφαν τις ανεγέρσεις ναών που έκαναν καθώς και τις εκστρατείες τους ενάντια στους εχθρούς της Αιγύπτου.[90] Οι Πτολεμαϊκοί ναοί προχωρώντας περισσότερο περιελάμβαναν πληροφορίες όλων των ειδών από τις βιβλιοθήκες των ναών.[96] Η διακόσμηση ενός συγκεκριμένου δωματίου είτε απεικονίζει τις δραστηριότητες που ελάμβαναν χώρα εκεί ή έχει συμβολική σύνδεση με τον σκοπό του δωματίου, παρέχοντας πλήθος πληροφοριών για τις δραστηριότητες του ναού.[97] Οι εσωτερικοί τοίχοι ήταν διαιρεμένοι σε πολλά registers. Τα χαμηλότερα registers διακοσμούντο με φυτά που συμβόλιζαν τ primeval marsh, ενώ οι οροφές και οι κορυφές των τοίχων περιείχαν αστέρια και πτηνά που αντιπροσώπευαν τον ουρανό.[98] Εικονογραφήσεις που απεικόνιζαν τελετές, περικυκλωμένες από κείμενα σχετικό με τις τελετές, συχνά γέμιζε τα μεσαία και ανώτερα registers.[99] Courts and exterior walls often recorded the king's military exploits. The pylon showed the "smiting scene", a motif in which the king strikes down his enemies, symbolizing the defeat of the forces of chaos.[100]

Το κείμενο στους τοίχους ήταν η επίσημη ιερογλυφική γραφή. Μερικά κείμενα ήταν γραμμένα σε "κρυπτογραφική" μορφή, χρησιμοποιώντας σύμβολα με διαφορετικό τρόπο από τις συνηθισμένες συμβάσεις της ιερογλυφικής γραφής. Το κρυπτογραφημένο κείμενο επεκτάθηκε και έγινε πιο περίπλοκο κατά την Πτολεμαϊκή περίοδο. Temple walls also frequently bear written or drawn graffiti, both in modern languages and in ancient ones such as Greek, Latin, and Demotic, the form of Egyptian that was commonly used in Greco-Roman times. Although not part of the temple's formal decoration, graffiti can be an important source of information about its history, both when its cults were functioning and after its abandonment. Ancient graffiti, for instance, often mention the names and titles of priests who worked in the temple, and modern travelers often inscribed their names in temples that they visited.[101] Graffiti left by priests and pilgrims at Philae include the last ancient hieroglyphic text, inscribed in AD 394, and the last one in Demotic script, from AD 452.[102]

Δείγματα γλυπτικής μεγάλης κλίμακας και μεγάλων ανεξάρτητων γλυπτών περιελάμβαναν οβελίσκους, δηλαδή ψηλές, οξύκορφες στήλες που συμβόλιζαν τον ήλιο. Ο μεγαλύτερος, ο Οβελίσκος του Λατερανού, ήταν ύψους άνω των 118 feet (36 m).[103] Συχνά τοποθετούντο σε ζεύγη μπροστά από πυλώνες ή αλλού κατά μήκος του άξονα του ναού. Αγάλματα του βασιλιά, τοποθετημένα με παρόμοιο τρόπο, επίσης είχαν κολοσσιαίο μέγεθος· οι Colossi of Memnon στο mortuary temple of Amenhotep III and the statue of Ramesses II at the Ραμέσσειο are the largest free-standing statues made in ancient Egypt.[104]Υπήρχαν επίσης μορφές θεών, συχνά σε απεικόνιση σφίγγας, οι οποίες ήταν συμβολικού φύλακες του ναού. Τα περισσότερα αγάλματα ήταν αναθηματικές μορφές, δωρεές βασιλέων στον ναό, δωρεές ιδιωτών ή ακόμα και πόλεων με σκοπό να κερδίσουν θεϊκή εύνοια. Απεικόνιζαν τη θεότητα στην οποία ήταν αφιερωμένα, τους ανθρώπους που έκαναν τη δωρεά ή και τα δύο.[105]Τα σημαντικότερα αγάλματα των ναών ήταν τα λατρευτικά είδωλα, τα οποία συνήθως κατασκευάζονταν ή διακοσμούνταν με πολύτιμα υλικά όπως ο χρυσός και το λάπις λάζουλι.Wilkinson 2000, σελ. 70

Έγκλεισμα Επεξεργασία

Εκτός του κυρίως οικοδομήματος του ναού βρισκόταν το έγκλεισμα του ναού, περιβεβλημένο από έναν ορθογώνιο τοίχο από πλίθους ο οποίος συμβολικά προστάτευε τον ιερό χώρο από εξωτερικές διαταραχές.[107] Περιστασιακά αυτή η λειτουργία ήταν εκτός από συμβολική και πρακτική, όπως όταν κατά τις τελευταίες ιθαγενείς δυναστείες του 4ου αιώνα π.Χ. οι τοίχοι οχυρώθηκαν πλήρως για το ενδεχόμενο εισβολής των Αχαιμενιδών.[108] Σε μεταγενέστερους ναούς, οι τοίχοι αυτοί συχνά περιείχαν εναλλάξ κοίλες και κυρτές σειρές πλίθων, ούτως ώστε η κορυφή του τοίχου undulated καθέτως. Αυτό το σχέδιο μπορεί να συμβόλιζε τα μυθολογικά ύδατα του χάους.[109]

 
Πλίθινες αποθήκες στο Ραμσείο

Οι τοίχοι περιέκλειαν πολλά κτίρια που σχετίζονταν με τη λειτυοργία του ναού. Κάποια εγκλείσματα περιέχουν μικρότερους, δορυφορικούς ναΐσκους αφιερωμένους σε θεότητες συνδεδεμένες με τη θεότητα του ναού, περιλαμβανομένων mammisis που εόρταζαν τη γέννηση του μυθολογικού τέκνου του θεού. Ιερές λίμνες που υπάρχουν σε πολλά ναϊκά εγκλείσματα χρησίμευαν σαν ταμιευτήρες για το νερό που χρησιμοποιείο σε τελετές, σαν σημεία τελετουργικού καθαρισμού των ιερέω και σαν αναπαράτάσεις των υδάτων από τα οποία αναδύθηκε ο κόσμος.[110]

Οι ταφικοί ναοί ενίοτε περιέχουν ένα παλάτι για το πνεύμα του βασιλιά στον οποίο ο ναός ήταν αφιερωμένος, χτισμένο απέναντι στον κυρίως ναό.[111] Ο ταφικός ναός του Σέτι Α' στην Άβυδο περιλαμβάνει μια ασυνήθιστη υπόγεια δομή, το Οσίρειο, που ίσως λειτουργούσε ως συμβολικός τάφος για τον βασιλιά.[112] Σανατόρια που υπήρχαν σε μερικούς ναούς αποτελούσαν μέρη όπου οι ασθενείς προσδοκούσαν θεραπευτικά όνειρα σταλμένα από τη θεότητα. Άλλα κτίρια των ναών περιελάμβαναν κουζίνες, εργαστήρια και αποθήκες για την τροφοδοσία του ναού.[113]

Εξαιρετικής σημασίας ήταν ο pr ꜥnḫ "οίκος της ζωής", όπου ο ναός επεξεργαζόταν, αντέγραφε και αποθήκευε τα θρησκευτικά του κείμενα, περιλαμβανομένων εκείνων που χρησιμοποιούντο στις τελετουργίες του ναού. Ο οίκος της ζωής επίσης χρησίμευε ως γενικό κέντρο μάθησης, περιέχοντας έργα μη θρησκευτικών τομέων όπως η ιστορία, γεωγραφία, αστρονομία και ιατρική.[114]

Προσωπικό Επεξεργασία

 
Ιερέας που καίει αρωματικές ουσίες

Οι ναοί χρειάζονταν πολλούς ανθρώπους για τη διεξαγωγή των τελετών τους και την πλήρωση των αναγκών τους. Οι ιερείς τελούσαν τις απαραίτητες τελετουργικές λειτουργίες του ναού, αλλά στην Αιγυπτιακή θρησκευτική ιδεολογία ήταν μακράν λιγότερο σημαντικοί του βασιλιά. Όπως δείχνει η διακόσμηση των ναών, όλες οι τελετές ήταν θεωρητικά βασιλικές πράξεις και οι ιερείς απλά έπαιρναν τη θέση του βασιλιά. Το ιερατείο συνεπώς υπόκειτο στην αρμοδιότητα του βασιλιά και εκείνος μπορούσε να διορίσει οποιονδήποτε επιθυμούσε σε ιερατικό αξίωμα. Ουσιαστικά στο Παλαιό και το Νέο Βασίλειο οι περισσότεροι ιερείς ήταν κυβερνητικοί αξιωματούχοι που εγκατέλειπαν τα κοσμικά τους καθήκοντα για μέρος του έτους ώστε να υπηρετούν τον ναό σε βάρδιες.[115] Όταν η ιεροσύνη έγινε πιο επαγγελματική ο βασιλιάς φαίνεται ότι χρησιμοποιούσε την εξουσία του επί των διορισμών κυρίως όσον αφορά τους υψηλόβαθμες θέσεις, συνήθως ως επιβράβευση σε έναν ευνοούμενο με τη μορφή μιας θέσης ή ως παρέμβαση για πολιτικούς λόγους στις υποθέσεις μιας σημαντικής συγκεκριμένης λατρείας. Οι ελάσσονες διορισμοί ανατίθενταν στον βεζίρη ή τους ίδιους τους ιερείς. Στην τελευταία περίπτωση, ο κάτοχος ενός αξιώματος ονόμαζε τον γιο του διάδοχο ή ο κλήρος του ναού συνερχόταν για να αποφασίσει ποιος θα έπρεπε να αναλάβει μια χηρεύουσα θέση.[116] Τα ιερατικά αξιώματα ήταν εξαιρετικά κερδοφόρα και κατέχονταν κατά κανόνα από τα πλουσιότερα και σημαντικότερα μέλη της Αιγυπτιακής κοινωνίας,[117] ωσότου οι Ρωμαϊκές οικονομικές μεταρρυθμίσεις μείωσαν τους πόρους των ναών.[118]

Οι απαιτήσεις για την ανάρρηση στην ιεροσύνη διέφεραν ανά τις εποχές και στις λατρείες διαφορετικών θεών. Παρότι τα ιερατικά αξιώματα περιελάμβαναν θεολογικές γνώσεις, λίγα είναι γνωστά σχετικά με τις γνώσεις ή την εκπαίδευση που απαιτείτο από τους αξιωματούχους. Οι ιερείς ήταν όμως υποχρεωμένοι να ακολουθούν αυστηρούς κανόνες τελετουργικής καθαρότητας στον ιερό χώρο. Ξύριζαν το κεφάλι και το σώμα τους, πλένονταν πολλάκις ημερησίως, και φορούσαν μόνο καθαρά λινά ρούχα. Δεν τους επιβαλλόταν η αγαμία, αλλά η σεξουαλική επαφή τους καθιστούσε ακάθαρτους μέχρις ότου υφίσταντο περαιτέρω εξαγνισμό. Οι λατρείες συγκεκριμένων θεών μπορούσαν να επιβάλουν επιπρόσθετους περιορισμούς αντλούμενους από τη μυθολογία του θεού, όπως κανόνες εναντίον της κατανάλωσης κρέατος ζώου που αναπαριστούσε τον θεό..[119] Η αποδοχή γυναικών στην ιερωσύνη ποίκιλε. Στο Παλαιό Βασίλειο πολλές γυναίκες ήταν ιερείς, αλλά η παρουσία τους στον κλήρο μειώθηκε δραστικά στο Μέσο Βασίλειο προτού αυξηθεί ξανά κατά την Τρίτη Ενδιάμεση Περίοδο. Ελάσσονες θέσεις, όπως αυτή του μουσικού στις τελετές, παρέμειναν ανοιχτές σε γυναίκες ακόμα και κατά τις πλέον περιοριστικές περιόδους, όπως και ο εξειδικευμένος ρόλος της επίτιμης συζύγου του θεού. Αυτός ο τελευταίος ρόλος ήταν μεγάλης επιρροής και η σημαντικότερη από αυτές τις συζύγους, η God's Wife of Amun, υποκαθιστούσε ακόμα και τον Αρχιερέα του Άμμωνα κατά την Ύστερη Περίοδο.[120]

Στην κεφαλή της ιεραρχίας του ναού ήταν ο αρχιερέας, ο οποίος επέβλεπε όλες τις θρησκευτικές και οικονομικές λειτουργίες και σε ευρύτερους κύκλους λατρείας ήταν σημαντική πολιτική μορφή. Κάτωθεν του μπορεί να βρίσκονταν μέχρι τρεις βαθμίδες υφιστάμενων ιερέων που μπορούσαν να τον υποκαταστήσουν σε τελετές.[121] Ενώ αυτές οι ανώτερες βαθμίδες ήταν συνεχούς παρουσίας από την περίοδο του Νέου Βασιλείου και ύστερα, οι κατώτερες βαθμίδες ιερωσύνης δούλευαν ακόμα σε βάρδιες κατά τη διάρκεια του χρόνου.[122] Ενώ πολλοί ιερείς έκαναν διάφορες χειρωνακτικές εργασίες, ο κλήρος περιελάμβανε επίσης αρκετούς ειδικούς σε τελετουργίες.[123] Κυρίαρχος ανάμεσα σε αυτούς τους ρόλους ήταν αυτός του λέκτορα ιερέα ο οποίος απήγγελε ύμνους και ξόρκια κατά τη διάρκεια των τελετών των ναών, και ο οποίος ενοικίαζε τις μαγικές του υπηρεσίες σε λαϊκούς.[124] Εκτός των ιερέων, ένας μεγάλος ναός θα απασχολούσε τραγουδιστές, μουσικούς και χορευτές για την πραγματοποίηση των τελετών, συν τους αγρότες, αρτοποιούς, τεχνίτες, οικοδόμους και διαχειριστές που προμήθευαν και χειρίζονταν τις πρακτικές τους ανάγκες.[125]

Θρησκευτικές δραστηριότητες Επεξεργασία

Καθημερινές τελετουργίες Επεξεργασία

Οι καθημερινές τελετουργίες στους περισσότερους ναούς αποτελούνταν από δύο ακολουθίες τελετών προσφοράς: μία για τον καθαρισμό και την ένδυση του θεού για τη συγκεκριμένη ημέρα και μία για να του προσφέρουν ένα γεύμα. Η ακριβής σειρά των γεγονότων σε αυτά τα τελετουργικά είναι αμφισβητήσιμη και ίσως διέφερε κάθε φορά που διεξάγονταν. Επιπλέον, οι δύο ακολουθίες πιθανώς επικάλυπταν η μία την άλλη.[126] Κατά την ανατολή του ηλίου το άτομο που ιερουργούσε εισερχόταν στο ιερό, μεταφέροντας ένα κερί για να φωτίζεται το δωμάτιο. Άνοιγε τις πόρτες του προσκυνήματος και διπλωνόταν στο πάτωμα ενώπιον της εικόνας του θεού, απαγγέλοντας ύμνους που τον επαινούσαν. Αφαιρούσε τον θεό από το προσκύνημα, τον έντυνε (αντικαθιστώντας τα ρούχα της προηγούμενης ημέρας), και τον άλειφε με λάδι και μπογιά.[127] Κάποια στιγμή ο ιερέας παρουσίαζε το γεύμα του θεού, που του αποτελούσαν ποικιλίες φρούτων, κρεάτων, λαχανικών και άρτου.[128] Ο θεός θεωρείτο ότι κατανάλωνε μόνο την πνευματική ουσία του γεύματος. Αυτή η πεποίθηση επέτρεπε τη διανομή του φαγητού σε άλλους,πράξη που οι Αιγύπτιοι ονόμαζαν "αντιστροφή των προσφορών". Η τροφή διοχετευόταν πρώτα στα άλλα αγάλματα του ναού, κατόπιν στα τοπικά ταφικά παρεκκλήσια για των συντήρηση των νεκρών και τελικά στους ιερείς που τελικά το έτρωγαν.[129][Note 2] Καλλιτεχνήματα των ναών συχνά δείχνουν τον βασιλιά να παρουσιάζει μια εικόνα της θεάς Μάατ στη θεότητα του ναού, κάτι που αντιπροσώπευε τον σκοπό όλων των άλλων προσφορών.[127][Note 3]

Άλλα τελετουργικά προσφορών λάμβαναν χώρα το μεσημέρι και κατά τη δύση του ήλιου, αν και το ιερό δεν ανοιγόταν κατά τη διάρκεια τους.[127] Μερικές τελετές πέραν των προσφορών επίσης γίνονταν καθημερινά, όπως τα τελετουργικά που αφορούσαν έναν συγκεκριμένο θεό. Στη λατρεία του θεού του ήλιου Ρα, για παράδειγμα, ψέλλονταν ύμνοι ολημερίς και ολονυχτίς για κάθε ώρα του ταξιδιού του θεού στον ουρανό.[132] Πολλές από τις τελετές αναπαριστούσαν σε τελετουργικά τη μάχη ενάντια στις δυνάμεις του χάους. Μπορεί, για παράδειγμα, να περιελάμβαναν την καταστροφή μοντέλων απεχθών θεών όπως ο Απέπ και ο Σηθ, πράξεις που θεωρούντο ότι είχαν πραγματική επίδραση μέσω της αρχής της χέκα.[128]

Ουσιαστικά οι Αιγύπτιοι πίστευαν ότι όλες οι συμβολικές πράξεις επετύγχαναν το αποτέλεσμά του μέσω της heka.[133] Η heka, συνήθως μεταφραζόμενη ως "magic" ήταν μια θεμελιώδης δύναμη που τα τελετουργικά στόχευαν να χειραγωγήσουν. ΜΕ τη χρήση μαγείας οι άνθρωποι, τα αντικείμενα και οι πράξεις εξισώνονταν με τα αντίστοιχά τους στο θείο βασίλειο και ούτως θεωρούντο ότι επηρέαζαν τα γεγονότα μέσω των θεών.[134] Στην καθημερινές προσφορές για παράδειγμα, το λατρευτικό άγαλμα, άσχετα του ποια θεότητα αντιπροσώπευε, συνδεόταν με τον Όσιρι, θεό των νεκρών. Ο ιερέας που πραγματοποιούσε το τελετουργικό ταυτιζόταν με τον Ώρο, ζωντανό γιο του Όσιρι, ο οποίος στη μυθολογία διατήρησε τον πατέρα του μετά θάνατον μέσω προσφορών.[135] Εξισώνοντας μαγικά τον εαυτό του με ένα θεό σε ένα μύθο ο ιερέας μπορούσε να αλληλεπιδράσει με τη θεότητα του ναού.[134]

Ιερά ζώα Επεξεργασία

 
Ο ταύρος του Άπιδος

Μερικοί ναοί διατηρούσαν ιερά ζώα, τα οποία θεωρούνταν εκφάνσεις του ba της θεότητας του ναού ομοιοτρόπως όπως οι λατρευτικές εικόνες. Καθένα από τα ιερά αυτά ζώα παρέμενε στον ναό και λατρευόταν για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, που κυμαινόταν από ένα έτος μέχρι τη διάρκεια ζωής του ζώου. Στο τέλος εκείνης της περιόδου αντικαθίσταντο με ένα νέο ζώο του ίδιου είδους, το οποίο επιλεγόταν από ένα θεϊκό μαντείο ή βάσει συγκεκριμένων σημαδιών που υποθετικά επεδείκνυαν τη θεϊκή του φύση. Τα πιο επιφανή ζώα τέτοιου είδους ήταν ο ταύρος Άπις, με λατρευτικό κέντρο τη Μέμφιδα ως προσωποποίηση του θεού Πτα, και το γεράκι στο Εντφού που αντιπροσώπευε τον θεό Ώρο.[136]

Κατά την Ύστερη Περίοδο, αναπτύχθηκε μια διαφορετική μορφή λατρείας. Σε αυτή την περίπτωση, οι λαϊκοί, οι πιστοί δηλαδή, πλήρωναν τους ιερείς για να σκοτώσουν, να μουμιοποιήσουν και να θάψουν ένα συγκεκριμένο είδος σαν προσφορά σε μια θεότητα. Αυτά τα ζώα δεν θεωρούνταν ιδιαίτερα ιερά, αλλά ως είδη ήταν συνδεδεμένα με τη θεότητα επειδή απεικονιζόταν με τη μορφή αυτού του ζώου. Ο θεός Θωθ, για παράδειγμα, μπορούσε να απεικονιστεί σαν ίβις ή μπαμπουίνος, και του προφέρονταν και τα δύο είδη.[137] Παρότι αυτή η πρακτική διέφερε από τη λατρεία ενός συγκεκριμένου θεϊκού αντιπροσώπου, μερικοί ναοί διατηρούσαν αποθέματα ζώων που μπορούσαν να επιλεχθούν και για τους δύο σκοπούς.[138] Αυτές οι πρακτικές δημιούργησαν μεγάλα κοιμητήρια γύρω πέριξ του Σεραπείου της Σακκάρα όπου οι ταύροι του Άπιδος θάβονταν μαζί με εκατομμύρια προσφορών υπό μορφή ζώων.[139]

Γιορτές Επεξεργασία

Σε ημέρες ιδιαίτερης θρησκευτικής σημασίας, οι καθημερινές τελετουργίες αντικαθίσταντο με εορταστικές τελετές. Διαφορετικές εορτές λάμβαναν χώρα σε διαφορετικά διαστήματα, παρότι οι περισσότερες ήταν ετήσιες.[140] Η χρονική τους στιγμή βασιζόταν στο Αιγυπτιακό ημερολόγιο, το οποίο τον περισσότερο καιρό ήταν ασυγχρόνιστο με το πραγματικό έτος. Ούτως, αν και πολλές εορτές είχαν εποχιακή προέλευση, η διεξαγωγή τους έπαψε να συσχετίζεται με τις πραγματικές εποχές.[141] Οι περισσότεροι εορτασμοί λάμβαναν χώρα σε έναν μοναδικό ναό, αλλά άλλοι περιελάμβαναν δύο ή περισσότερους ναούς ή μια ολόκληρη περιοχή της Αιγύπτου· μερικές γιορτές γίνονταν σε όλη τη χώρα. Από το Νέο Βασίλειο και εντεύθεν, το εορταστικό ημερολόγιο σε έναν μόνο ναό μπορούσε να περιλαμβάνει δεκάδες εκδηλώσεων, οπότε είναι πιθανό ότι στις περισσότερες από αυτές τις εκδηλώσεις συμμετείχαν μόνο οι ιερείς.[142] Σε αυτές τις γιορτές που περιελάμβαναν μια λιτανεία εκτός του ναού, ο τοπικός πληθυσμός συγκεντρωνόταν επίσης για να παρακολουθήσει και γιορτάσει. Αυτές ήταν οι πιο μεγαλοπρεπείς ναϊκές τελετές, συνοδεία απαγγελίας ύμνων και μουσικής.[143]

 
Ιερείς μεταφέρουν εορταστική barque σε ανάγλυφο από το Ραμσείο

Οι εορταστικές τελετές περιελάμβαναν αναπαράσταση μυθολογικών γεγονότων ή την παράσταση άλλων συμβολικών πράξεων, όπως η κοπή μιας δέσμης σίτου κατά τη διάρκεια των εορτασμών του θεού Μιν που συνδέονταν με τη συγκομιδή.[144] Πολλές από αυτές τις τελετές ελάμβαναν χώρα μόνο μέσα στο κτίριο του ναού, όπως η εορτή της "ένωσης με τον ηλιακό δίσκο" που διεξαγόταν στην Ύστερη Περίοδο και αργότερα, όταν λατρευτικά αγάλματα μεταφέρονταν στην οροφή του ναού στην αρχή του Νέου Έτους για να αναζωογονηθούν από τις ακτίνες του ήλιου. Σε εορτές που περιελάμβαναν πομπή, οι ιερείς μετέφεραν το θείο εικόνισμα έξω από το ιερό, συνήθως στο ειδικό του φορείο, για την επίσκεψη σε κάποια άλλη τοποθεσία. Το φορείο είτε ταξίδευε στην ξηρά είτε φορτωνόταν σε αληθινό πλοίο για να κινηθεί στον ποταμό.[145]

Ο σκοπός της επίσκεψης του θεού ποίκιλε. Ενίοτε συνδεόταν με την ιδεολογία της βασιλείας. Στο Opet Festival, μια εξαιρετικά σημαντική τελετή του Νέου Βασιλείου, η εικόνα του Άμμωνα από το Καρνάκ επισκεπτόταν τη μορφή του Άμμωνα που λατρευόταν στον Ναό του Λούξορ, και αμφότεροι δρούσαν για την επιβεβαίωση της θεϊκής εξουσίας του βασιλιά.[146] Still other celebrations had a funerary character, as in the Beautiful Festival of the Valley, when Amun of Karnak visited the mortuary temples of the Theban Necropolis to visit the kings commemorated there, while ordinary people visited the funerary chapels of their own deceased relatives.[147] Some may have centered on ritual marriages between deities, or between deities and their human consorts, although the evidence that ritual marriage was their purpose is ambiguous. A prominent example is a festival in which an image of Hathor from the Dendera Temple complex was brought annually to visit the Temple of Edfu, the temple of her mythological consort Horus.[148] These varied ceremonies were united by the broad purpose of renewing life among the gods and in the cosmos.[149]

Οι θεότητες που περιέχονταν σε μια γιορτή λάμβαναν επίσης προσφορές σε πολύ μεγαλύτερες ποσότητες από ότι στις καθημερινές τελετές. Οι τεράστιες amounts of food listed in festival texts are unlikely to have been divided among the priests alone, so it is likely that the celebrating commoners also participated in the reversion of these offerings.[150]

Λαϊκή λατρεία Επεξεργασία

Παρότι ήταν αποκλεισμένοι από τις επίσημες τελετουργίες ενός ναού, οι λαϊκοί προσπαθούσαν να αλληλεπιδρούν με τους θεούς. Υπάρχει περιορισμένη ποσότητα στοιχείων για τις θρησκευτικές πρακτικές ατόμων από την πρώιμη Αιγυπτιακή ιστορία, οπότε τα συμπεράσματα των αιγυπτιολόγων επί του θέματος προέρχονται κυρίως από το Νέο Βασίλειο ή νεότερες εποχές.[151] Τα στοιχεία από εκείνες τις περιόδους οι κοινοί Αιγύπτιοι χρησιμοποιούσαν πολλές τοποθεσίες για αλληλεπίδραση με τα θεία, όπως οικιακά προσκυνήματα ή κοινοτικούς ναΐσκους. Οι επίσημοι ναοί όμως παρέμεναν αντικείμενο λατρείας των λαϊκών.[152]

 
Votive statue of a man donating a shrine containing a figure of Osiris

Αφού δεν μπορούσαν να απευθυνθούν στο λατρευτικό είδωλο απευθείας, οι πιστοί προσπαθούσαν παρ'όλα αυτά να μεταφέρουν τις προσευχές τους σε αυτό. Περιστασιακά έδιναν μηνύματα στους ιερείς για να τα παραδώσουν στη θεότητα του ναού; άλλοτε εξέφραζαν την ευσέβειά τους στα μέρη του ναού που είχαν πρόσβαση. Οι αυλές, οι θύρες και ο υποστυλωμένες αίθουσες πιθανόν είχαν χώρους καθορισμένους για δημόσια προσευχή. Ενίοτε άτομα απεύθυναν τις παρακλήσεις τους στους βασιλικούς κολοσσούς, που θεωρούντο θεϊκοί διαμεσολαβητές.[153]

Οι Αιγύπτιοι επίσης αλληλεπιδρούσαν με θεότητες μέσω δωρεών και προσφορών, που κυμαίνονταν από απλά κομμάτια κοσμημάτων μέχρι λεπτομερώς σκαλισμένα αγάλματα και στήλες.[152] Ανάμεσα στις συνεισφορές τους περιλαμβάνονταν αγάλματα που εδράζονταν σε αυλές ναών, χρησιμεύοντας ως ενθυμήματα των δωρητών μετά τον θάνατό τους και λάμβαναν μερίδια των προσφορών που γίνονταν προς τον ναό για τη διατήρηση των πνευμάτων των δωρητών. Άλλα αγάλματα ήταν δώρα στον θεό του ναού και εγχάρακτες στήλες μετέφεραν προς την κατοικούσα θεότητα τις προσευχές και τις ευχαριστίες των δωρητών. Στη διάρκεια των αιώνων, πολλά από αυτά τα αγάλματα συσσωρεύονταν μέσα στο κτίριο του ναού σε τέτοιο βαθμό που οι ιερείς μερικές φορές τα απομάκρυναν και τα έθαβαν σε κρύπτες κάτω από το πάτωμα.[154] Οι κοινοί άνθρωποι προσέφεραν απλά ξύλινα ή πήλινα μοντέλα ως αναθήματα. Η μορφή αυτών των μοντέλων κατεδείκνυε ενίοτε και τον λόγο της δωρεάς. Εδώλια γυναικών αποτελούν μια κοινότατη μορφή αναθηματικών μορφών, μερικά από τα οποία φέρουν εγχάρακτη προσοχή για να αποκτήσει η γυναίκα παιδί.[155]

Μετά την εγκατάλειψη Επεξεργασία

Αφότου έπαυσαν οι προορισμένες για αυτούς θρησκευτικές δραστηριότητες, οι Αιγυπτιακοί ναοί υπέφεραν από αργή φθορά. Πολλοί δέχτηκαν επίθεση από Χριστιανούς που προσπαθούσαν να σβήσουν τα κατάλοιπα της αρχαίας Αιγυπτιακής θρησκείας.[156] Μερικά κτίρια ναών, όπως τα mammisi στην Ντέντερα ή η αίθουσα με τα υποστύλια στη νήσο Φίλαι, μετατράπηκαν σε εκκλησίες ή άλλα είδη κτιρίων.[157] Συχνότερα οι τοποθεσίες αφέθηκαν σε αχρηστεία, όπως ο Ναός του Κνουμ στην Ελεφαντίνη, όπου οι ντόπιοι χρησιμοποίησαν την πέτρα για νέες κατασκευές.[158] Η διάλυση των ναών για την εξαγωγή πέτρας συνεχίστηκε μέχρι τη νεότερη εποχή.[159] Ο ασβεστόλιθος ήταν ιδιαίτερα χρήσιμος ως πηγή ασβέστη, οπότε οι ναοί από ασβεστόλιθο καταστράφηκαν σχεδόν ολοκληρωτικά.

Πηγές Επεξεργασία

Σημειώσεις και παραπομπές Επεξεργασία

Σημειώσεις
  1. Πολλοί Αιγυπτιολόγοι, όπως ο Βόλφγκανγκ Χελκ και ο Ντίτριχ Βίλντουνγκ, έχουν ισχυριστεί ότι οι Αιγύπτιοι δεν πίστευαν πραγματικά ότι οι βασιλείς τους ήταν θεϊκής φύσης. Ανεξαρτήτως αυτού, η θεϊκότητα του βασιλιά αποκτά ιδιαίτερη έμφαση σε επίσημα γραπτά: τα προϊόντα της βασιλικής αυλής και του θρησκευτικού κατεστημένου. Ούτως, ανεξαρτήτως του αν οι κοινοί Αιγύπτιοι πίστευαν σε αυτήν, η θεία φύση του βασιλιά είναι καίρια για την ιδεολογία του Αιγυπτιακού ναού.[6]
  2. Οι ποσότητες ακόμα και του καθημερινού γεύματος ήταν τόσο μεγάλες ώστε μόλις ένα μικρό μέρος τους ήταν δυνατό να τοποθετηθεί στην τράπεζα προσφοράς. Το μεγαλύτερο μέρος των προσφορών μάλλον διοχετευόταν απευθείας σε αυτές τις δευτερεύουσες χρήσεις.[130]
  3. The king may have presented a real figurine of Maat to the deity, or the temple reliefs depicting the act may have been purely symbolic.[131]
Παραπομπές
  1. Spencer 1984, σελίδες 22, 43
  2. [[#CITEREF|]]
  3. Dunand & Zivie-Coche 2004, σελίδες 89–91
  4. Assmann 2001, σελ. 4
  5. Shafer, Byron E., "Temples, Priests, and Rituals: An Overview", in Shafer 1997, σελίδες 1–2
  6. Haeny, Gerhard, "New Kingdom 'Mortuary Temples' and 'Mansions of Millions of Years', in Shafer 1997, σελίδες 126, 281
  7. Shafer, Byron E., "Temples, Priests, and Rituals: An Overview", in Shafer 1997, σελ. 3
  8. Wilkinson 2000, σελίδες 8, 86
  9. Dunand & Zivie-Coche 2004, σελίδες 103, 111–112
  10. Meeks & Favard-Meeks 1996, σελίδες 126–128
  11. Wilkinson 2000
  12. Teeter, Emily, "Cults: Divine Cults", in Redford 2001, vol. I, σελ. 340
  13. Reymond 1969, σελίδες 323–327
  14. Assmann 2001, σελίδες 19–25
  15. Haeny, Gerhard, "New Kingdom 'Mortuary Temples' and 'Mansions of Millions of Years'", in Shafer 1997, σελίδες 89–102
  16. Shafer, Byron E., "Temples, Priests, and Rituals: An Overview", in Shafer 1997, σελίδες 3–4
  17. Quirke, Stephen, "Gods in the temple of the King: Anubis at Lahun", in Quirke 1997, σελ. 46
  18. Haeny, Gerhard, "New Kingdom 'Mortuary Temples' and 'Mansions of Millions of Years'", in Shafer 1997, σελίδες 123–126
  19. Shafer, Byron E., "Temples, Priests, anκd Rituals: An Overview", in Shafer 1997, σελίδες 2–3
  20. Wilkinson 2000, σελίδες 90–93
  21. Spencer 1984, σελ. 17
  22. Sauneron 2000, σελίδες 52–53
  23. Katary, Sally, "Taxation (until the End of the Third Intermediate Period)", 2011, in Wendrich, σελίδες 7–8
  24. Haring 1997, σελίδες 142–143
  25. Wilkinson 2000, σελ. 88
  26. Haring 1997, σελίδες 372–379
  27. Wilkinson 2000, σελίδες 50, 75
  28. 28,0 28,1 Kemp, Barry, "Temple and town in ancient Egypt", in Ucko, Tringham & Dimbleby 1973, σελίδες 661, 666–667
  29. 29,0 29,1 29,2 Katary, Sally, "Taxation (until the End of the Third Intermediate Period)", 2011, in Wendrich, σελίδες 4–7
  30. Haring 1997, σελ. 395
  31. Haring 1997, σελίδες 392–395
  32. Quirke 2001, σελ. 168
  33. Haring 1997, σελίδες 389, 394–396
  34. Sauneron 2000, σελίδες 169–170, 182
  35. Kemp 2006, σελίδες 297–299
  36. Monson 2012, σελίδες 136–141
  37. Frankfurter 1998, σελίδες 27, 143
  38. Bagnall 1993, σελίδες 266–267
  39. Verner 2013, σελίδες 511–515
  40. Snape 1996, σελίδες 15–17
  41. Arnold, Dieter, "Royal Cult Complexes of the Old and Middle Kingdoms", in Shafer 1997, σελίδες 32, 258
  42. Dunand & Zivie-Coche 2004, σελ. 78
  43. Goedicke, Hans, "Cult-Temple and 'State' During the Old Kingdom in Egypt", in Lipiński 1978, vol. I, σελίδες 121–124
  44. Quirke 2001, σελίδες 84–90
  45. Kemp 2006, σελίδες 113–114, 134–135
  46. Quirke 2001, σελίδες 118–119
  47. Lehner 1997, σελίδες 18–19, 230–231
  48. Lehner 1997, σελίδες 228–229
  49. Lehner 1997, σελ. 15
  50. Wilkinson 2000, σελίδες 22–23
  51. Bell, Lanny, "The New Kingdom 'Divine' Temple: The Example of Luxor", in Shafer 1997, σελ. 144
  52. 52,0 52,1 Wilkinson 2000, σελίδες 24–25
  53. Spalinger 1998, σελίδες 245, 247–249
  54. Sauneron 2000, σελίδες 52, 174–176
  55. Snape 1996, σελίδες 29–33, 41
  56. Sauneron 2000, σελίδες 182–183
  57. Kemp 2006, σελίδες 299–300
  58. Arnold 1999, σελ. 28
  59. Verner 2013, σελίδες 334–341
  60. Gundlach, Rolf, "Temples", in Redford 2001, vol. III, σελ. 379
  61. 61,0 61,1 Sauneron 2000, σελίδες 183–184
  62. Arnold 1999, pp. 46, 308
  63. Finnestad 1997, σελίδες 188–189.
  64. Arnold 1999, σελίδες 65, 308.
  65. Arnold 1999, σελίδες 282–286, 298.
  66. Arnold 1999, σελίδες 143–144.
  67. Wilkinson 2000, σελ. 27.
  68. Arnold 1999, σελ. 226.
  69. Naerebout 2007, σελίδες 524–529, 545–547.
  70. Monson 2012, σελ. 227.
  71. Bagnall 1993, σελίδες 261, 267–268.
  72. Frankfurter 1998, σελίδες 72–76.
  73. Lavan 2011, σελίδες xxii–xxiv.
  74. Wilkinson 2000, σελίδες 100, 233, 234
  75. Wilkinson 2000, σελ. 16
  76. Wilkinson 2000, σελίδες 36–37, 226
  77. Wilkinson 2000, σελ. 38
  78. Arnold 1991, σελ. 4
  79. 79,0 79,1 Wilkinson 2000, σελίδες 43–44
  80. Assmann 2001, σελ. 30
  81. Wilkinson 2000, σελίδες 19, 42
  82. Arnold 1991, σελίδες 27, 36
  83. Wilkinson 2000, σελ. 40
  84. Arnold 1991, σελίδες 109–113
  85. Arnold 1991, σελίδες 120–122
  86. Arnold 2003, σελίδες 113, 180
  87. Assmann 2001, σελ. 43
  88. Gundlach, Rolf, "Temples", in Redford 2001, vol. III, σελίδες 369, 371–372
  89. Eaton 2013, σελίδες 28, 121
  90. 90,0 90,1 Gundlach, Rolf, "Temples", in Redford 2001, σελ. 371
  91. Finnestad, Ragnhild Bjerre, "Temples of the Ptolemaic and Roman Periods: Ancient Traditions in New Contexts", in Shafer 1997, σελ. 191
  92. Hölzl, Regina, "Stelae", in Redford 2001, vol. III, σελίδες 320–322
  93. Robins 1986, σελίδες 20-25
  94. Σφάλμα αναφοράς: Σφάλμα παραπομπής: Λανθασμένο <ref>. Δεν υπάρχει κείμενο για τις παραπομπές με όνομα Robins 20.
  95. Σφάλμα αναφοράς: Σφάλμα παραπομπής: Λανθασμένο <ref>. Δεν υπάρχει κείμενο για τις παραπομπές με όνομα Uphill.
  96. Finnestad 1997, σελ. 194.
  97. Arnold 2003, σελ. 205.
  98. Wilkinson 2000, σελίδες 76–79.
  99. Eaton 2013, σελίδες 16–17.
  100. Wilkinson 2000, σελίδες 44–46.
  101. Wilkinson 2000, σελίδες 46–47.
  102. Dijkstra 2011, σελ. 423.
  103. Quirke 2001, σελίδες 62, 134–135.
  104. Wilkinson 2000, σελίδες 57–60.
  105. Kozloff, Arielle P., "Sculpture: Divine Sculpture" in Redford 2001, vol. III, σελίδες 242–245
  106. Arnold 1999, σελ. 256–257.
  107. Shafer 1997, σελ. 5
  108. Arnold 1999, σελ. 93.
  109. Arnold 2003, σελ. 256.
  110. Σφάλμα αναφοράς: Σφάλμα παραπομπής: Λανθασμένο <ref>. Δεν υπάρχει κείμενο για τις παραπομπές με όνομα Dunand 79.
  111. Arnold 2003, σελ. 169
  112. Snape 1996, σελ. 47
  113. Wilkinson 2000, σελίδες 74–75
  114. Sauneron 2000, σελίδες 132–142
  115. Sauneron 2000, σελίδες 32–35
  116. Sauneron 2000, σελίδες 43–47
  117. Johnson 1986, σελίδες 81–82
  118. Monson 2012, σελίδες 218–227
  119. Sauneron 2000, σελίδες 35–43
  120. Doxey, Denise, "Priesthood", in Redford 2001, vol. III, σελίδες 69–70
  121. Teeter 2011, σελίδες 25–26
  122. Doxey, Denise, "Priesthood", in Redford 2001, σελίδες 71–72
  123. Sauneron 2000, σελίδες 60, 70–71.
  124. Ritner 1993, σελίδες 220, 232.
  125. Wilkinson 2000, σελ. 92.
  126. Eaton 2013, σελίδες 41–49
  127. 127,0 127,1 127,2 Dunand & Zivie-Coche 2004, σελίδες 90–91
  128. 128,0 128,1 Thompson, Stephen E., "Cults: An Overview", in Redford 2001, vol. I, σελ. 328
  129. Englund, Gertie, "Offerings: An Overview", in Redford 2001, vol. II, σελ. 566
  130. Janssen, Jac J., "The Role of the Temple in the Egyptian Economy During the New Kingdom", in Lipiński 1978, vol. II, σελ. 512
  131. Eaton 2013, σελίδες 24–25
  132. Quirke 2001, σελ. 54
  133. Bleeker 1967, σελ. 44
  134. 134,0 134,1 Ritner 1993, σελίδες 247–249
  135. Assmann 2001, σελίδες 49–51
  136. Meeks & Favard-Meeks 1996, σελίδες 129–130
  137. Ray, John D., "Cults: Animal cults", in Redford 2001, vol. I, σελ. 346
  138. Dunand and Zivie-Coche, p. 21
  139. Davies, Sue, and H. S. Smith, "Sacred Animal Temples at Saqqara", in Quirke 1997, σελίδες 116–120, 123
  140. Spalinger, Anthony, "Festivals", in Redford 2001, vol. I, σελ. 521
  141. Spalinger 1998, σελίδες 257–258
  142. Wilkinson 2000, σελίδες 95–96
  143. Sauneron 2000, σελίδες 92–94, 96
  144. Bleeker 1967, σελίδες 25, 40
  145. Verner 2013, σελίδες 17–18.
  146. Bell 1997, σελίδες 158, 174–176.
  147. Teeter 2011, σελίδες 66–73.
  148. Stadler 2008, σελίδες 4–6.
  149. Bleeker 1967, σελ. 22.
  150. Janssen 1978, σελίδες 513–514.
  151. Dunand & Zivie-Coche 2004, σελίδες 107, 110
  152. 152,0 152,1 Lesko, Barbara S., "Cults: Private Cults", in Redford 2001, vol. I, σελίδες 337–338
  153. Dunand & Zivie-Coche 2004, σελίδες 112–113
  154. Wilkinson 2000, σελίδες 62–64, 99
  155. Teeter 2011, σελίδες 87–90
  156. Baines, John, "Temples as symbols, guarantors, and participants in Egyptian civilization", in Quirke 1997, σελ. 234
  157. Dijkstra, Jitse, "The Fate of the Temples in Late Antique Egypt", in Lavan & Mulryan 2011, σελίδες 405–406, 427
  158. Dijkstra, Jitse, "The Fate of the Temples in Late Antique Egypt", in Lavan & Mulryan 2011, σελίδες 420–421

Σφάλμα αναφοράς: Η ετικέτα <ref> με όνομα «FOOTNOTEFagan200427–29, 179» που ορίζεται μέσα στο <references> δεν χρησιμοποιείται σε προηγούμενο κείμενο.

Works cited Επεξεργασία

Περαιτέρω ανάγνωση Επεξεργασία

Εξωτερικοί σύνδεσμοι Επεξεργασία