Η αλκαλιμετρία αποτελεί είδος ογκομετρικής ανάλυσης κατά την οποία προσδιορίζεται η περιεκτικότητα ενός διαλύματος που περιέχει οξύ, π.χ. υδροχλωρικό οξύ (HCl), οξικό οξύ (CH3COOH), κ.ά., βάση ή άλας του οποίο το κατιόν δρα ως οξύ π.χ. χλωριούχο αμμώνιο (NH4Cl), με τη χρήση πρότυπου διαλύματος βάσης π.χ. υδροξείδιο του νατρίου συγκεκριμένης και με ακρίβεια μετρημένης συγκέντρωσης π.χ. 0,1 Μ ή 0,01 Μ ή 1 Μ κ.ά..
Το διάλυμα του οξέος βρίσκεται σε κωνική φιάλη και αναδεύεται συνεχώς, π,χ. με μαγνητικό αναδευτήρα. Το πρότυπο διάλυμα βάσης βρίσκεται σε προχοΐδα.
Το «τελικό σημείο» της ογκομέτρησης, στο οποίο έχουν αντιδράσει πλήρως μεταξύ τους το οξύ και η βάση, προσδιορίζεται με τη χρήση κατάλληλης χρωστικής ουσίας που ονομάζεται «δείκτης» (π.χ. φαινολοφθαλεΐνη, ηλιανθίνη κ.ά.). Όταν ένα διάλυμα αντιδρά αλκαλικά η φαινολοφθαλεΐνη χρωματίζεται κόκκινη, όταν αντιδρά όξινα αυτή παραμένει άχρωμη. Έτσι παραθέτοντας στο αλκαλικό διάλυμα ολίγον κατ΄ ολίγον οξύ φθάνουμε στο σημείο ο δείκτης να αποχρωματίζεται.

Διάταξη αλκαλιμετρίας

Αντίθετα γίνεται η μέτρηση των οξέων με διάλυμα γνωστής περιεκτικότητας καυστικού αλκαλίου, μέχρι της εμφάνισης κόκκινης χρώσης του δείκτη. Αυτή η μέθοδος λέγεται οξυμετρία.

Ως αναλυτικοί δείκτες χρησιμοποιούνται κυρίως διάφορες χρωστικές, όπως το βάμμα ηλιοτροπίου, η φαινολοφθαλεΐνη, η ηλιανθίνη, κ.λπ..