Το ανάκτορο Όντενσε, δανικά: Odense Palace στην πόλη Όντενσε στο νησί Φούνεν της Δανίας έχει τις ρίζες του σε ένα μοναστήρι του 15ου αι., το οποίο πέρασε στο Στέμμα μετά τη Μεταρρύθμιση και έκτοτε έχει λειτουργήσει ως διοικητικό κτίριο: με τη σειρά του ως γηροκομείο κατοικία, ως κατοικία τού διοικητή, κατοικία κυβερνήτη και δημοτικό κυβερνητικό κτίριο. Το λευκό μπαρόκ κτίριο με 13 εσοχές σχεδιάστηκε από τον Γ. Κ. Κρήγκερ και ολοκληρώθηκε το 1723.[1]

Το ανάκτορο Όντενσε.

Το μοναστήρι Επεξεργασία

Οι Ιππότες του Αγίου Ιωάννη αναφέρονται για πρώτη φορά στο Όντενσε το 1280. Φαίνεται να έχουν ένα μοναστήρι γύρω στο 1400. κατά τη διάρκεια του επόμενου αιώνα έγινε το δεύτερο μεγαλύτερο και σημαντικότερο σπίτι τους στη Δανία, μετά το μητρικό σπίτι στο Άντφορσκοφ. Η νότια πτέρυγα και το παλαιότερο τμήμα της ανατολικής πτέρυγας χρονολογούνται στο πρώτο μισό του 15ου αι. υπάρχουν εντοιχισμένα παράθυρα και τόξα.[2] Η εκκλησία του μοναστηριού, του Αγίου Ιωάννη, έχει πολλές ταφόπλακες και οικόσημα από οικογένειες με επιρροή της περιόδου. στην εκκλησία σύχναζαν οι ευγενείς, και πολλοί ηλικιωμένοι αριστοκράτες πέρασαν τα τελευταία τους χρόνια στο μοναστήρι.[3] Στο προαύλιο της εκκλησίας υπάρχουν ερείπια τού ξενώνα, που ήταν ένα από τα σημαντικότερα ιδρύματα κοινωνικής υπηρεσίας στο μεσαιωνικό Όντενσε.

Το ανάκτορο Επεξεργασία

 
Η παλαιότερη απεικόνιση του παλατιού Όντενσε, από τον χάρτη του Μπράουνιους του 1593. Οι πύργοι περιέχουν τις σκάλες.

Το 1536, μετά τη Μεταρρύθμιση, το μοναστήρι έγινε ιδιοκτησία του βασιλιά και έλαβε το όνομα Όντενσεγκαρντ. Η ιδιοκτησία του μοναστηριού συγχωνεύτηκε με αυτή του κάστρου Ναίσμυχοφεντ, με την ονομασία κυριότητα Όντενσεγκαρντ. Ο πρώτος κάτοχος της περιουσίας ήταν ο Κλάους Ντάα. Στους υπόλοιπους μοναχούς επετράπη να μείνουν, αλλά έπρεπε να μοιραστούν τις εγκαταστάσεις μαζί του. Οι κύριοι ζούσαν σε δικά τους ακίνητα το καλοκαίρι και περνούσαν το χειμώνα στο Όντενσγκαρντ. Στη δεκαετία του 1570, ο Φρειδερίκος Β΄ ανοικοδόμησε το μοναστήρι για να στεγάσει καλύτερα τη βασιλική οικογένεια, όταν έμειναν εκεί.[4] Αυτή η ανοικοδόμηση ολοκληρώθηκε το 1575, με τα βασιλικά υπνοδωμάτια και τους χώρους υποδοχής να βρίσκονται στη δυτική πτέρυγα, την αρχιερατική κατοικία στην ανατολική πτέρυγα και την κουζίνα στη νότια.[5] Ένας επιπλέον όροφος προστέθηκε σε όλες τις πτέρυγες, φέρνοντάς τες στο σημερινό τους ύψος.[6] Το κτίριο παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητο μέχρι το 1720.

Κατά τη διάρκεια των Δανο-Σουηδικών πολέμων στα μέσα του 17ου αι., το Όντενσε καταλήφθηκε από τους Σουηδούς, μερικά από τα στρατεύματα των οποίων είχαν καταγραφεί στο παλάτι. Τα έπιπλα καταστράφηκαν όλα, χρησιμοποιήθηκαν για φωτιά στα τζάκια και το κτίριο ήταν άδειο, όταν οι Σουηδοί αποχώρησαν.[7]

Με την εισαγωγή της απόλυτης μοναρχίας το 1660, η Δανία αντικατέστησε τη φεουδαρχία με τη διακυβέρνηση με διοικητή (amt), και το παλάτι έγινε η κατοικία του διαχειριστή του Φούνεν.

Όταν έφτασε ο βασιλιάς με τους συνοδούς και την Αυλή του (πάνω από 100 άτομα), ο διαχειριστής (amt) ήταν υπεύθυνος για τη φιλοξενία τους. Ο Φρειδερίκος Δ΄ έκανε πολλές περιοδείες στο βασίλειό του και ήταν δυσαρεστημένος με το Όντενσεγκαρντ. Έτσι ανέθεσε στον Γιόχαν-Κορνέλιους Κρήγκερ να ξανακτίσει το παλάτι. Μεταξύ 1721 και 1723,[8] ανεγέρθηκε ένα εντελώς νέο κεντρικό κτίριο στη βόρεια πλευρά, που περιείχε μία μεγάλη αίθουσα, που χρησιμοποιήθηκε για συμπόσιο, η αίθουσα των ρόδων (rosensal), καθώς και νέους ιδιωτικούς θαλάμους για τον βασιλιά και τη βασίλισσα και πολλά δωμάτια. Ο βασιλιάς ήταν ευχαριστημένος, ειδικά με τους νέους κήπους, και το επισκέφτηκε πολλές φορές. Στις 12 Οκτωβρίου 1730 απεβίωσε εκεί.[9] Μετά το τέλος του, οι βασιλείς έμειναν στο παλάτι μόνο εν παρόδω, αλλά το μεγάλο συγκρότημα χρησιμοποιήθηκε επίσης από ξένους ηγεμόνες στο δρόμο τους προς και από την Κοπεγχάγη.

Κατά τη διάρκεια των Ναπολεόντειων Πολέμων, το ανάκτορο χρησιμοποιήθηκε ως κέντρο διοίκησης από μία διαδοχή στρατηγών, συμπεριλαμβανομένου του Γάλλου Στρατάρχη Ζαν-Μπατίστ Μπερναντότ, ο οποίος αργότερα έγινε βασιλιάς Κάρολος ΙΔ΄ Ιωάννης της Σουηδίας.

Κατοικία του Κυβερνήτη Επεξεργασία

Αφού η Δανία έχασε τη Νορβηγία το 1814, ο διάδοχος του θρόνου, αργότερα Χριστιανός (Η΄), ο οποίος θα εκλεγεί βασιλιάς εκεί, διορίστηκε κυβερνήτης του Φούνεν και της Λάνγκελαντ. Η σύζυγός του, Καρολίνα-Αμαλία, ήταν πολύ δημοφιλής στο Όντενσε, όπου συμμετείχε ενεργά στη βελτίωση της ζωής των ανθρώπων. Από το 1816 έως το 1847, το παλάτι Όντενσε ήταν η έδρα της κυβέρνησης στο Φούνεν από διαδοχικούς διάδοχους πρίγκιπες, και το Όντενσε έγινε μία μικρή Κοπεγχάγη.[10]

Η μητέρα του Χανς-Κρίστιαν Άντερσεν εργαζόταν στο παλάτι και το αγόρι προσκλήθηκε εκεί, όπου σύμφωνα με τη δική του αφήγηση στην αυτοβιογραφία του, έπαιξε μερικές σκηνές του Λούντβιχ Χόλμπεργκ και αυτοσχεδίασε ένα τραγούδι.[11] Ως νεαρό αγόρι, ο Άντερσεν έπαιζε επίσης με τον νεαρό πρίγκιπα Φριτς, αργότερα Φρειδερίκο Ζ΄, ο οποίος με τη σειρά του ήταν κυβερνήτης του Φούνεν από το 1839 έως το 1848.

Πέρασε πολύ χρόνο στο Όντενσε, χαρούμενος που ήταν μακριά από την Κοπεγχάγη.[12] Έζησε στο παλάτι με τη δεύτερη σύζυγό του, την Καρολίνα-Μαριάνα του Μεκλεμβούργου, και το αποκατέστησε επιμελώς. Ωστόσο, ο γάμος χάλασε και ένα διαμέρισμα δημιουργήθηκε στο ισόγειο για την ερωμένη του, Λουίζα Ράσμουσεν,[13] αργότερα μοργανατική σύζυγό του ως κόμισσα Ντάνερ. Μια μυστική σκάλα οδηγούσε από εκεί στις αίθουσες του βασιλιά.

Στις 20 Ιανουαρίου 1848 ο Φρειδερίκος Ζ΄ έγινε βασιλιάς. Όταν αμέσως μετά έφυγε από το Όντενσε για να ζήσει στην Κοπεγχάγη, το κυβερνείο τερματίστηκε.

Μουσείο και διοικητικό κτίριο Επεξεργασία

Πολλά από τα μεγάλα δωμάτια στο παλάτι ήταν πλέον αχρησιμοποίητα και το 1860 αποφασίστηκε να χρησιμοποιηθεί μέρος του υπογείου ως μουσείο. Τα εκθέματα έπρεπε να απομακρυνθούν γρήγορα στον Β΄ Πόλεμο του Σλέσβιχ, όταν ο χαμηλότερος όροφος τού παλατιού χρησιμοποιήθηκε ως αναρρωτήριο, αλλά ήταν πίσω το 1865 και μετά αυξανόντο συνεχώς. Το 1885 η συλλογή μεταφέρθηκε σε ένα νέο κτίριο, τώρα το Μουσείο Τέχνης Φούνεν.[14] Στα χρόνια που ακολούθησαν διάφορα κυβερνητικά γραφεία μεταφέρθηκαν στο παλάτι. Υπήρχαν επίσης πολλά διαμερίσματα κατοικιών και ισχυρή στρατιωτική επιρροή μετά την ίδρυση της Βιβλιοθήκης Αξιωματικών Μεραρχίας Φούνεν το 1914.

Το κράτος πώλησε το παλάτι στον δήμο του Όντενσε το 1907, μετά από το οποίο ο βασιλικός κήπος (Κήπος του βασιλιά) άνοιξε επίσης στο κοινό. Τα επόμενα χρόνια στεγάστηκαν εκεί διάφορες επίσημες υπηρεσίες, όπως ο πυροσβεστικός σταθμός και το συμβούλιο τού διοικητή (amt).[15] Ο τερματισμός του συστήματος του διοικητή το 2007 έκλεισε σχεδόν 500 χρόνια κρατικής διοίκησης στο Όντενσε. Το ανάκτορο χρησιμοποιείται πλέον από την πολεοδομική και πολιτιστική διοίκηση του δήμου και έχει ανακαινιστεί πρόσφατα.

Βιβλιογραφικές αναφορές Επεξεργασία

  1. Kasper Egeberg. «Odense Palace». Danish Architecture Centre. Ανακτήθηκε στις 30 Ιουνίου 2014. 
  2. Johansen, Uffe· Michaelsen, Karsten Kjer (2008). Odense Slot: Kloster, Konge, Stat og Kommune. Fynske fortællinger (στα Δανικά). Odense Bys Museer. σελίδες 15–16, 27. ISBN 978-87-87345-22-4. 
  3. Johansen and Michaelsen, p. 16.
  4. Johansen and Michaelsen, p. 31.
  5. Johansen and Michaelsen, pp. 34, 41.
  6. Johansen and Michaelsen, p. 32.
  7. Johansen and Michaelsen, p. 42.
  8. Johansen and Michaelsen, p. 43.
  9. Johansen and Michaelsen, p. 44.
  10. Johansen and Michaelsen, p. 51.
  11. Hans Christian Andersen, The Story of My Life, chapter 5.
  12. Johansen and Michaelsen, p. 59.
  13. Johansen and Michaelsen, p. 61.
  14. Johansen and Michaelsen, p. 85.
  15. Johansen and Michaelsen, p. 89.