Ο ανασκολοπισμός (εκ του σκόλοψ "πάσσαλος") ή διοβελισμός ή κοινώς παλούκωμα είναι ένας από τους φοβερότερους και αγριότερους τρόπους θανατικής ποινής, όπου ο κατάδικος κυριολεκτικά σουβλίζεται σ’ ένα ξύλινο ή μεταλλικό πάσσαλο από το βάρος του. Η λέξη συναντάται και σε αρχαίους ή βυζαντινούς συγγραφείς (όπως ο Ηρόδοτος και ο Ησύχιος) αλλά εκεί συνήθως σημαίνει την τιμωρία ή και θανάτωση με πρόσδεση σε πάσσαλο, σταύρωση ή κρέμασμα ή διαπέραση των πλευρών με πάσσαλο και όχι το «σούβλισμα» του σώματος κατά μήκος.[1]

Αναπαράσταση ανασκολοπισμού σε νεοασσυριακό ανάγλυφο της εποχής του Σενναχειρείμ
Ανασκολοπισμός. Ξυλογραφία που δείχνει τον Ρουμάνο Κόμη Δράκουλα να παρευρίσκεται των μαζικών εκτελέσεων δειπνώντας σε πλούσιο τραπέζι.

Φαίνεται ότι ο ανασκολοπισμός (με την έννοια του σουβλίσματος) έχει προέλευση από την Ασία. Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι ο Δαρείος ο Α΄ ανασκολόπισε 3.000 Βαβυλώνιους όταν κατέκτησε τη Βαβυλώνα.[2] Επίσης αναφέρει ότι οι Σκύθες ανασκολόπιζαν 50 νέους και 50 άλογα που αφιερώνονταν σε νεκρό βασιλέα έναν χρόνο μετά το θάνατό του. Εκεί όμως δεν είναι σαφές αν εννοεί ότι διαπερνάται το σώμα με πάσσαλο.[3] Μετά τη μάχη των Πλαταιών, κάποιος Έλληνας πρότεινε στον Παυσανία να ανασκολοπίσει τον νεκρό Μαρδόνιο ώστε να εκδικηθεί για τον Λεωνίδα του οποίου το κεφάλι είχαν καρφώσει σε πάσσαλο ο Ξέρξης και ο Μαρδόνιος. Ο Παυσανίας απέρριψε την πρόταση λέγοντας ότι αυτή η συνήθεια αρμόζει σε βαρβάρους και όχι σε Έλληνες.[4] Η λέξη αναφέρεται και κατά τη ρωμαϊκή και βυζαντινή εποχή, επίσης με τη σημασία της πρόσδεσης ή σταύρωσης σε ξύλο. Πιστεύεται ότι στη Δύση δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ το «σούβλισμα» ως νόμιμη μέθοδος θανάτωσης.

Στην Ευρώπη το σούβλισμα χρησιμοποιήθηκε κατά τον Μεσαίωνα. Γνωστός είναι ο θρύλος του Βλαντ του Παλουκωτή, όμως και ο Ιβάν ο Τρομερός χρησιμοποίησε εκτεταμένα αυτή τη μέθοδο εκτέλεσης.

Στη μη τουρκοκρατούμενη Ευρώπη, το παλούκωμα συνέχισε να χρησιμοποιείται σαν αργή μέθοδος εκτέλεσης ακόμα και τον 17ο αιώνα, στη Σουηδία. Στην οθωμανική αυτοκρατορία χρησιμοποιήθηκε σαν νόμιμη μέθοδος εκτέλεσης αλλά και εκφοβισμού του πληθυσμού, κυρίως εναντίον Σέρβων, Βουλγάρων και Ελλήνων, τουλάχιστον έως και τον 19ο αιώνα. Ο περιηγητής Πιερ Μπελόν τον 16ο αιώνα αναφέρει ότι είδε άνθρωπο παλουκωμένο σε κάποια πόλη της Μέσης Ανατολής «κατά το έθιμο των Τούρκων» (a la mode des Turcs).[5]

Στη νεώτερη ελληνική ιστορία

Επεξεργασία

Ο Γάλλος Ζαν Αντουάν Γκερ το 1774 στο βιβλίο του Ήθη και έθιμα των Τούρκων περιγράφει το σούβλισμα στην οθωμανική αυτοκρατορία. Ο ανασκολοπισμός χρησιμοποιήθηκε ως τρόπος παραδειγματικής εκτέλεσης Ελλήνων αιχμαλώτων, ιδίως σε περιπτώσεις εξεγέρσεων. Το 1464 κατά τον πόλεμο της Τουρκίας με τη Βενετία για την κατάληψη της Πελοποννήσου, ο Μιχαήλ Ράλλης, αρχηγός των Ελλήνων που υπηρετούσαν υπό την Βενετία, μετά την ήττα του στη μάχη συνελήφθη και ανασκολοπίστηκε.[6]

Κατά την καταστολή της εξέγερσης του επισκόπου Τρίκκης Διονυσίου του Σκυλοσόφου, την 4η Δεκ. 1611 βασανίστηκε και τελικά ανασκολοπίστηκε ο επίσκοπος Φαναρίου και Νεοχωρίου Σεραφείμ, ο οποίος αργότερα αγιοποιήθηκε ως νεομάρτυρας.[7] Κατά την πολιορκία του Χάνδακα αναφέρεται το παλούκωμα ταχυδρόμου της βενετικής πρεσβείας που συνελήφθη από τους Τούρκους. Αυτό απεικονίζεται σε γκραβούρα χειρογράφου (Cod. Cigogna) που υπάρχει στο Museo Civico της Βενετίας. Σούβλισμα από Τούρκους αναφέρεται και στην έμμετρη διήγηση του Κρητικού Πολέμου (1645-1669) από τον Μαρίνο Ζάνε Μπουνιαλή:

Πάσιν εις τα Σαββατιανά λεβέντες και τεντώνουν
τους καλογέρους πιάνουσιν όλους τους παλουκώνουν.

Από τον αρχιμανδρίτη Κυπριανό που έγραψε την ιστορία της Κύπρου, αναφέρεται ο ανασκολοπισμός ατάκτων που προκάλεσαν ταραχές το 1712. Η εκτέλεση έγινε «τη αποφάσει της Κρίσεως», δηλαδή βάσει νόμου. Με παλούκωμα τιμωρούνταν οι συλλαμβανόμενοι κλέφτες του Μωριά και της Ρούμελης υπό τη διοίκηση του Αλή Πασά κατά τους διωγμούς των κλεφτών το 1805-1806. Τότε τουρκικά στίφη περιφέρονταν στην ύπαιθρο κουβαλώντας φορτία με σούβλες και παλούκια, πολλές φορές χρωματισμένα, για να απειλούν τους ραγιάδες και να τους αναγκάζουν να προδίδουν τους κλέφτες αλλά και για να τιμωρούν όσους έπιαναν. Ο αγωνιστής από την Κυνουρία Αναγνώστης Κοντάκης (1781-1854) αναφέρει:

«... ο κεχαγιάς του Ουσουμαν-πασιά εστράτευσεν δια την Μεγαλόπολιν και Μεσσηνίαν έχων φορτία παλούκια διά τους κλέπτας και κλεπταποδόχους...».

Τα μαρτύρια των κλεφτών αναφέρονται σε δημοτικά τραγούδια, όπως αυτό όπου ο καπετάνιος Τόσκας των Γρεβενών καλεί τα παλληκάρια του να μη προσκυνήσουν τον βαλή των Γρεβενών:

«Παιδιά, σαν θέλετε σπαθί, σαν θέλετε παλούκι

ελάτε να σας κόψω 'γω και να σας παλουκώσω,

για ν' ακουστεί στα Γρεβενά και σ' όλα τα βιλαέτια

ο Τόσκας πώς ελύσσαξε, σκοτών' τα παλληκάρια.»

Άλλος κλέφτης, ο Τασούλας από την Ακαρνανία, αφού ξέφυγε από τους Τούρκους απειλεί λέγοντας:

«Ά σε τσακώσω μπέη μου, στη σούβλα θα σε βάλω»

Σε παραλλαγή δημοτικού για τον κλέφτη Μάμαλη:

Αλή πασάς επέρασε με δεκαοχτώ χιλιάδες, φέρνει μπαλτάδες και σουγλιά, κρεμάει και παλουκώνει,

Περισσότεροι σχετικοί δημοτικοί και λαϊκοί στίχοι και λαϊκές εκφράσεις έχουν συγκεντρωθεί από διάφορες συλλογές και αναφέρονται από τον καθηγητή λαογραφίας Δημήτρη Πετρόπουλο.[8] Κατά τους πρώτους μήνες της Επανάστασης δεκάδες άμαχοι Έλληνες, άνδρες και γυναίκες, ανασκολοπίστηκαν στην Κωνσταντινούπολη, στο πλαίσιο της γενικότερης σφαγής που έγινε ως αντίποινα. Ο Γερμανός Johann W.A. Streit που τότε εργαζόταν στην Κωνσταντινούπολη, περιγράφει με λεπτομέρειες τη σφαγή και τους ανασκολοπισμούς σε βιβλίο που έγραψε το 1822:

«Στο μεταξύ άλλοι Τούρκοι στερέωναν στο χώμα πολλές σιδερένιες σούβλες. ... Οι σούβλες ήταν ογδόντα περίπου. Γύμνωσαν τους Έλληνας - γύρω στους 65, νέοι, γέροι, γυναίκες - και τους κύκλωσαν με ξεθηκαρωμένα τα σπαθιά, μπροστά στις σούβλες. ... ... Δύο κακούργοι άρπαζαν έναν Έλληνα ή μια Ελληνίδα, τους ανασήκωναν ψηλά και τους κάθιζαν με δύναμη πάνω στο κοφτερό και μυτερό σιδεροπάλουκο, έτσι που η αιχμή περνώντας από τα σπλάχνα έφτανε στο στήθος. Παλούκωσαν σαραντατέσσερες. Έτσι καρφωμένοι σπαρταρούσαν σαν τα σκαθάρια που τα παιδιά διατρυπούν με βελόνα για να διασκεδάσουν. Ένα ουρλιαχτό θανατερής αγωνίας υψωνόταν ως τον ουρανό. Κρατούσε μια περίπου ώρα, έσβηνε και τα κεφάλια έγερναν στο πλάι».[9]

Τον ανασκολοπισμό Ελλήνων κατά τον Απρίλιο 1821 στην Πάτρα (βλ. και Ξεσηκωμός της Πάτρας (1821)) αναφέρει ο Φρανσουά Πουκεβίλ, αντλώντας από το ημερολόγιο του αδελφού του Ύγκ που ήταν παρών στα γεγονότα:

«Ακέφαλα πτώματα, ακρωτηριασμένα μέλη σκορπισμένα εδώ κι εκεί. ... Στρατιώτες σέρνουν απ' τα μαλλιά γυναίκες και παιδιά. Σε μια τάφρο ξεψυχούσαν παλουκωμένοι Έλληνες».[10] Το παλούκωμα δύο Ελλήνων στην Πάτρα τις ίδιες ημέρες αναφέρει και ο φιλότουρκος Άγγλος πρόξενος Φίλιπ Γκρην. Ο ίδιος αναφέρει επίσης ότι πολλοί Επτανήσιοι Έλληνες που συνελήφθησαν στη μάχη του Λάλα ανασκολοπίστηκαν από τους Τούρκους και Αλβανούς, ενώ ένα σακί γεμάτο μύτες και αυτιά στάλθηκε στον σουλτάνο ως τρόπαιο.[11]

Στην εφημερίδα Ελληνικά Χρονικά που τυπωνόταν στο πολιορκούμενο Μεσολόγγι, αναφέρεται το σούβλισμα ορισμένων αμάχων Ελλήνων την 8 Δεκεμβρίου 1825:

Την 8 του ιδίου [Δεκεμβρίου]. Ενώπιον των εχθρικών κανονοστασίων ίδομεν σήμερον ένα ιερέα δύω γυναίκας και τινας άνδρας και παίδας σουβλισμένους, τους οποίους αιχμαλωτίσαντες οι ωμότατοι και απηνείς βάρβαροι, κατεδίκασαν εις τοιούτον σκληρότατον θάνατον, και έστησαν ενώπιον των κανονοστασίων των ως τρόπαια της απανθρωπίας των. … Εις μίαν εχθρικήν επιδρομήν γενημένη κατ΄αυτάς εις την επαρχίαν του Βενέτικου, επίασαν οι Τούρκοι μερικά γυναικόπαιδα, τα οποία φερθέντα εις το εχθρικόν στρατόπεδον, κατεδικάσθησαν από τον Αρχιβάρβαρον εις τοιούτον βδελυκτόν θάνατον.[12]

Αρκετοί μεμονωμένοι ήρωες της Επανάστασης είχαν αυτό το οικτρό τέλος. Περισσότερο γνωστός είναι ο Αθανάσιος Διάκος στο θάνατο του οποίου αναφέρεται και το δημοτικό τραγούδι:

Τον Διάκο τονε παίρνουνε και στο σουβλί τον βάζουν Ολόρθο τονε στήσανε κι αυτός χαμογελούσε.

Με τον ίδιο τρόπο βασανίστηκε ο πυρπολητής Παξινός, που επιχείρησε ανεπιτυχώς, να ρίξει ένα πυρπολικό πάνω σε πέντε τουρκικά πλοία αποκλεισμένα στο λιμάνι της Ναυπάκτου το 1821. Η φωτιά τον εμπόδισε να κατευθύνει το πυρπολικό και αφού έπεσε στη θάλασσα, συνελήφθη και ανασκολοπίστηκε.[13]

Ο πρόξενος της Ολλανδίας στη Χίο το 1822, περιγράφει τον ανασκολοπισμό δύο Ελλήνων κατά τη σφαγή της Χίου. Ο ένας από αυτούς, ονόματι Γιακουμάκης ή Σαλονικιός, ήταν υποπρόξενος της Δανίας και είχε φανερά εκδηλωθεί υπέρ των επαναστατών. Οι Τούρκοι παραβίασαν το σπίτι του, όπου είχε υψώσει τη δανική σημαία, και τον οδήγησαν μαζί με άλλους Έλληνες στο κάστρο της Χίου, όπου ο πασάς διέταξε να τον παλουκώσουν. Ο ανασκολοπισμός έγινε στην πλατεία του Βουνακιού με μανουάλι εκκλησίας, το οποίο εξήλθε από τον αριστερό του ώμο. Το μαρτύριό του κράτησε δύο ημέρες.[14]

Κατά την περίοδο της κατοχής

Επεξεργασία

Την περίοδο της στρατιωτικής κατοχής της Ελλάδας κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Θρασύβουλου Παπαστράτη ταγματασφαλίτες της Εύβοιας, θανάτωσαν με ανασκολοπισμό την Εβραία δασκάλα του χωριού Στρόπωνες, μετά από ολοήμερο βασανισμό.[15]

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. Πετρόπουλος Α. Δημ., Η θανάτωσις δι' ανασκολοπισμού κατά την Τουρκοκρατίαν. Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών, τ. ΚΓ' (1953), σ. 531-543.
  2. Ηρόδοτος, 3,159
  3. Ηρόδοτος, 4, 72
  4. Πετρόπουλος Δ., σ. 538-542, με παραπομπές στον Ηρόδοτο.
  5. Pierre Belon du Mans, Les observations de plusiers singularitez ... trouvees en Grece, Asie ... Paris, 1555, βιβλ. ΙΙ, κεφ. CI, σ. 158. Αναφέρεται στο Πετρόπουλος Δ., σ. 532.
  6. Κωνσταντίνος, Σάθας (1869). Τουρκοκρατουμένη Ελλάς. Αθήναι: Ανδρέας Κορομηλάς. σελ. 16. 
  7. Σάθας, Κωνσταντίνος (1869). Τουρκοκρατουμένη Ελλάς. Αθήναι: Ανδρέας Κορομηλάς. σελ. 219. 
  8. «Πετρόπουλος Δ., Βιογραφία» (PDF). Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών. σελίδες 533–538. 
  9. Σιμόπουλος Κυριάκος, Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του '21, 5η έκδοση, 2004, τομ. 1ος, σελ. 153, 154, παραπέμποντας στο J.W.A.Streit, Constantinopel im Jahr 1821, oder Darstellung der blutigen und höchst schauderhaften Begebenheiten ... Leipzig, 1822, σελ. 30, 31, 42-45.
  10. Αναφέρεται στο Σιμόπουλος Κ. "Πώς είδαν οι ξένοι ...", τομ. 1, σελ. 145, υποσημ. 46.
  11. Oxford University (1827). Sketches of the war in Greece, extracts from correspondence, with notes by R. L. Green. 
  12. Ελληνικά Χρονικά: σελ. 4. 9 Δεκεμβρίου 1825. 
  13. Ι. Φιλήμων. Αναφέρεται στο Σιμόπουλος Κ., σ. 208, υποσημ. 74.
  14. Σιμόπουλος Κυριάκος, "Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του 21", Πολιτιστικές Εκδόσεις, Αθήνα, 2004, τομ. Β', σ. 117.
    Ο πρόξενος της Ολλανδίας Fr. Pasqua έγραψε στα ιταλικά ημερολόγιο των γεγονότων του Μαρτίου έως Μαΐου 1822. Πρώτη δημοσίευση στα ελληνικά: Γ. Ζώρας, "Η εν έτει 1822 καταστροφή της Χίου κατά άγνωστον περιγραφήν του Ολλανδού προξένου", Αθήνα, 1973.
  15. Κωστόπουλος, Τάσος (2005). Η αυτολογοκριμένη μνήμη: Τα Τάγματα Ασφαλείας και η μεταπολεμική εθνικοφροσύνη. Αθήνα: Φιλίστωρ. σελ. 44. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Επεξεργασία