Στη μουσική, αντίστιξη (αγγλικά: counterpoint) καλείται η ταυτόχρονη συνήχηση πολλών διαφορετικών μελωδιών, οι οποίες συνδυάζονται με βάση ένα αυστηρό συνήθως πρόγραμμα κανόνων διαφορετικό από εποχή σε εποχή. Η ονομασία προέρχεται απο το λατινικό «contrapuctus». Πιθανόν «punctus contra punctum» σημαίνει «νότα έναντι νότας», δηλαδή «νότα προς νότα» ή κατ'επέκταση «μελωδία προς μελωδία»[1]. Στην πολυφωνική - αντιστικτική γραφή κάθε μία από τις συνηχούσες μελωδίες διατηρεί τη μελωδική ή ρυθμική αυτοτέλειά της χωρίς να κυριαρχεί αλλά ούτε και να υποβιβάζεται από τις υπόλοιπες. Η αντίστιξη άρχισε να αναπτύσσεται στο Μεσαίωνα στην εκκλησιαστική μουσική, γνώρισε μεγάλη άνθηση στα χρόνια της Αναγέννησης (με τον Τζιοβάννι Πιερλουίτζι ντα Παλεστρίνα) και κορυφώθηκε το 17ο αιώνα στην εποχή του μπαρόκ (με τον Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ). Ο όρος προέρχεται από το λατινικό punctus contra punctum σημαίνοντας στίξη αντί στίξης, δηλαδή «φθόγγος αντί φθόγγου»

  • Η μουσική μέσα από την ιστορία της, Βιβλίο Β΄ Γυμνασίου του Οργανισμού Εκδόσεων Διδακτικών Βιβλίων.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Επεξεργασία

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. Τολίκα, Ολυμπία. ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΛΕΞΙΚΟ της ΜΟΥΣΙΚΗΣ. Αθήνα: Στοχαστής. σελ. 37. ISBN 960-303-083-Χ Check |isbn= value: invalid character (βοήθεια).