Ανταρτόπληκτοι (ή "συμμοριτόπληκτοι") ήταν όρος που χρησιμοποιήθηκε ευρέως κατά τον Ελληνικό εμφύλιο από την τότε κυβερνητική πλευρά, κυρίως για να δικαιολογήσει στην κοινή γνώμη τις αθρόες μετακινήσεις πληθυσμών ορεινών κυρίως, χωριών και κωμοπόλεων σε περιοχές που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο του λεγόμενου ΔΣΕ, προς τα μεγάλα αστικά κέντρα. Πρόκειται ουσιαστικά, για υποχρεωτική εκδίωξη-προσφυγοποίηση, η οποία εφαρμόσθηκε για λόγους εθνικού συμφέροντος, σύμφωνα με την άποψη της κυβέρνησης αλλά και της ηγεσίας του λεγόμενου «Εθνικού Στρατού». Σαν ανταρτόπληκτοι χαρακτηρίζονταν συλλήβδην οι κάτοικοι περιοχών των μεγάλων ορεινών όγκων της Ελλάδας, που σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του τότε ΓΕΣ ήταν φίλα προσκείμενες προς τους κομμουνιστές («συμμορίτες» για την κυβερνητική πλευρά) και παρείχαν παντός είδους στήριξη (με εφόδια, χρήματα, τρόφιμα, ζώα, ιματισμό, πληροφορίες, ακόμη και εθελοντική ή αναγκαστική προσχώρηση) προς τις γραμμές των ανταρτών. Με μια εκτεταμένη επιχείρηση που πραγματοποιήθηκε κυρίως τα δυο τελευταία έτη του πολέμου (19481949) οι άνθρωποι αυτοί υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες και τις ακίνητες περιουσίες τους για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα, προκειμένου ο ΔΣΕ να αποκοπεί από την κυριότερη πηγή εφοδιασμού του και να απωλέσει πλήρως τα ερείσματα που διέθετε μεταξύ των τοπικών πληθυσμιακών ομάδων.