Αντώνης Μπενάκης
Ο Αντώνης Μπενάκης (Αλεξάνδρεια 1873, Αθήνα 31 Μαΐου 1954) ήταν επιχειρηματίας, εθνικός ευεργέτης, πολιτικός και ιδρυτής του Μουσείου Μπενάκη. Η παιδική του ζωή περιγράφεται λεπτομερώς στο γνωστό βιβλίο Τρελαντώνης που έγραψε η αδελφή του, Πηνελόπη Δέλτα.
Αντώνης Μπενάκης | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 1873[1][2][3] Αλεξάνδρεια |
Θάνατος | 31 Μαΐου 1954 Αθήνα |
Χώρα πολιτογράφησης | Ελλάδα |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Ελληνικά |
Σπουδές | Rossall School |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | έμπορος συλλέκτης τέχνης |
Οικογένεια | |
Σύζυγος | Αλεξάνδρα Μπενάκη |
Τέκνα | Ειρήνη Καλλιγά |
Γονείς | Εμμανουήλ Μπενάκης και Βιργινία Χωρέμη |
Αδέλφια | Αλεξάνδρα Μπενάκη Πηνελόπη Δέλτα Αργίνη Σαλβάγου Αλέξανδρος Μπενάκης |
Οικογένεια | Οικογένεια Μπενάκη |
Υπογραφή | |
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Βιογραφικά στοιχεία
ΕπεξεργασίαΓεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και ήταν γιός του Εμμανουήλ Μπενάκη, επιχειρηματία και πολιτικού, και της Βιργινίας Χωρέμη. Υπήρξε μέλος των ισχυρών οικογενειών Μπενάκη και Χωρέμη και αδέλφια του ήταν οι Αλέξανδρος Μπενάκης, σύζυγος Μαρίας Συναδινού, Αργυρώ Μπενάκη, σύζυγος Μιχαήλ Σαλβάγου, Πηνελόπη Δέλτα, σύζυγος του Στέφανου Δέλτα και Αλεξάνδρα Μπενάκη, σύζυγος του Τόμας Ντέιβις. Μεγάλωσε στο αυστηρό κλίμα της οικογενειακής εστίας στην Αλεξάνδρεια, για την καθημερινότητα της οποίας διασώζονται αρκετές μαρτυρίες μέσα από τα βιβλία της αδελφής του, Πηνελόπης Δέλτα.[4]
Παρακολούθησε ξενόγλωσσα σχολεία στην Αλεξάνδρεια και εν συνεχεία μετέβη ως οικότροφος στο Σχολείο Ρόσαλ (Rossal School) στη Βρετανία. Επέστρεψε στην Αίγυπτο, όπου και εργάστηκε στον οικογενειακό οίκο εμπορίας βάμβακος Χωρέμη-Μπενάκη. Παράλληλα ανέπτυξε σημαντική εθνική δράση λαμβάνοντας μέρος στην ελληνοτουρκική σύρραξη του 1897, ενισχύοντας οικονομικά τον Μακεδονικό Αγώνα, με τον εξοπλισμό της ομάδας Γαρέφη και προσφέροντας εθελοντικά τις υπηρεσίες του στους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-13.
Μετά την εγκατάσταση του πατέρα του, Εμμανουήλ Μπενάκη, στην Ελλάδα το 1911, ο Αντώνης ανέλαβε την διοίκηση του οικογενειακού εμπορικού οίκου μέχρι και 1926. Παράλληλα ανέλαβε για βραχύ χρονικό διάστημα υφυπουργός Οικονομικών στην κυβέρνηση Βενιζέλου. Κατά τη διάρκεια της ζωής του πραγματοποίησε δεκάδες δωρεές μεταξύ των οποίων αρκετές προς την ελληνική κοινότητα και τον Πανελλήνιο Σύλλογο Αλεξανδρείας, του οποίου διετέλεσε Πρόεδρος.
Υπήρξε ένθερμος οπαδός του προσκοπισμού και ιδρυτής του Σώματος Ελλήνων Προσκόπων Αλεξάνδρειας καθώς και λάτρης της ιστιοπλοΐας. Για τον σκοπό αυτό ίδρυσε μαζί με άλλα μέλη της αθηναϊκής κοινωνίας τον Ναυτικό Όμιλος Ελλάδος, του οποίου διετέλεσε πρόεδρος μέχρι και τον θάνατό του το 1954.
Απεβίωσε στις 31 Μαΐου του 1954. Η Λίνα Κάσδαγλη έκλεισε μέσα σε μια φράση την ουσία της ζωής του Αντώνη Μπενάκη: «Γεννημένος άρχοντας έδωσε στην αρχοντιά το γνησιότερο περιεχόμενό της, την αγάπη για τα ωραία πράγματα και την αγάπη για τον πλησίον.» Ήταν παντρεμένος με την Αλεξάνδρα Λουκά Μπενάκη και είχαν αποκτήσει τρία παιδιά: την Ειρήνη, σύζυγο του Παύλου Καλλιγά, τον Μανόλη και τον Κωνσταντίνο Μπενάκη. Εγγονή του είναι η πρόεδρος του Μουσείου Μπενάκη Αιμιλία Καλλιγά και δισέγγονός του ο Παύλος Γερουλάνος.
Μουσείο Μπενάκη
ΕπεξεργασίαΤο πάθος του συλλέγειν υπήρχε πάντοτε μέσα του. Η αδελφή του Πηνελόπη Δέλτα γράφει στον Τρελαντώνη: «Είχε πάντοτε γεμάτες τις τσέπες του με τόσους θησαυρούς. Τι δεν έβρισκες μέσα! Καρφιά, βώλους, βότσαλα, σπάγγους, κάποτε και κανένα κομμάτι μαστίχα, και πάνω απ' όλα, το τρίγωνο γυαλί που είχε πέσει απ' τον πολυέλαιο της εκκλησίας και που έκανε τόσο ωραία χρώματα σαν το έβαζες στον ήλιο. Ολόκληρο πλούτο είχαν αυτές οι τσέπες του Αντώνη.»
Η πρώτη του μεγάλη αγάπη ήταν τα όπλα και τα εθνικά κειμήλια. Ύστερα το ενδιαφέρον του στράφηκε στη μουσουλμανική-αραβική τέχνη, τα έργα εικαστικών τεχνών και τις εικόνες. Το προσωπικό ενδιαφέρον του αδελφού του Αλέξανδρου τον ώθησε να ασχοληθεί και με την κεραμική. Κατόρθωσε σταδιακά να σχηματίσει αξιόλογες συλλογές διαφόρων περιόδων που περιελάμβαναν μεταξύ άλλων αντικείμενα αρχαίας ελληνικής τέχνης, βυζαντινής και μεταβυζαντινής περιόδου, έργα λαϊκής τέχνης, κοπτικής κ.ά.
Το 1930 δώρισε τις συλλογές του στο κράτος και εργάστηκε με πάθος για να μετατρέψει σε μουσείο την πατρική οικία της οδού Κουμπάρη, η οποία επίσης παραχωρήθηκε με πρωτοβουλία του στην ελληνική πολιτεία. Πρόσφερε το απαραίτητο οικονομικό κεφάλαιο και στις 22 Απριλίου του 1931 το Μουσείο Μπενάκη άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό. Μέχρι τότε ο Αντώνης Μπενάκης είχε ασχοληθεί μέχρι και το τελευταίο καρφί ή το ύφασμα που μπήκε στις προθήκες. Ήταν τέτοια η αφοσίωσή του που είχε εκφράσει την επιθυμία να εντοιχισθεί μετά θάνατον η καρδιά του στο Μουσείο.
Μέχρι το τέλος της ζωής του φρόντισε να εξασφαλίσει την εύρυθμη λειτουργία του νέου θεσμού αλλά και τον διαρκή εξοπλισμό του με νέα εκθέματα. Όταν τον ρωτούσαν οι ξένοι, γεμάτοι θαυμασμό και κατάπληξη, πως ολόκληρο Μουσείο το χάρισε στο έθνος απαντούσε «Έχουμε παράδοση στον τόπο μας, όποιος μπορεί να χαρίζει το περίσσευμά του, γιατί ο τόπος μας, βλέπετε, είναι φτωχός», θυμάται η Ευγενία Βέη-Χατζηδάκη.
Παραπομπές
Επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. 130501360. Ανακτήθηκε στις 14 Αυγούστου 2015.
- ↑ 2,0 2,1 «Benaki, Anthony» 12 Δεκεμβρίου 2017.
- ↑ 3,0 3,1 Trinity College Library. benakis-antonis-1873-1954-greek-art-collector.
- ↑ «Ο Αντώνης ήταν πολύ σκάνταλος και πολύ άτακτος», γράφει η Δέλτα στις Πρώτες ενθυμήσεις. «Απ' όλους μας είχε φάει το περισσότερο ξύλο. Ορμητικός, ανυπότακτος, γεμάτος ιδέες, ζωή και δράση, αδιάκοπα έπεφτε σε περιπέτειες που τελείωναν με μπάτσους και τραβήγματα αυτιών. Τότε κοκκίνιζε ως τα μέσα μαλλιά του, ντρεπόταν, υπέφερε στο φιλότιμό του, στην υπερηφάνεια του, που ήταν πολύ μεγάλη, μα ποτέ δεν έλεγε τίποτα, ούτε έκλαιγε ποτέ, ούτε καταδεχόταν να ξεφύγει με ένα ψέμα ή να διαμαρτυρηθεί. Σήκωνε το κεφάλι υπερήφανα, έτρωγε το ξύλο και δεν απαντούσε. Εμείς τα κορίτσια τον είχαμε για ήρωα.» Χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια για να ομολογήσει ο Μπενάκης στη Δέλτα ότι η χωρίς αγάπη και τρυφερότητα ανατροφή τον είχε πληγώσει βαθιά. «Μπορείς να πονέσεις όσο θέλεις καημένη αδελφή. Από αγάπη οι γονείς μας δεν κατάλαβαν τίποτα…», της είπε σε ηλικία 20 ετών.