Η αρμενική παρουσία στον ελληνικό χώρο χρονολογείται από τον 17ο αιώνα στο έργο του Εβλιά Τσελεμπή, στο οποίο υπάρχουν αναφορές για την παρουσία Αρμενίων στη Θεσσαλονίκη. Ανάλογα στοιχεία υπάρχουν και για τον 18ο αιώνα. Η ύπαρξη ενός σταθερού αριθμού τεκμηριώνεται από τα τέλη του 19ου αιώνα.

Ένας από τους κύριους τόπους εγκατάστασής τους υπήρξε η Θεσσαλονίκη, μικρότερη παρουσία Αρμενίων καταγράφεται και σε άλλες πόλεις της Βόρειας Ελλάδας όπου συγκεντρώνονταν αρμενικός πληθυσμός από διάφορες περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο αριθμός των Αρμενίων της Ελλάδας αυξήθηκε εντυπωσιακά κατά τη διάρκεια του Ελληνοτουρκικού Πολέμου (1920 - 1923) και αφού είχε προηγηθεί η γενοκτονία των Αρμενίων το 1915[1]. Το 1924 οι Αρμένιοι που ήταν εγκατεστημένοι στην Ελλάδα ήταν γύρω στις 55.000, από τους οποίους οι 20.000 διέμεναν στη Βόρεια Ελλάδα. Πολύ σύντομα ωστόσο άρχισε νέα μεταναστευτική κίνηση των Αρμενίων της Ελλάδας προς τη Γαλλία και τη Σοβιετική Αρμενία.

Κατά την επίσημη απογραφή του πληθυσμού του 1928 καταγράφηκαν 33.634 Αρμένιοι[2][3]. Ο αριθμός των Αρμενίων δεν παρουσιάζει έκτοτε πολύ μεγάλες αυξομειώσεις ως το καλοκαίρι του 1946 οπότε και αρχίζει νέο κύμα μετανάστευσης με κατεύθυνση την Σοβιετική Αρμενία. Έτσι οι Αρμένιοι που σύμφωνα με την απογραφή του 1940 ήταν 27.000 περίπου μειώθηκαν σε 9.000 το 1951.[4]

Κοινοτική οργάνωση Επεξεργασία

Οι Αρμένιοι του ελληνικού χώρου πρωτοστάτησαν μαζί με τους Έλληνες στη δυτικοποίηση και τον εκσυγχρονισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι Αρμένιοι εργάζονταν σε ανώτερες υπαλληλικές θέσεις και ασχολούνταν με το εμπόριο. Η εικόνα όμως αυτή διαφοροποιήθηκε μετά από την άφιξη σημαντικού αριθμού προσφύγων. Οι νέοι Αρμένιοι πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν μαζί με τους υπόλοιπους πρόσφυγες σε πρόχειρα καταλύματα ή φτωχές κατοικίες και εργάστηκαν σε εργασίας περιορισμένου κοινωνικού κύρους, από τους νέους αυτούς πρόσφυγες προέρχονταν όσοι εγκατέλειψαν την Ελλάδα για τη Σοβιετική Αρμενία[5].

 
Αρμενική εκκλησία στο κέντρο της Θεσσαλονίκης

Ήδη από το 19ο αιώνα οργανώθηκαν σε κοινότητες και συγκρότησαν εθνικές επιτροπές ενώ κατέβαλαν και προσπάθεια για την ανέγερση εκκλησιών οι οποίες υπάγονταν απευθείας στο αρμενικό πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης[5], δημιούργησαν σχόλια που δραστηριοποιήθηκαν προσπαθώντας να βοηθήσουν τους ομοεθνείς τους και αργότερα να δημοσιοποιήσουν την τραγωδία του λαού τους. Οι αρμενικές κοινότητες αναμείχθηκαν στη στρατολόγηση Αρμενίων Εθελοντών για τη συγκρότηση της Λεγεώνας της Ανατολής, που έδρασε στα μέτωπα του Καυκάσου και της Κιλικίας. Την ίδια εποχή ιδρύθηκε μάλιστα η «Ένωση Αρμενικής Νεολαίας» με σαφώς ιδεολογικούς στόχους. Μέσα στο κλίμα ευφορίας που ακολούθησε το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, Έλληνες και Αρμένιοι συνεργάστηκαν για την υλοποίηση κοινών στόχων όπως η δημιουργία της θνησιγενούς Αρμενικής Δημοκρατίας[6].

Η μόνιμη εγκατάσταση ενός σημαντικού αριθμού Αρμενίων στο ελληνικό έδαφος δημιούργησε πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη ιδεολογικών ζυμώσεων στους κόλπους των κοινοτήτων τους, που υπήρξαν έντονες κατά την περίοδο 1925-1935. Τα ζητήματα που απασχόλησαν έντονα την αρμενική κοινότητα της Ελλάδας ήταν η μέριμνα για τη διατήρηση της γλώσσας, του πολιτισμού και γενικά της εθνικής της ταυτότητας, η στάση που θα έπρεπε να τηρήσει απέναντι στη Σοβιετική Δημοκρατία της Αρμενίας. Ένα άλλο ζήτημα ήταν η στάση που θα έπρεπε να τηρήσει στο ζήτημα της ελληνικής ιθαγένειας και των σχέσεων με το ελληνικό κράτος. Τρίτο σημαντικό ζήτημα που απασχολούσε τους ηγήτορες της κοινότητας ήταν το ζήτημα της συνεργασίας των Αρμενίων με τους Κούρδους ιδιαίτερα μετά από τις κουρδικές εξεγέρσεις του 1925 και του 1930. Οι διαφορετικές απόψεις που υπήρχαν σε αυτά τα ζητήματα εκφράζονταν από τα αρμενικά κόμματα: το κομμουνιστικό, που ήταν υπέρ της παλιννόστησης στη Σοβιετική Αρμενία, το φιλελεύθερο δημοκρατικό και το μεγάλο σοσιαλιστικό κόμμα «Αρμενική Επαναστατική Ομοσπονδία», το οποίο ήταν υπέρ της άποψης να παραμείνει ο αρμενικός λαός στη διασπορά μέχρι την αναψηλάφηση των εθνικών του δικαίων[5]. Κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου εκδόθηκαν αρκετές εφημερίδες. Τουλάχιστον 20 από αυτές εκδόθηκαν στη Θεσσαλονίκη και εξέφραζαν όλες τις απόψεις που υπήρχαν στο εσωτερικό της κοινότητας[7].

Βασική επιδίωξη της αρμενικής κοινότητας υπήρξε η διατήρηση του εθνικού χαρακτήρα της, γεγονός που δεν εμπόδισε όμως τη σύνδεσή της με το ελληνικό κράτος. Σύμφωνα με τους Χασιώτη και Κασεπιάν η σύνδεση αυτή δεν οδήγησε σε ενσωμάτωση κατά την περίοδο του μεσοπολέμου, αφού ο μεγάλος αριθμός των αρμενίων επέτρεπε τη διατήρηση μιας σχετικής οικονομικής πολιτικής αυτονομίας στο εσωτερικό της. Η ενσωμάτωση των αρμενίων της Ελλάδας υπήρξε ταχύτερη μετά τη μετανάστευση του μεγαλύτερου αριθμού τους στη Σοβιετική Αρμενία την περίοδο 1946-1947.[8]

«Τ' Αρμένεικα» Επεξεργασία

Λίγο πριν τη Μικρασιατική Καταστροφή, οι πρώτοι Αρμένιοι που φτάσανε στην Αθήνα στησανε καταυλισμό παραπηγμάτων στο Δουργούτι, στα όρια της Συγγρού, Λαγουμιτζή και Σαρκουδίνου, στο σημερινό Νέο Κόσμο, πλησίον της Αρμενικής Καθολικής εκκλησίας του Αγ. Γρηγορίου, συνοικισμός γνωστός και ως "τ' Αρμένεικα".[9] Εκτός όμως από τις παράγκες που κατασκεύασαν οι πρόσφυγες, παραδίπλα χτίστηκαν και τα "Ιταλικά" το 1924, µε χρήµατα που κατέβαλε η Ιταλία ως πολεµική αποζηµίωση. Αποτελούσαν µια οµάδα από 24 µονώροφα σπίτια σε έξι σειρές. Σε αυτά εγκαταστάθηκαν περίπου 100 οικογένειες προσφύγων από τη Μικρά Ασία (Έλληνες ή Αρµένιοι) καθολικών στο θρήσκευµα.[9]

Η συνοικία λόγω του προσφυγικού πληθυσμού αλλά και της δαιδαλώδης δόμησής της, ήταν προπύργιο της Αντιστασης, και λίγο πριν το τέλος Κατοχής, στις 9 Αυγούστου το 1944, κατέστη το επίκεντρο του δεύτερου μεγαλύτερο Μπλόκου της Αθήνας (μετά από αυτό της Κοκκινιάς, μερικές μέρες αργότερα), αυτό σε Δουργούτι-Φάρο-Κατσιπόδι, όταν μικτή δύναμη Γερμανικών, Ιταλικών φασιστικών υπολειμμάτων, και δωσιλογικών δυνάμεων περικύκλωσαν την εκτεταμένη περιοχή, εκτέλεσαν 160 με 180 πολίτες (οι περισσότεροι αγωνιστές της αντίστασης), συνέλαβαν 2.500 ομήρους, 600 εκ των οποίων κατέληξαν στα Γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, ενώ φεύγοντας εκαψαν το μισό προσφυγικό οικισμό.[10][11][12]

Τα Αρμενικά σχολεία στην Ελλάδα Επεξεργασία

Οι Αρμενικές Κοινότητες της Ελλάδας ίδρυσαν από τα τέλη του 19ου αιώνα σχολεία στις πόλεις όπου υπήρχε συγκέντρωση αρμενικού πληθυσμού.

Το πρώτο αρμενικό σχολείο της Θεσσαλονίκης ιδρύθηκε για παράδειγμα το 1887 με δάσκαλο τον εφημέριο, το 1907 η κοινότητα απέκτησε ιδιόκτητο σχολείο με επαγγελματία δάσκαλο και 30 - 35 μαθητές[5][13]. Τα αρμενικά σχολεία αυξήθηκαν μετά το 1922. Στα αρμενικά σχολεία λειτουργούσε συνήθως και νηπιαγωγείο και πολλά από αυτά λειτουργούσαν και ως οικοτροφεία περιθάλποντας τα προσφυγόπουλα. Τα συγκεκριμένα σχολεία είχαν χαρακτηριστεί ως άσυλα και για αυτό διδασκόταν σε αυτά η ελληνική γλώσσα. Τα αρμενικά σχολεία υπάγονταν στις ρυθμίσεις των ιδιωτικών σχολείων και δεν υπήρχαν ιδρύματα δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Οι Αρμένιοι μαθητές φοιτούσαν σε άλλα ξένα σχολεία.

Κατά τη διάρκεια της Μεταξικής δικτατορίας ιδρύθηκε η επιθεώρηση ξένων και μειονοτικών σχολείων και τα σχολεία των αρμενικών κοινοτήτων υπήχθησαν σε αυτή. Ο σχετικά περιορισμένος αριθμός μαθητών αυτών των σχολείων συνετέλεσε ώστε η αναλογία διδασκόντων - διδασκομένων να εμφανίζεται συνήθως καλύτερη από αυτή των άλλων ελληνικών σχολείων[14][15]. Μόνο στη Βόρεια Ελλάδα υπήρχαν 12 τέτοια κοινοτικά σχολεία, 5 στη Θεσσαλονίκη, 2 στο νομό Ροδόπης, 1 στο νομό Έβρου, στη Δράμα, στην Καβάλα και στις Σέρρες.[16]

Γνωστοί Έλληνες αρμένικης καταγωγής Επεξεργασία

Δείτε επίσης Επεξεργασία

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Ι. Χασιώτης, 1997
  2. Τσιτσελίκης, 1996
  3. Αγγελόπουλος, 1979
  4. Μειονοτικές Ομάδες στην Ελλάδα (1919-1945). Θεσσαλονίκη: ΖΥΓΟΣ. 2008. σελ. 35. ISBN 978-960-8065-65-9. 
  5. 5,0 5,1 5,2 5,3 Ι. Χασιώτης - Γκ. Κασεπιάν, 1986
  6. Ι. Χασιώτης, 1985
  7. Γ. Τουσίμης, 1986
  8. Μειονοτικές Ομάδες στην Ελλάδα (1919-1945). Θεσσαλονίκη: ΖΥΓΟΣ. 2008. σελ. 35-36. ISBN 978-960-8065-65-9. 
  9. 9,0 9,1 Μυωφά, Νικολίνα (11 Αυγούστου 2020). «Δουργούτι: H μαγική πόλη και οι πρόσφυγες από την Αρμενία». Το Κουτί της Πανδώρας. ΤΟ ΚΟΥΤΙ ΤΗΣ ΠΑΝΔΩΡΑΣ MEDIA Ε.Ε. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 30 Σεπτεμβρίου 2020. Ανακτήθηκε στις 29 Σεπτεμβρίου 2020. 
  10. Χανδρινος, Ιάσων (2012). ΟΠΛΑ - Το Τιμωρό Χέρι του Λαού. Αθήνα: ΘΕΜΕΛΙΟ. σελ. 144-147. ISBN 9789603103882. Ανάμεσα στα φριχτά περιστατικά που συνέθεσαν το «Μεγάλο Μπλόκο», ξεχωρίζουν τα «ξεχωριστά» αντίποινα για το θάνατο του Γερμανού αξιωματικού στο εργοστάσιο ΦΙΞ, όπου οι Γερμανοί σκότωσαν μερικά παιδάκια νηπιακής ηλικίας, τα πτώματά των οποίων βρέθηκαν την επόμενη σε χωματερή του Μοσχάτου (ΑΣΚΙ, Αρχείο ΚΚΕ, κ. 428, Φ=26/3/7, Αναμνήσεις Γιάννη Κυλισμανή, 20.9.1960 ) 
  11. ΔΕΝΕΖΑΚΗΣ, ΑΝΔΡΕΑΣ (9 Αυγούστου 2017). «Δουργούτι – Φάρος – Κατσιπόδι: το «Δίστομο» της Αθήνας». ημεροδρομος. www.imerodromos.gr. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 27 Σεπτεμβρίου 2020. Ανακτήθηκε στις 27 Σεπτεμβρίου 2020. 
  12. Μπράτσος, Νάσος (9 Αυγούστου 2018). «Τα ματωμένα μπλόκα της 9ης Αυγούστου». ΕΡΤ. Ελληνική Ραδιοφωνία Τηλεόραση. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 11 Μαΐου 2019. Ανακτήθηκε στις 27 Σεπτεμβρίου 2020. Όπως έλεγαν τότε τους ρουφιάνους των Γερμανών, ήταν οι «τσουβαλάδες», αυτοί που δηλαδή κάλυπταν το πρόσωπό τους με ένα τσουβαλάκι, όπου είχε δύο ανοίγατα για τα μάτια και οι «μασκοφόροι», που φόραγαν αντιασφυξιογόνες μάσκες, με στόχο βέβαια να μην γίνει αντιληπτή η ταυτότητά τους. 
  13. Σ. Ζιώγου-Καραστεργίου, 1997
  14. Κ. Τσιούμης - Μουσιάδου, 1998
  15. Αθ. Παπαευγενίου, 1945
  16. Μειονοτικές Ομάδες στην Ελλάδα (1919-1945). Θεσσαλονίκη: ΖΥΓΟΣ. 2008. σελ. 37. ISBN 978-960-8065-65-9.