Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος Α´

Έλληνας ιεράρχης, Αρχιεπίσκοπος Αθηνών

Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος Α΄ (1905 - 15 Νοεμβρίου 1988) ήταν Έλληνας ιερέας, θεολόγος και καθηγητής Πανεπιστημίου, ο οποίος διετέλεσε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών κατά τη διάρκεια της Χούντας των Συνταγματαρχών. Η αρχιερατεία του αναφέρεται ως μια περίοδος ανωμαλίας για την Εκκλησία της Ελλάδος που σημαδεύτηκε από τις κρατικές παρεμβάσεις στα διοικητικά της ζητήματα, τον διχασμό του ποιμνίου, τις ενδοεκκλησιαστικές έριδες αλλά και τη διεθνή της απομόνωση.[1]

Ιερώνυμος Α΄
Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος
Από17 Μαΐου 1967
Έως15 Δεκεμβρίου 1973
ΠροκάτοχοςΧρυσόστομος Β΄
ΔιάδοχοςΣεραφείμ
Προσωπικά στοιχεία
Γέννηση1905
Υστέρνια Τήνου, Ελλάδα
Θάνατος15 Νοεμβρίου 1988 (83 ετών)
Αθήνα, Ελλάδα
ΕθνικότηταΕλληνική
ΔόγμαΧριστιανός Ορθόδοξος

Καταγωγή και σπουδές Επεξεργασία

Ο κατά κόσμον Ιερώνυμος Κοτσώνης γεννήθηκε το 1905 στα Υστέρνια Τήνου[2] και προερχόταν από ναυτική οικογένεια. Έξι μήνες πριν γεννηθεί, πέθανε ο πατέρας του, Ιερώνυμος. Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στην Τήνο και τη Σίφνο και ακολούθως πήγε στην Αθήνα όπου ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του ως οικότροφος στη Ριζάρειο Εκκλησιαστική Σχολή.[3] Το 1924 εισήλθε στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από την οποία αποφοίτησε το 1928 με άριστα. Στη συνέχεια διετέλεσε ιδιαίτερος επιστημονικός γραμματέας του αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσοστόμου Α΄, καθώς και διευθυντής του παιδικού τμήματος της Χ.Α.Ν. Το 1934 συνέχισε τις σπουδές του στη Γερμανία (Μόναχο, Βερολίνο, Βόννη) και το Ηνωμένο Βασίλειο, με τη βοήθεια υποτροφίας του κληροδοτήματος Μανούση.[4][5]

Ιερατική και ακαδημαϊκή πορεία Επεξεργασία

Ο Ιερώνυμος εντάχθηκε στην Αδελφότητα Θεολόγων «Η Ζωή»[6] και ο πνευματικός του και προϊστάμενος της αδελφότητας, Αρχιμανδρίτης Σεραφείμ Παπακώστας, τον συνέστησε στον τότε Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χρύσανθο. Εκάρη μοναχός στην Ιερά Μονή Ασωμάτων Πετράκη και στις 4 Ιανουαρίου 1939 χειροτονήθηκε διάκονος.[4] Τοποθετήθηκε στον ιερό ναό Αγίας Ειρήνης Αιόλου ως διάκονος, καθώς και ως δεύτερος γραμματέας στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος. Το 1940 αναγορεύθηκε διδάκτορας της Θεολογικής Σχολής Αθηνών[5] και στις 23 Ιουνίου του ίδιου έτους χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και προχειρίστηκε αρχιμανδρίτης. Στη συνέχεια τοποθετήθηκε εφημέριος του ιερού ναού Αγίου Δημήτριου Κηφισιάς και κατόπιν γενικός αρχιερατικός επίτροπος της περιφέρειας Κηφισιάς, που τότε υπαγόταν στην Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών.

Παράλληλα, από το 1939 μέχρι το 1941 διετέλεσε διευθυντής του περιοδικού «Εκκλησία» (μηνιαία έκδοση της Εκκλησίας της Ελλάδος), ενώ συνέβαλε και στην έκδοση του περιοδικού «Θεολογία».[5]

Η κατοχική κυβέρνηση τον απέλυσε από συνοδικό γραμματέα και ο αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος, λίγο πριν εκδιωχθεί, τον διόρισε εφημέριο του νοσοκομειακού ναού του Ευαγγελισμού, όπου παρέμεινε σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής. Αργότερα αποσύρθηκε και αφοσιώθηκε στη μελέτη και τη συγγραφή. Το 1945 υπέβαλε στη Θεολογική Σχολή διατριβή για τη θέση του υφηγητή, το 1946 απέσυρε όμως την υποψηφιότητά του σε ένδειξη διαμαρτυρίας για διαφωνία του με καθηγητές του. Το 1949 διορίστηκε πρωθιερέας των Ανακτόρων,[2] θέση στην οποία παρέμεινε ως το 1967. Τον Σεπτέμβριο του 1959 εξελέγη καθηγητής Κανονικού Δικαίου και Ποιμαντικής στη Θεολογική σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.[5] Παράλληλα, ανέπτυξε πλούσιο συγγραφικό έργο και τιμήθηκε με τον χρυσό σταυρό του Τάγματος των Αγίων Γεωργίου και Κωνσταντίνου.[2]

Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, ο Ιερώνυμος, εκμεταλλευόμενος την επιρροή του στη βασιλική οικογένεια, ενεπλάκη ενεργά στα εκκλησιαστικά πράγματα, συμβάλλοντας με αυτόν τον τρόπο στην αστάθεια που επικρατούσε στους κόλπους της ελλαδικής Εκκλησίας.[7] Από την άλλη, παρά την υποστήριξή του από το Παλάτι, δεν εξελέγη επίσκοπος κατά τις πολλαπλές αρχιερατικές εκλογές του 1965.[8][9]

Δίωξη και αντικανονική απομάκρυνση Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Β' Επεξεργασία

 
Ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Β΄.

Πριν από την ανάρρηση του Ιερώνυμου στον αρχιεπισκοπικό θρόνο προηγήθηκε η αντικανονική απομάκρυνση του τότε αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου από τη Δικτατορία και τα ανάκτορα. Η ανατροπή του διευκολύνθηκε από το γεγονός πως ο Χρυσόστομος ήταν ηλικιωμένος και αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας. Τη Μεγάλη Παρασκευή, 28 Απριλίου του 1967, μετά από ελαφρύ καρδιακό επεισόδιο κατά την περιφορά του Επιταφίου μεταφέρθηκε στον Ερυθρό Σταυρό,[10] όπου παρέμεινε για περισσότερο από ένα μήνα. Ακολούθως, στις 6 Μαΐου, αξιωματούχος των Ανακτόρων παρέδωσε στον Χρυσόστομο δύο παραλλαγές επιστολής παραίτησης για να διαλέξει ποια θα υπογράψει.[11] Σε επιστολή του προς τον τότε βασιλιά, ο Χρυσόστομος δήλωνε την άρνησή του να παραιτηθεί[12] με εξαίρεση την περίπτωση διαδοχής του από τον αρχιεπίσκοπο Κύπρου Μακάριο Γ΄.[13]

Αντικανονική ανάρρηση Ιερωνύμου στον αρχιεπισκοπικό θρόνο Επεξεργασία

Στις 10 Μαΐου 1967 η δικτατορική κυβέρνηση Κόλλια, προχώρησε στη θέσπιση του αναγκαστικού νόμου 3/1967 με τον οποίο ανέτρεψε το υφιστάμενο από το 1923 κανονικό εκκλησιαστικό καθεστώς. Έτσι επιβλήθηκε η σύσταση αριστίνδην Ιεράς Συνόδου για εκλογή νέου αρχιεπισκόπου. Κατήργησε δηλαδή τη Σύνοδο της Ιεραρχίας ως ανώτατη εκκλησιαστική αρχή και επέβαλε στην Εκκλησία της Ελλάδος μια Αριστίνδην Σύνοδο, από οκτώ μητροπολίτες που διορίσθηκαν ήδη την επομένη με βασιλικό διάταγμα και οι οποίοι ήταν εκείνοι, οι ελάχιστοι κατά μία εκτίμηση ιεράρχες, που δέχονταν να συνεργαστούν ανοικτά με το νέο πολιτικό καθεστώς.[4]

Ακολούθως ο υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων Καλαμποκιάς κήρυξε τον αρχιεπισκοπικό θρόνο εν χηρεία, επεκτείνοντας και στον Χρυσόστομο την αντίστοιχη διάταξη του νομοθετικού διατάγματος 4589/1966, που υποχρέωνε σε αποχώρηση τους μητροπολίτες και βοηθούς επισκόπους μόλις αυτοί συμπλήρωναν το ογδοηκοστό έτος της ηλικίας τους.[14]

Ο Ιερώνυμος Κοτσώνης επιλέχθηκε ως ένας από τους τρεις υποψηφίους προς την οκταμελή αριστίνδην Ιερά Σύνοδο, ως εκλεκτός του βασιλιά Κωνσταντίνου. Η εκλογή του έγινε στις 13 Μαΐου 1967 από την Αριστίνδην Σύνοδο υπό την εποπτεία του ίδιου του Γεωργίου Παπαδόπουλου και του Στυλιανού Παττακού[15], οι οποίοι από την πλευρά τους εικάζεται πως προτιμούσαν την εκλογή του μητροπολίτη Καστοριάς Δωροθέου Γιανναρόπουλου.[4] Την επόμενη μέρα χειροτονήθηκε μητροπολίτης[16] και η ενθρόνισή του πραγματοποιήθηκε στις 17 Μαΐου.

Ενδεικτικό της αντικανονικότητας της κατάστασης είναι το γεγονός πως η χειροτονία του Ιερώνυμου έγινε στις 4 Μαΐου 1967, χωρίς να έχει παραιτηθεί ο κανονικός αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Β΄, του οποίου η εξαναγκασμένη παραίτηση έφερε τελικά ημερομηνία 11 Μαΐου 1967[17][18]. Η ανάρρηση του Ιερώνυμου στον αρχιεπισκοπικό θρόνο αποτελεί την πρώτη και κυριότερη φάση του πραξικοπήματος στην Εκκλησία της Ελλάδος.

Με την αντικανονική εκλογή του θεωρήθηκε ευθέως ευνοούμενος της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών, με την οποία άλλωστε ταυτίστηκε.[8] Για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες πραγματοποιήθηκε η ενθρόνιση του Ιερωνύμου, είναι χαρακτηριστική η εισήγηση του μητροπολίτη Κορίνθου Παντελεήμονος στην Έκτακτη Πολυμελή Σύνοδο στις 5 Μαρτίου του 1974: «Εκ των μέχρι τούδε λεχθέντων συνάγεται ότι η άνοδος του Ιερωνύμου εις τον αρχιεπισκοπικόν θρόνον υπήρξε πάντη ανώμαλος και άκρως αντικανονική, επί πλέον πάσχουσα και εκ της χρησιμοποιήσεως δι’ αυτήν κοσμικών αρχόντων».[19][20]

Ως αρχιεπίσκοπος Επεξεργασία

Δίωξη και αντικανονική απομάκρυνση μητροπολιτών Επεξεργασία

Κατά την περίοδο της αρχιερατείας του Ιερώνυμου απομακρύνθηκαν αντικανονικά πολλοί επίσκοποι από τις μητροπόλεις τους. Με τον αντικανονικό δικτατορικό Νόμο 214/1968 κηρύχθηκαν έκπτωτοι οι Μητροπολίτες Θεσσαλονίκης Παντελεήμων Παπαγεωργίου και Αττικής και Μεγαρίδος Ιάκωβος Βαβανάτσος, οι οποίοι στερήθηκαν από το δικαίωμα να ασκήσουν έφεση. Επίσης εξωθήθηκαν σε παραιτήσεις οι Μητροπολίτες Ελασσόνος Ιάκωβος Μακρυγιάννης, ο Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφαρσάλων Κύριλλος Καρμπαλιώτης, ο Δημητριάδος Δαμασκηνός Χατζόπουλος, ο Παραμυθίας Τίτος Ματθαιάκης και ο Λαρίσης και Πλαταμώνος Ιάκωβος Σχίζας.[21]

Με τον αντικανονικό νόμο υποχρεωτικής αποχώρησης λόγω ορίου ηλικίας το 1968 απομακρύνθηκαν οι Μητροπολίτες Λευκάδος Δωρόθεος Παλλαδινός, Ηλείας Γερμανός Γκούρας, Βεροίας Καλλίνικος Χαραλαμπάκης και Χαλκίδος Γρηγόριος Πλειαθός. Το 1969 απομακρύνθηκαν οι Μητροπολίτες Μονεμβασίας Κυπριανός Πουλάκος και Κυθήρων Μελέτιος Γαλανόπουλος καθώς μειώθηκε το όριο ηλικίας. Το 1972 απομακρύνθηκαν λόγω ορίου ηλικίας οι Μητροπολίτες Πατρών Κωνσταντίνος Πλατής και Σισανίου Πολύκαρπος Λιώσης.[22] 'Όλες αυτές οι πρόωρες απομακρύνσεις πέραν του ότι υπήρξαν προϊόν εξαναγκασμού ήταν και προδήλως αντικανονικές καθώς οι νομοθετικές διατάξεις που τις προκάλεσαν προσέκρουαν ευθέως στο Κανονικό Δίκαιο της Εκκλησίας με το οποίο κατοχυρώνεται η ισοβιότητα των αρχιερέων στο θρόνο της εκλογής τους (παρεκτός των περιπτώσεων της καθαιρέσεως ή συντρεχόντων λόγων υγείας, που δεν ίσχυαν εν προκειμένω).[23]

Επί Ιερωνύμου εξελέγησαν περίπου τριάντα[21] νέοι επίσκοποι και μητροπολίτες, επιλογές οι οποίες χαρακτηρίζονται ως αξιοκρατικές με κυριότερα παραδείγματα τους Βρεσθένης Δημήτριο, Ανδρούσης Αναστάσιο[4] και Εδέσσης, Πέλλης και Αλμωπίας Καλλίνικο.[21] Σύμφωνα με μια εκτίμηση, όλοι σχεδόν οι νέοι μητροπολίτες που εξελέγησαν από την αντικανονική Σύνοδο, είχαν δύο κοινά χαρακτηριστικά: προέρχονταν από τις αδελφότητες «Ζωή»[24] και «Σωτήρ»[25] και στα χρόνια του Εμφυλίου Πολέμου είχαν υπηρετήσει ως στρατιωτικοί ιερείς-ιεροκήρυκες.[24]

Στην αντικανονική αυτή κατάσταση εντός των κόλπων της Εκκλησίας της Ελλάδος αντιτάχθηκαν ιεράρχες όπως οι Πειραιώς Χρυσόστομος, Φλωρίνης Αυγουστίνος, Ελευθερουπόλεως Αμβρόσιος κ.ά.[26]

Αντικανονικό σύστημα απονομής εκκλησιαστικής δικαιοσύνης Επεξεργασία

Στην πρώτη φάση της δικτατορίας άλλες παρεμβάσεις της Πολιτείας ήταν η απαγόρευση με συντακτική πράξη στους εκκλησιαστικούς λειτουργούς παντός ιερατικού βαθμού της προσφυγής στο Συμβούλιο της Επικρατείας για διοικητικές πράξεις της δικτατορίας, η επιβολή «αντικανονικού και ανελεύθερου συστήματος απονομής εκκλησιαστικής δικαιοσύνης» κι ενός ιδιώνυμου εκκλησιαστικού αδικήματος: η απώλεια της έξωθεν καλής μαρτυρίας και η εξαιτίας αυτής αποχώρηση των κληρικών,[27] αν και επρόκειτο περί ενός αγνώστου στους Ιερούς Κανόνες και την εκκλησιαστική παράδοση αδικήματος καθώς, όπως εξηγείται σχετικώς, η αναφερομένη εις την Προς Τιμόθεον Επιστολή του Απ. Παύλου "έξωθεν καλή μαρτυρία" αφορά όχι στους Επισκόπους, αλλά στους λαϊκούς οι οποίοι επιθυμούν να εισέλθουν στον κλήρο.[28] Με το Ν.Δ. 126/1969 θεσπίζεται νέος Καταστατικός Χάρτης. Κι ενώ διατηρείται η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας και η Διαρκής Ιερά Σύνοδος, θεσπιζόταν κάτι καινούργιο ως προς τη συγκρότησή τους: καταργούνταν τα προβλεπόμενα από τον Πατριαρχικό τόμο του 1850 και την Πατριαρχική Πράξη του 1928 «πρεσβεία» χειροτονίας και ίσου αριθμού μελών από τις «παλαιές» και «νέες χώρες». Με τα συντάγματα του 1968 και 1973 δεν παρέκκλιναν από τη συνήθη μορφή των συνταγματικών διατάξεων.[29]

Κρίση με το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών Επεξεργασία

Μετά από επίσημα και ανεπίσημα διαβήματα, δημοσιεύματα του ξένου Τύπου κατά των μέτρων της Δικτατορίας, στις 17 Νοεμβρίου 1967 ο διευθυντής της Εκκλησιαστικής Επιτροπής για Διεθνή Θέματα (Commission of the Churches on International Affairs) του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών (ΠΣΕ) δρ. Φρέντερικ Νόλντε έστειλε επιστολή στον τότε Έλληνα πρωθυπουργό, με την οποία του ανέφερε πως Έλληνες μετανάστες εργάτες είχαν απειληθεί από όργανα του καθεστώτος, σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες της Διεθνούς Αμνηστίας. Στις αρχές του 1968 η Εκτελεστική Επιτροπή του Παγκόσμιου Συμβουλίου Εκκλησιών, αφού έλαβε το παραπάνω υπόμνημα του Νόλντε, ζήτησε να επισκεφθεί και να συναντήσει στην Ελλάδα εκπροσώπους της Ελληνικής Κυβέρνησης και της Αρχιεπισκοπής. Ο τότε αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος όμως απέτρεψε την επίσκεψη του Γενικού Γραμματέα του ΠΣΕ, μια επίσκεψη με ιδιαίτερο συμβολισμό και διεθνή αντίκτυπο. Αναφέρεται ότι μετά από αρκετό χρονικό διάστημα ο Γενικός Γραμματέας του ΠΣΕ ήλθε στην Ελλάδα αεροπορικώς, αλλά οι αρχές δεν του επέτρεψαν αρχικά την είσοδο στην χώρα.[30] Στις 4 με 20 Ιουλίου 1968 θα πραγματοποιείτο στην Ουψάλα της Σουηδίας η Δ΄ Γενική Συνέλευση του ΠΣΕ η Ελλαδική Εκκλησία όμως αρνήθηκε να αποστείλει αντιπροσώπους λόγω των τεταμένων σχέσεων Ελλάδας και Σουηδίας την περίοδο εκείνη. Επίσης ο Ιερώνυμος επικαλέστηκε την ανάμιξη του ΠΣΕ στη σχεδίαση του νέου Συντάγματος της χώρας. Έτσι όμως, ο Ιερώνυμος γινόταν «φερέφωνο της Δικτατορίας».[31] Υποστηρίζεται ακόμη πως η αποχή της Ελλαδικής Εκκλησίας από τη Συνέλευση συνδεόταν και με τη θεματολογία των εργασιών της, που μεταξύ άλλων αφορούσε και την «κοινωνική και πολιτική δικαιοσύνη», γεγονός που θα δυσχέραινε την ελληνική αντιπροσωπεία.[32]

Ακόμη υποστηρίζεται πως ο Ιερώνυμος αρνήθηκε να παραλάβει οικονομική βοήθεια που έστελνε το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών για τους σεισμόπληκτους των Ιονίων νήσων, γιατί έτσι θα υποχρεωνόταν να ευχαριστήσει έναν διεθνή οργανισμό που ασκούσε κριτική στο Δικτατορικό καθεστώς της Ελλάδας.[33]

Διαμεσολαβητής μεταξύ Παλατιού και Χούντας Επεξεργασία

Σε όλη τη διάρκεια της δικτατορίας ο Ιερώνυμος υπήρξε ένας από τους μεσολαβητές μεταξύ του παλατιού και της ηγεσίας της χούντας. Διαβίβαζε μάλιστα τα προσωπικά μηνύματα του Παπαδόπουλου και δεχόταν τις απαντήσεις του τότε βασιλιά Κωνσταντίνου.[34][35]

Στάση έναντι των βασανιστηρίων της Χούντας Επεξεργασία

Αν και ο ίδιος φαίνεται να εξέφραζε ανά διαστήματα ανεπίσημες διαμαρτυρίες για τις διώξεις και τα βασανιστήρια αντιφρονούντων μέσω επιστολών προς τον Γεώργιο Παπαδόπουλο, ουδέποτε προχώρησε σε δημόσια καταδίκη, παραμένοντας ταυτισμένος με το καθεστώς.[21]

Στα τέλη του 1968 ο Γ.Γ. του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών, μετά από έκκληση της «οικουμενικής ομάδας» της πόλης Κρίφτελ της Δυτικής Γερμανίας, έστειλε προσωπικό και ανεπίσημο διάβημα προς τον Ιερώνυμο, με το οποίο τον καλούσε να παρέμβει με σκοπό την αποτροπή των εκτελέσεων των Ελευθέριου Βερυβάκη και Αλέξανδρου Παναγούλη. Ο Ιερώνυμος απάντησε χαρακτηρίζοντας την επιστολή «παρέμβαση στα πολιτικά πράγματα της χώρας» και «επέμβαση υπέρ δολοφόνων».[36] Υποστηρίζεται πως ο Μητροπολίτης Σύρου Δωρόθεος Στέκας με σειρά επιστολών του ζητούσε από τον Ιερώνυμο άδεια να επισκεφθεί τους εξόριστους στη Γυάρο και κατέθεσε πρόταση για την απελευθέρωση των εξόριστων του νησιού, όμως ο Ιερώνυμος απέρριψε τα σχετικά αιτήματα.[37]

Άλλες δραστηριότητες Επεξεργασία

Παράλληλα, οργάνωσε το φιλανθρωπικό έργο της Εκκλησίας.[38] Μεταξύ άλλων, μερίμνησε για την ίδρυση του Διορθοδόξου Κέντρου Πεντέλης, του Ιεραποστολικού Κέντρου και νοσοκομείου κληρικών, αναδιοργάνωσε την υπηρεσία της «Χριστιανικής Αλληλεγγύης», έδωσε ώθηση στα κατηχητικά σχολείων κ.ά.[8][39] Επίσης προώθησε τη χρήση κινητού ναού για τους παραθεριστές[40].

Παραίτηση και τελευταία χρόνια Επεξεργασία

Στις 25 Νοεμβρίου 1973, όπου εκδηλώθηκε νέο πραξικόπημα που κατέλυσε την τότε δικτατορική κυβέρνηση του Σπύρου Μαρκεζίνη, κατόπιν προσκλήσεως του Δημητρίου Ιωαννίδη, ο Μητροπολίτης Ιωαννίνων Σεραφείμ προσήλθε από τα Ιωάννινα στην Αθήνα και όρκισε Πρόεδρο της Δημοκρατίας τον στρατηγό Φαίδωνα Γκιζίκη και στη συνέχεια την κυβέρνηση Αδαμαντίου Ανδρουτσόπουλου 1973. Η ιεροπραξία αυτή της ορκωμοσίας πραγματοποιήθηκε[41] χωρίς την άδεια του Αρχιεπισκόπου και συνιστά[41] το κανονικό αδίκημα της εισπηδήσεως, το οποίο και τιμωρείται από τους ιερούς κανόνες της Εκκλησίας. Στα πλαίσια αυτά ο τότε Αρχιεπίσκοπος με έγγραφό του προς τη Σύνοδο κατήγγειλε[41] την κανονική παράβαση και ζήτησε την επιβολή των σχετικών ποινών. Καθώς όμως και ο ίδιος είχε εκλεγεί αντικανονικά, κατά σαφή παράβαση της κείμενης νομοθεσίας που ορίζεται από το Κανονικό Δίκαιο, θεωρήθηκε πλέον ως ανεπιθύμητος. Στις 15 Δεκεμβρίου 1973 υπέβαλε την οριστική παραίτησή του εν μέσω του αρνητικού κλίματος που είχε διαμορφωθεί εναντίον του[42][43]. Τοποτηρητής του αρχιεπισκοπικού θρόνου ανέλαβε ο Μητροπολίτης Καλαβρύτων και Αιγιαλείας Γεώργιος Πάτσης, που ήταν ο αρχαιότερος εκ των ιεραρχών.[44] Διάδοχός του ορίστηκε το 1974 από την Έκτακτη Πολυμελή Σύνοδο ο μητροπολίτης Ιωαννίνων Σεραφείμ Τίκας[45].

Ο Ιερώνυμος μετά την παραίτησή του αποσύρθηκε[46] στη γενέτειρά του, τα Υστέρνια Τήνου. Τον Αύγουστο του 1987 έπαθε ημιπληγία. Απεβίωσε στις 15 Νοεμβρίου του 1988. Κηδεύτηκε σαν κανονικός Αρχιεπίσκοπος πρώην Αθηνών και πάσης Ελλάδος στη Μονή Ασωμάτων Πετράκη και ετάφη στην Τήνο.

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Αγγελοπούλου, Αθανασίου Αν. (1998). Εκκλησιαστική Ιστορία. Ιστορία των δομών διοικήσεως και ζωής της Εκκλησίας της Ελλάδος (Εικοστός αιώνας). Θεσσαλονίκη: Εκδοτικός Οίκος Αδελφών Κυριακίδη. σελ. 93-97. 
  2. 2,0 2,1 2,2 Σύγχρονος Εγκυκλοπαιδεία Ελευθερουδάκη. 15ος (πέμπτη έκδοση). Αθήναι: Εγκυκλοπαιδικαί Εκδόσεις Ν. Νίκας και ΣΙΑ Ε.Ε. 1964. σελ. 799. 
  3. Ο Εφημέριος, 15 Μαΐου - 11 Ιουνίου 1967, σελ. 482-483.
  4. 4,0 4,1 4,2 4,3 4,4 Κονιδάρης, Ιωάννης Μ. (7 Ιανουαρίου 2017). «1967: Ο πρώτος Αρχιεπίσκοπος της απριλιανής χούντας». tovima.gr. ΤΟ Βήμα Online. Ανακτήθηκε στις 9 Σεπτεμβρίου 2018. 
  5. 5,0 5,1 5,2 5,3 Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια. 7ος. Αθήναι: Αθαν. Μαρτίνος. 1965. σελ. 919-921. 
  6. Αντωνιάδου, Μαρία (14 Μαΐου 2000). «tovima.gr - Ο εμφύλιος πόλεμος στην Εκκλησία». TO BHMA. Ανακτήθηκε στις 6 Ιουλίου 2016. 
  7. Αγγελοπούλου (1998). σελ. 67-68.
  8. 8,0 8,1 8,2 μητρ., Ανδρέας Νανάκης (11 Ιουνίου 2017). «Η Εκκλησία της Ελλάδος και η χούντα». kathimerini.gr. Η Καθημερινή. Ανακτήθηκε στις 9 Σεπτεμβρίου 2018. 
  9. Ανδρεόπουλος, Χαράλαμπος (2017). Η Εκκλησία κατά τη δικτατορία 1967-1974. Ιστορική και νομοκανονική προσέγγιση. Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο. σελ. 103-106. ISBN 978-960-458-311-9. 
  10. Ανδρεόπουλος, Χαράλαμπος Μιχ. (2016). Σχέσεις εκκλησίας και πολιτείας στην Ελλάδα κατά την Επταετία (1967-1974). Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης-Διδακτορική Διατριβή. σελ. 71-72. 
  11. «Τα ψέματα του τέως για τον Χρυσόστομο - άρθρο της Εφημερίδας των Συντακτών, 18.01.2016». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 14 Φεβρουαρίου 2019. Ανακτήθηκε στις 24 Οκτωβρίου 2016. 
  12. Ιωάννης Κονιδάρης, Η δικτατορία του 1967 και η μεταπολίτευση στην Εκκλησία, στο: Εκκλησιαστικά Άτακτα-Άρθρα στο «Βήμα της Κυριακής» 1993-1998, εκδ. Αντ.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 1999, σελ. 187
  13. Ανδρεόπουλος (2016). σελ. 99.
  14. Αγγελοπούλου (1998). σελ. 71-72.
  15. Κονιδάρης, Ιωάννης (1999). «Διαπάλη και εναρμόνηση (Ι). Το πραξικόπημα στην Εκκλησία». Εκκλησιαστικά Άτακτα-Άρθρα, Βήμα της Κυριακής (εκδόσεις Αντ.Ν. Σάκκουλα): 94. 
  16. Μακεδονία, 14 Μαΐου 1967, σελ. 1.
  17. «1967 - 1973 Εκκλησία και Χούντα οι δύο όψεις - ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ». www.xristianiki.gr. 16 Νοεμβρίου 2009. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 14 Ιουλίου 2016. Ανακτήθηκε στις 6 Ιουλίου 2016. 
  18. Ιωάννης Κονιδάρης, Διαπάλη και εναρμόνηση (Ι). Το πραξικόπημα στην Εκκλησία,στο: Εκκλησιαστικά Άτακτα-Άρθρα στο ΄΄Βήμα της Κυριακής΄΄ 1993-1998, εκδ. Αντ.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 1999, σελ.94
  19. Αγγελοπούλου (1998). σελ. 108.
  20. «Ο Γκλίξμπουργκ και η Εκκλησία - εφημερίδα των Συντακτών 18.01.2016». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 23 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 1 Μαρτίου 2017. 
  21. 21,0 21,1 21,2 21,3 Ανδρεόπουλος, Χαράλαμπος (20 Απριλίου 2019). «Εκκλησία και 21η Απριλίου». orthodoxia.info. Ορθοδοξία INFO. Ανακτήθηκε στις 1 Μαΐου 2021. 
  22. Ὁ ἐγρηγορῶν Ἐπίσκοπος Καρυστίας κ.Σεραφείμ καί οἱ σύν αὐτῷ ἀναδειχθέντες Ἐπίσκοποι τῆς περιόδου 1967-1973, Ι.Μ.Κυθήρων
  23. Ανδρεόπουλος, Χαράλαμπος (Χάρης) (2017). Η Εκκλησία κατά τη δικτατορία 1967-1974. Ιστορική και νομοκανονική προσέγγιση. Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο. σελ. 96-97. ISBN 978-960-458-311-9. 
  24. 24,0 24,1 Γ. Καραγιάννη, Εκκλησία καί κράτος 1833-1977, ιστορική επισκόπηση των σχέσεών τους, εκδ. Το Ποντίκι, Αθήνα 1997, σ. 167.
  25. Αγγελοπούλου (1998). σελ. 93.
  26. Αγγελοπούλου (1998). σελ. 80, 92.
  27. Γιώργος Καραγιάννης, Εκκλησία και κράτος 1833-1997. Ιστορική επισκόπηση των σχέσεών τους, εκδ. Το Ποντίκι, Αθήνα, 1997, σελ 165
  28. Ανδρεόπουλος, Χαράλαμπος (Χάρης) (2017). Η Εκκλησία κατά τη δικτατορία 1967-1974. Ιστορική και νομοκανονική προσέγγιση. Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο. σελ. 30, 159-160. ISBN 978-960-458-311-9. 
  29. Ιωάννης Κονιδάρης, Εγχειρίδιο Εκκλησιαστικού Δικαίου, εκδ. Αντ.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 2000, σελ.85-86
  30. Ζαχαρόπουλος, Νικόλαος (1994). «Πτυχή των σχέσεων Εκκλησίας Ελλάδος και Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών στην περίοδο της Δικτατορίας των συνταγματαρχών», στο: Αντιχάρισμα στη μνήμη Ιωάννου Κ.Παπαζαχαρίου. Α΄. Αθήνα: Πάντειο Πανεπιστήμιο. σελ. 177-178. 
  31. Νικόλαος Ζαχαρόπουλος, ό.π., σελ. 179
  32. Νικόλαος Ζαχαρόπουλος, ό.π., σελ. 186
  33. Νικόλαος Ζαχαρόπουλος, ό.π., σελ. 186
  34. ["Σημειώσεις 1967 - 1977", Λεωνίδα Παπαγου, 1999, ISBN139789607079695]
  35. «Δημήτρης Ψαρράς: Ο Γκλίξμπουργκ και η Εκκλησία, Εφημερίδα των Συντακτών, 18.01.2016». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 23 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 1 Μαρτίου 2017. 
  36. Νικόλαος Ζαχαρόπουλος, ό.π., σελ. 182-183
  37. ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ κ. ΔΩΡΟΘΕΟΥ Β’ ΣΤΗ ΓΥΑΡΟ, Ιερά Μητρόπολις Σύρου, 15/05/2020
  38. «Ιστορία της Εκκλησίας των Αθηνών: Από το 1833 και εξής». iaath.gr. Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 Μαΐου 2021. Ανακτήθηκε στις 9 Σεπτεμβρίου 2018. 
  39. Αγγελοπούλου (1998). σελ. 97-98.
  40. Και κινητή... εκκλησία!, Ιστορικό Λεύκωμα 1968, σελ. 138, Καθημερινή (1998)
  41. 41,0 41,1 41,2 Κονιδάρης, Ιωάννης (1994). Η διαπάλη νομιμότητας και κανονικότητας και η θεμελίωση της εναρμονίσεώς τους. Αθήνα: εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα. σελ. 118. ISBN 978-960-232-170-6. 
  42. Αγγελοπούλου (1998). σελ. 91, 109.
  43. «50 χρόνια από την παραίτηση του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου Α'». Φως Φαναρίου. 15 Δεκεμβρίου 2023. 
  44.   Εκλογή του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος Σεραφείμ στην Ιερά Μονή Πετράκη στην Αθήνα (Εθνικό Οπτικοακουστικό Αρχείο)
  45. Αγγελοπούλου (1998). σελ. 106.
  46. Στο κείμενο της παραίτησής του ανέφερε: «Απομακρύνομαι, τέλος, εκ της ενεργού υπηρεσίας, διότι ένεκα των συνεχών κατ' εμού επιθέσεων, μου ήτο αδύνατον να απασχολούμαι εν τη Εκκλησία δημιουργικώς».

Πηγές Επεξεργασία

Εξωτερικοί σύνδεσμοι Επεξεργασία


τίτλοι της Ορθόδοξης Εκκλησίας
Προκάτοχος
Χρυσόστομος Β΄
Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος
1967-1973
Διάδοχος
Σεραφείμ